Και την ξανάδιναν για περίπατο στο Λούη

Για τη Λουίζα, βέβαια, κάθε έξοδος με τον μπαμπά της ποτέ δεν ήταν ένας συνηθισμένος περίπατος και προπάντων ποτέ δεν ήταν ένας περίπατος στον κόσμο των παραμυθιών, όπως θα νόμιζε κανείς.
Ξέρεις, όλοι οι διαζευγμένοι γονείς παίρνουνε για βόλτα τα παιδάκια τους, τα κερνάνε παγωτά, τα πηγαίνουν σε Παιδικές Χαρές, σε λούνα παρκ, τους θυμίζουν ότι πρέπει να διαβάζουν, να είναι καλά παιδιά και τέτοια, τους δίνουν και κανένα χαρτζιλίκι και εντάξει, την άλλη εβδομάδα φτου κι απ’ την αρχή.
Εδώ όμως, με το Λούη και τη Λουίζα, συνέβαιναν ακριβώς τα αντίθετα.
Πρώτα πρώτα, όλος ο περίπατος ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια του Λούη να τη βγάλει από τον κόσμο του παραμυθιού, όχι να τη βάλει. Ύστερα η Λουίζα χαρτζιλίκωνε το Λούη, όχι ο Λούης τη Λουίζα. Η Λουίζα τον κερνούσε παγωτό. Η Λουίζα τον πήγαινε στα λούνα παρκ, αλλά δεν έπαιζε αυτή! Έπαιζε ο Λούης. Αυτός ανέβαινε σ’ αυτοκινητάκια και σιδηροδρόμους και κείνη τον κοίταζε και γελούσε.
Η Λουίζα, με το που έβλεπε το Λούη, άρχιζε να χαμογελά. Μόνο στους παραμορφωτικούς καθρέφτες τον ήθελε κοντά. Όλα κι όλα, να γελάνε μαζί.
Όταν μεγάλωσε κάπως, στα δεκαπέντε της περίπου, ξαφνικά της έκοψε τα λούνα παρκ και άρχισε να την πηγαίνει στην όπερα και στο θέατρο.
Για το Λούη, η όπερα είναι ο καλύτερος τρόπος για να βάλεις ένα παιδί στον κόσμο της τέχνης. Εκεί θ’ αγαπήσει την καλή μουσική, εκεί θα καλλιεργηθεί, εκεί και θα γνωρίσει τη «σύμβαση».
― Να πεθαίνεις και να τραγουδάς γίνεται; Στην όπερα όλα γίνονται.
Ήθελε να της δώσει να καταλάβει πως στην τέχνη όλα είναι δυνατό να συμβούν, άρα και στη ζωή.
Της απομυθοποιούσε ένα ένα τα διάφορα είδωλα – δασκάλους, γονείς, ιεροκήρυκες, «αυθεντίες» με εισαγωγικά – , της έδειχνε πόσο σχετικές είναι κάποιες από τις λεγόμενες αιώνιες αξίες και της τις έβαζε σε νέες βάσεις, μέχρι που δεν άφηνε απείραχτες ούτε τις δέκα εντολές. Μία μία τις κουβέντιαζε μαζί της.
Τι πάει να πει «ου μοιχεύσεις»; Όταν ο άλλος σου σύντροφος αποδειχτεί παλιόμουτρο, τι θα κάνεις; Το θέμα είναι να μην έρθεις στην ανάγκη να μοιχεύσεις. Όταν έρθεις, είναι αργά πια για εγκράτειες. Να, τη μητέρα σου, τη συγχώρεσα κι ας μοίχευσε. Εμένα, να πούμε, τον μπαμπά σου… «Τίμα τον πατέρα σου» δε λέει η εντολή; - εσύ τι κάνεις; Πρέπει να με τιμάς, ακόμα κι αν έχω βγει γρουσούζης, απατεώνας, ένας τιποτένιος; Ή κι εγώ εσένα… Αν είχες βγει κανένα σκατοθήλυκο, με γελοίες σκέψεις, γελοία συμπεριφορά, κανονικά δε θα ντρέπομαι, όταν θα σε συστήνω για παιδί μου; Τι πάει να πει; Επειδή είμαι μπαμπάς σου και είσαι παιδί μου, όλα καλά; Όχι, θα με κρίνεις. Έτσι με τιμάς, όταν με βάζεις κάτω και με κρίνεις. Τώρα το πώς και με ποια κριτήρια, αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, για την άλλη φορά. Όλα, Λουίζα μου, πρέπει να τα ξανακοιτάμε κάθε τόσο. Να τα αναθεωρούμε, να τα ανασκευάζουμε. Όλα. Η ακινησία είναι θάνατος, τέλμα.
Πάντως μ’ αυτά και μ’ αυτά την οδηγούσε σε επικίνδυνους δρόμους.
― Ρε Λούη, του έλεγα, δεν έχεις αυτό το δικαίωμα. Πού θα φτάσει το παιδί, αν από τώρα το κάνεις να;… Και είσαι τόσο βέβαιος και συ; Του διαλύεις τον κόσμο.
― Τέτοιος που είναι, καλά κάνω. Στο κάτω κάτω το μυαλό της θέλω να ερεθίσω, ν’ αρχίσει να ψάχνει μόνη της. Παρά άλλο ένα κάθαρμα στον κόσμο, καλύτερα έτσι. Μοιχεύεις, δε μοιχεύεις; Άρα κάπου ρετάρει η μηχανή. Σκοτώνει ο άνθρωπος. Δε σκοτώνει; Τουλάχιστον μάθε να το ψάχνεις. Ας αμφισβητήσει και μένα, ξάδελφε. Ας πει αύριο «μπούρδες» έλεγε ο πατέρας μου. Είναι κάτι κι αυτό. Αλλιώς να μείνουμε στο «μην κρίνουμε, για να μην κριθούμε;», αυτό θέλεις;
Πάντως, κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι η Λουίζα από τον περίπατο με τον μπαμπά της, ο Ανάργυρος και η Αλέκα έχαναν τη γη από τα πόδια τους. Είχαν αρχίσει και να τρομοκρατούνται.
― Αυτό είναι τέρας, δεν είναι άνθρωπος, φώναζε η Αλέκα. Πώς μας την έκανε;
― Να μην του την ξαναδώσουμε.
― Ποτέ, τελευταία φορά, έλεγαν και οι δύο.
Τελικά όμως, ο Ανάργυρος, μετά από τις πρώτες εκρήξεις, λίγο λίγο συμφωνούσε με τη Λουίζα.
― Έτσι είναι, Αλέκα, όπως τα λέει.
Και γελούσε.
― Άδικο έχει;
Και την ξανάδιναν για περίπατο στο Λούη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου