Οι σφυρίχτρες ακούστηκαν πάλι

Οι σφυρίχτρες ακούστηκαν πάλι. Κάθησαν όλοι στις πέτρες. Μερικοί ξάπλωσαν χάμω ν’ ακουμπήσουν κάπου τη μέση τους. Όχι, η εργασία συνεχίζεται, δεν είναι ώρα τεμπελιάς. Ο ήλιος ήρθε κατακόρυφα, όλα γίναν πιο θαμπά.
«Ένας συνάδελφός σας θέλει να σας μιλήσει», είπε ένας εργοδηγός. «Ας δούμε τι έχει να μας πει…»
Σε λίγο, φάνηκε ένας κουβαριασμένος. Τον στήσαν σ’ ένα σωρό πέτρες, κάπως όρθιο, λίγο πλαγιασμένο. Τα ρούχα του έχουν λεκέδες από αίμα. Μα ποιος είναι; Μήπως εκείνος που έπεσε και του πάτησαν τα δάχτυλα στις πέτρες; Πέσανε πολλοί σήμερα και χτες και προχτές, κάθε μέρα πέφτουν. Μήπως ήσουν εσύ; Όχι, εγώ δεν σωριάστηκα σήμερα σε καμμιά διαδρομή.
Αυτός λοιπόν, ο χτυπημένος, ανασηκώθηκε και είπε:
«Είμαι ένας ελεεινός… Υποκρίθηκα τον κουρασμένο κι έπεσα… Νόμισα ότι ήμουν κουρασμένος…»
Σταμάτησε κι ανακάθησε στις πέτρες. Ένας επόπτης τον πλησίασε, τον τράνταξε από τον ώμο.
«Ξαναπές τα. Πιο καλά. Δε σε άκουσαν όλοι.»
Κι ο χτυπημένος άρχισε πάλι:
«Είμαι ένας ελεεινός, ένας χαμένος. Υποκρίθηκα τον κουρασμένο και σωριάστηκα… Ενώ μετέφερα μια πέτρα, σκέφτηκα πονηρά, πώς να γλυτώσω την εργασία… Και κει που βάδιζα όμορφα και καλά, γιατί όλοι πρέπει να εργαζόμαστε, τσουκ και κάθουμαι χάμω…»
Ένας άλλος, τον έκοψε:
«Πάλι δε μας τα λες καλά. Για θυμήσου…»
Κι ο χτυπημένος ζήτησε νερό. Είχε στεγνώσει ολότελα το στόμα του κι έμενε άλαλος. Η άσπρη μπλούζα του έδωσε επιδεικτικά, σα δώρο, ένα τενεκεδάκι. Ο χτυπημένος άπλωσε τα πληγιασμένα του δάχτυλα. Ρούφηξε άπληστα δυο-τρεις γουλιές, μα το όργανο του άρπαξε τον τενεκέ από το στόμα.
«Φτάνει. Το άλλο ύστερα.»
Ο χτυπημένος έγλειψε την υγρασία που είχε μείνει στα χείλια του και συνέχισε:
«Επειδή είμαι ένας ελεεινός, σκέφτηκα με πονηρία πώς να την αράξω σε κανένα ίσκιο. Και, σαν δόλιος τεμπέλης, για να εξασφαλίσω το χουζούρι μου, υποκρίθηκα τον κουρασμένο… Η κακή μου συμπεριφορά οφείλεται στα υπολείμματα από το άθλιο παρελθόν μου… Κάθουμαι λοιπόν χάμω σαν την κλώσσα και λέω: Θα δούνε πως είμαι κουρασμένος και θα με λυπηθούν… Καθώς όμως έπεφτα, από πονηρία βέβαια, σκόνταψα και χτύπησα, ελαφρά, πολύ ελαφρά… Καλά να πάθω… Ευτυχώς όμως που τρέξανε αμέσως και με σήκωσαν… οι ρυθμιστές. Υπόσχομαι ότι δεν θα υποπέσω σε παρόμοιο παράπτωμα…»
«Φτάνει, μας νύσταξες», παρατήρησε ο επόπτης.
«Να συνεχίσω;» ρώτησε ο χτυπημένος, έτοιμος να τα επαναλάβει.
Οι σφυρίχτρες ακούστηκαν πάλι. Σηκώθηκαν όλοι. Η δουλειά αρχίζει· όση ώρα μουρμούριζε το μάθημά του αυτός ο υποκριτής που καμώθηκε τον κουρασμένο, οι άλλοι παρακολουθούσαν απέναντι ένα διπλό μαύρο σημάδι που σουρνόταν ψηλά, πάνω στα πεζούλια. Ο κουβαλητής διάβαινε αργά και προσεχτικά πάνω στους κοφτούς τοίχους. Περιφέρει ακόμα σα δεμάτι, άλλοτε όπως ένα σακί, πότε σαν αλύγιστο καντρόνι, το χτυπημένο κορμί. Ο καθρέφτης της θάλασσας αστράφτει και σε στραβώνει. Έγινε μια ακίνητη βαθειά φλόγα. Το σημάδι ξεπρόβαλε στο ψηλότερο πεζούλι, περνάει από τον όρθιο τοίχο. Θα πέσει.. Θα σκοτωθούν κι οι δυο. Προχώρησε κι άλλο, ανέβηκε το μονοπάτι…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου