Κάποτε βιαζόμασταν

Ο Ευγένιος τεντώνει τα χέρια του να ξεμουδιάσει.
― Καλύτερα στην αγορά να ξεφορτώνω κασόνια, είναι πιο διασκεδαστικό.
Η Ελένη βολεύεται στην κουκέτα κι ακουμπάει το πηγούνι στα γόνατα. Ο Ευγένιος πάει και κάθεται πλάι της. Τα χέρια του είναι λεπτά με μακριά δάχτυλα και ροζ οβάλ νύχια. Ήθελε να γίνει χειρουργός. Ήθελε. Σταμάτησε στον δεύτερο χρόνο, γιατί τον πιάσανε. Ύστερα άρχισε τον τρίτο, μα χρειάστηκε να βγει στην παρανομία. Αργότερα τον ξανάπιασαν. Δεν πρόλαβε ποτέ. Κανείς τους απ’ αυτή τη γενιά δεν πρόλαβε ποτέ. Θα του πήγαινε χειρουργός. Τα χέρια του μπορούν να κάνουν και την πιο λεπτεπίλεπτη δουλειά. Στη Μακρόνησο έσπαζε πέτρες. Στο Παρίσι, τώρα, κουβαλούσε κασόνια στην αγορά. Μονάχα για κάποιο διάστημα αποφάσισε να «αστικοποιηθεί», όπως λέει ο ίδιος. Μετά την τρίτη διαγραφή του από το κόμμα και τη δεύτερη εξορία του. Ήρθε για ένα χρόνο στο Παρίσι κι έμαθε να φτιάχνει κολιέ, βραχιόλια, σκουλαρίκια κι άλλα στολίδια από λεπτό σύρμα. Γύρισε στην Αθήνα κι άνοιξε μπουτίκ. Πήρε κι αυτοκινητάκι. Η Πόπη ήθελε οικόπεδο στη θάλασσα. Βρήκαν σ’ ένα συνεταιρισμό με δόσεις. Να παντρευτείς μια κοπέλα με στήθος Λολομπρίντζιντα, που να τρέχει πρώτη στις διαδηλώσεις, που να σου κουβαλάει τον Δεκέμβρη του '44 μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς — στη μάχη με τους Εγγλέζους — ως και τον μπουφέ της γιαγιάς της για οδόφραγμα και να σου γίνει, ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια, μια παχουλή κυρία, με οικόπεδο σώνει και καλά στη θάλασσα! Γι’ αυτό τον λυπότανε πιο πολύ απ’ όλα η Ελένη. Όταν περνούσε από την μπουτίκ του κι έβλεπε την Πόπη με το ξασμένο φουντωτό μαλλί και τη σκληρή λακ, λες και φορούσε κράνος, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρξε κάποτε η άλλη Πόπη, που στη δεύτερη διαγραφή του Ευγένιου ξεφώνιζε: «Είστε τρελοί! Αυτός είναι πιο παλικάρι απ’ όλους μας...» «Σύντροφοι, χάνουμε τη σοβαρότητά μας.» Αυτό το είπε ο Αχιλλέας. Ο Ευγένιος, στη μάχη των Εξαρχείων, τον Δεκέμβρη του ’44, φορούσε μαύρο χοντρό παλτό κι ένα μακρύ πορτοκαλί κασκόλ που σερνότανε χάμω. «Είχα τις αμυγδαλές μου... αυτό βρήκα μπροστά μου... είναι της μικρής μου αδερφής.» Αυτή ήταν η απολογία του Ευγένιου. Τίποτ’ άλλο. Του καταλόγισαν ένα σωρό. Κανένας δεν τα θυμάται τώρα. Μα όποιον και να ρωτήσει κανείς από κείνη τη συντροφιά, θα πει πως είναι σίγουρος πως τον διέγραψαν για το πορτοκαλί κασκόλ την ώρα της μάχης.
Μετά την 21η Απριλίου του 1967 — που έγινε η δικτατορία — η Ελένη πήγε και τον βρήκε στην μπουτίκ του. Ήτανε σαν τρελός. Όχι γιατί φοβότανε μην τον συλλάβουνε. «Να μας πιάσουν στον ύπνο!» Με δυο εξορίες, παρ’ όλες τις διαγραφές του, ένιωθε πως δεν μπορεί να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ξαφνικά φωτίστηκε το πρόσωπο του και κοίταξε την Ελένη γεμάτος ελπίδα. «Σε στέλνει κανείς;» Τον απογοήτεψε. Ήρθε να του ζητήσει λεφτά. Θέλει να πάρει την κόρη της και να φύγει στο εξωτερικό, ώσπου να περάσει η μπόρα. Αφήνουν πολλούς να φύγουν, λες και θέλουν να τους ξεφορτωθούν, για να μην έχουν τον μπελά να τους πιάνουν όλους. Δεν θέλει να φύγει χωρίς τη μικρή, δεν την αφήνει ούτε στη Λίζα. «Να φύγω. Όσο να περάσει η μπόρα. Λίγους μήνες.» Ο Ευγένιος φουντώνει. «Είσαι τρελή, θα τους έχουμε τουλάχιστο για πέντε χρόνια.» Κόντεψαν να τσακωθούν. Τον είπε απαισιόδοξο και κοντόμυαλο. Ένιωσε ξαφνικά πως παπαγάλιζε κάτι ξεχασμένες φράσεις του Αχιλλέα. Έκανε να φύγει, την τράβηξε απότομα από τη ζακέτα. Άνοιξε το συρτάρι του ταμείου. Η Πόπη έλειπε. Της έδωσε ό,τι είχε μέσα. Τριάντα χιλιάδες. Της έχωσε ακόμα κάτι ψιλά στις τσέπες. Την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Δυνατά. Απελπισμένα. Σαν το στερνό φιλί που δίνουν δυο καταδικασμένοι πριν τους πάνε για εκτέλεση. «Γράψε!» της φώναξε.
Όταν ύστερα από μερικούς μήνες τον είδε στο Παρίσι, απόρησε. Κόντεψαν να χωρίσουν, λέει, με την Πόπη. «Να καθίσεις στ’ αυγά σου, εμείς κάναμε ό,τι έπρεπε στον καιρό μας, ας κάνουν κι άλλοι τώρα.» Αυτό του έλειπε να τρέχει η δικτατορία στους δρόμους κι αυτός να φτιάχνει κολιέ με συρματάκια. Παρακαλούσε να τον πιάσουν, μα ούτε κι αυτή τη χάρη δεν κάνανε σε μερικούς, να γλιτώσουν τουλάχιστον από τα ερωτηματικά: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς δεν ανησυχήσαμε, πώς δεν πήραμε μέτρα; Πώς τους πιάσανε όλους στο κρεβάτι; Δεν μας έμαθαν τίποτα από συνωμοτισμό οι τόσες παρανομίες; Έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάποιον, έστω και απ’ αυτούς που σήκωσαν το χέρι και στις τρεις διαγραφές του. Τον βρήκε τυχαία. «Δεν σε πιάσανε. Ούτε και μένα καθώς βλέπεις.» «Τώρα τι κάνουμε;» «Θα σου μηνύσω.» Του είπε πως ξέρει να φτιάχνει ένα σωρό πράγματα: κολιέ, βραχιόλια, πομπό. «Δεν είναι ακόμα ώρα, θα σου μηνύσω.» Δεν του μήνυσε ποτέ. Είπε στην Πόπη πως θα δοκιμάσει να φύγει, κι αν δεν τον σταματήσουν στο αεροδρόμιο, θα πάει μια βόλτα στο Παρίσι να βρει καινούργιο υλικό για την μπουτίκ. Τον πίστεψε, γιατί οι δουλειές άρχισαν πάλι να πηγαίνουν καλά. «Έσκασα να περιμένω», λέει της Ελένης, «ένα μήνυμα από οποιονδήποτε κι ας ήτανε κι από το Λιοντάρι του Ντανφέρ.»
Το Λιοντάρι του Ντανφέρ!
Ο μόνος που ήξερε καλά γαλλικά από την παρέα ήτανε ο Ευγένιος. Πήγαινε στη Γαλλική Ακαδημία, όπως λέγανε όλοι τότε το Γαλλικό Ινστιτούτο. Τις τελευταίες μέρες πριν την απελευθέρωση, έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση σε κάποια συνοικία της Αθήνας που ήτανε κιόλας λεύτερη. Πρώτη φορά μαζευόντανε στα φανερά τόσοι πολλοί. «Θα έρθει κάποιος από πάνω να μας μιλήσει», είπε ο Αχιλλέας. Κι όπως τόνιζε το «κάποιος» και το «από πάνω» καταλάβανε όλοι πως θα ήτανε μεγάλο στέλεχος. Μια αίθουσα σχολείου κατάμεστη. Μπήκε ένας κοντόχοντρος άντρας, κάθισε στην έδρα του δάσκαλου κι άπλωσε πάνω τις παλάμες του. Δεν χαμογελούσε, δεν μιλούσε, μόνο τους κοίταζε για κάμποσο με μισόκλειστα μάτια. Όλη η αίθουσα κρατούσε την ανάσα της και τον περίμενε ν’ ανοίξει το στόμα του. Η Ελένη καθότανε δίπλα στον Ευγένιο και τον άκουγε κάτι να σκαλίζει στην τσάντα του. Έβγαλε ένα γαλλικό βιβλίο, το ξεφύλλισε, άνοιξε μια σελίδα και μετά το ’βαλε μπροστά της. Ήτανε μια πλατεία του Παρισιού. Η πλατεία Ντανφέρ Ροσερό, που στη μέση είχε πάνω σε βάθρο ένα μπρούντζινο λιοντάρι. 0 Ευγένιος πήρε ένα μολύβι κι έγραψε κάτω από την εικόνα: «Δεν μοιάζει με το Λιοντάρι του Ντανφέρ;» Η Ελένη κοίταξε τον χοντρό άντρα με τα απλωμένα παχουλά χέρια. Ίδιος το συνοφρυωμένο λιοντάρι! Ο Πάνος, η Νίνα και τ’ άλλα παιδιά έσκασαν στα γέλια μετά, όταν τους το διηγήθηκαν. Ήτανε το μόνο μυστικό που είχε η Ελένη από τον Αχιλλέα. Δεν θα γελούσε. Δεν γελούσε ποτέ με τέτοια αστεία, ούτε του άρεσε να τα λένε κι οι άλλοι. Κι αν κάτι έχει μείνει αξέχαστο από κείνα τα χρόνια, είναι που γελούσαν και τις πιο δύσκολες στιγμές. «Δεν είναι μόνο που γεράσαμε», λέει τώρα ο Ευγένιος, «μα χάσαμε και το χιούμορ μας.»
Δεν γύριζε ο Ευγένιος πίσω στην Ελλάδα, κι ας ταξίδευε κομπάρσος σε ψεύτικα τρένα. Δεν γίνεται να κάθεται στην μπουτίκ του και να φτιάχνει κολιέ με συρματάκια σαν να μην συνέβηκε τίποτα. Σαν να μην συνέβηκε τίποτα. Να γυρίσει πίσω να κάνει τι; Αφού όλα διαλύθηκαν και κανείς δεν πρόκειται να του μηνύσει να κάνει κάτι. «Όχι, όχι», ξεφωνίζει με πείσμα ο Πάνος. «Όλα υπάρχουνε, μόνο ξαναφτιάχνονται, πιο γερά. Θέλει υπομονή. Μη βιάζεσαι.» «Κάποτε βιαζόμασταν.» Εκεί αρπάζονται. Λόγια πικρά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου