Και ξαφνικά, τσουπ

― Η στιγμή του τελικού απολογισμού φτάνει κάποτε σε όλους, ξάδελφε. Θα φτάσει και σε μας. Δε θα φτάσει; Όσο και να τη σπρώχνεις προς το απώτερο μέλλον, όσο κι αν κάνεις πως δε σε αφορά, όσο κι αν λες «ποιος ζει, ποιος πεθαίνει», κάθε φορά που σε πιάνει η κρίση, πάλι αυτή η γαμημένη στιγμή θα βγει, φάντης μπαστούνι, μπροστά σου. Εκεί που δεν την περιμένεις, εκεί και θα σου βγει. Πότε σαν φάντασμα ή εφιάλτης, πότε σαν ένας άψογα καλοντυμένος κύριος που ξαφνικά τον βλέπεις να κάθεται δίπλα σου, επιτιμητικός, απρόσκλητος, αυθάδης, χωρίς να τολμάς ούτε να τον ρωτήσεις από πού στο διάβολο ξεφύτρωσε και τι θέλει, δεν ξέρω τέλος πάντων πώς, αλλά θα σου βγει, να ’σαι βέβαιος. Όποτε τύχει να βρεθείς μπροστά σε ανεξήγητα φαινόμενα, όποτε τύχει ν’ αγναντεύεις νύχτα, από ψηλά, μια φωτισμένη πόλη ή μια σκοτεινή θάλασσα, που ακούς μόνο το μουγκρητό των κυμάτων της και είσαι μόνος, αλλά πραγματικά μόνος, χωρίς υπεκφυγές και υποκατάστατα, ενώπιος ενωπίω, όποτε, όπως και όπου και με όποιον κι αν είσαι, θα σου βγει, δεν τη γλιτώνεις, ξάδελφε. Λιώμα να είσαι από μεθύσι, πίτα, κουρελής ή μεγαλόσχημος, βασιλεύς των βασιλέων, αυτή θα σου βγει, δε γίνεται να μη σου βγει. Θα σου ’ρθει σαν εμετός, σαν φούσκωμα, σαν κόμπος στο λαιμό, που δεν καταπίνεται, θα σου βγει, πάει και τελείωσε. Όσο κι αν κάνεις τον νταή «Μια ζωή την έχουμε» και «Δε βαριέσαι, τι μια μέρα πριν, τι μια μέρα μετά», δεν πείθεις. Τα λες για να τα λες, όχι ότι τα πιστεύεις. Ας είσαι και στις δόξες σου και στις ευτυχίες σου ας κολυμπάς μέσα σε λίμνες από λεφτά, βιβλιάρια τραπέζης, μέσα σε κάρτες και ομόλογα, ας πιστεύεις και στο Θεό και στις μετεμψυχώσεις, ας παίζεις και με τα μεταφυσικά και τα υπερβατικά, αυτή πάλι θα σου βγει, και πάντα από κει που δεν την περιμένεις. Ξαπλωμένος σε σαιζλόνγκ, μπροστά στις πισίνες σου, δίπλα σε γκόμενες, ανάμεσα σε μουσικές και κρύσταλλα και σχέδια για το μέλλον και καθρέφτες, δε βαριέσαι, θα σου βγει. Ένας μικρός ασήμαντος πόνος στην καρδιά, ένα τσίμπημα βαθιά στο κόκαλο, κάπου μεταξύ νεφρών και συκωτιού, δε θέλεις περισσότερα, το μήνυμα το πήρες.
»Βέβαια, μπορεί και να περάσει η κρίση, και συ τότε, που είσαι και πονηρός, θα τρίβεις τα χέρια σου από χαρά, «τη γλιτώσαμε» θα λες, «δεν ήταν αυτό», και θα ξεχαστείς πάλι… Εντάξει, αλλά τι νόμισες; Παράταση πήρες. Μην ξεγελαστείς και πεις «Αυτό ήταν και πέρασε». Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, και τσουπ, την ώρα που πέτυχες τη μεγάλη δουλειά, που υπέγραφες το μεγάλο συμβόλαιο, που έπαιρνες τη μεγάλη υπογραφή, την ώρα που την έφερνες στον άλλον, τσουπ, νάτη πάλι αυτή η γαμημένη στιγμή και μάλλον αυτή θα ’ναι η τελευταία, η έσχατη που λένε, και τότε πάει, δεν πιάνουν ούτε άλλοθι ούτε πονηριές. Τους άλλους τους ξεγελάμε, τον εαυτό μας ποτέ. Ο κομψός καλοντυμένος κύριος ήσουν εσύ. Δεν το είδες; Και πρόσεξε, το τσίμπημα που είπαμε, καμιά φορά έρχεται εντελώς απροειδοποίητα και τις περισσότερες φορές πολύ αργά για να προλάβεις να αναθεωρήσεις ζωή, πρόσωπα και πράγματα. Και βέβαια δε θα ’σαι τόσο άντρας ούτε τότε για να παραδεχθείς πόσο λάθος έζησες. Με λίγα λόγια, όχι, δε γίνεται να τη γλιτώσεις, ξάδελφε. Είναι σαν να ταξιδεύεις με αμάξι και οδηγείς στην ίσια ατελείωτη άσφαλτο και ρουφάς τοπία και χρώματα και πατάς τα κουμπιά του ραδιοφώνου και ακούς τις εξαίσιες μουσικές σου και σφυρίζεις ανέμελος, «καλά τα πήγαμε» λες, «τους τη φέραμε, έπεσε και η ωραία των ωραίων που βάλαμε στο μάτι», δίπλα σου την έχεις, «ανέβηκαν και οι μετοχές της Εθνικής, φίνα, φίνα πήγαν όλα» και τραγουδάς και πατάς γκάζι και σφυρίζεις και μεθάς και ξαφνικά, τσουπ, πάλι ο πόνος, ή, το χειρότερο, πέφτεις στη λακκούβα που δεν περίμενες, που δεν πρόβλεψες, που ποτέ δε φαντάστηκες ότι ανοίχτηκε ειδικά για σένα. Γίνεσαι μεμιάς σμπαράλια. Ανατρέπονται σχέδια ζωής, ανάσκελα το αμάξι με τα άντερα έξω… Μην το συζητάς ξάδελφε, μην το συζητάς.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου