Στα μέρη μας αγιάζουμε αλλιώς

Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικασταί, κύριοι ένορκοι, η γιαγιά μου κατηγορήθηκε για εμπρησμό και φόνο εκ προμελέτης και αθωώθηκε, ο θείος μου δολοφονήθηκε, ο παππούς μου δολοφονήθηκε, ο αδερφός μου δολοφονήθηκε και εγώ είμαι στο εδώλιο για φόνο.
Δεν έχω ακόμη κλείσει τα είκοσι. Με τη γυναίκα μου κοιμήθηκα μία φορά. Ο θανών διάλεξε τη μέρα του γάμου μου και μ’ ένα μαχαίρι είκοσι πόντων έπιασε και λιάνισε τον Σήφη μας, το φυλαχτό της οικογένειάς μας. Κύριε πρόεδρε, γιατί να μαχαιρώσει όταν όλοι έχουμε μπιστόλια; Και γιατί τον Σήφη, που ήρθε στο χωριό να τραγουδήσει, κι όχι εμένα, που ήμουνα βοσκός, καθημερινά παρών και στο κάτω κάτω δίδυμος; Ο θανών ζήλεψε τη φωνή και τη δόξα του νεκρού αδερφού μου. Που είχε υπογράψει συμβόλαιο για εμφανίσεις στο Μαϊάμι, αγαπητός παντού. Που έβγαζε ασπροπρόσωπους τους δεύτερους Ρουσιάδες, εμάς.
Ο θάνατος έγινε στη μεγάλη πίστα, όπου λίγο πριν γλεντούσαμε και χορεύαμε, κάτω από τη λεύκα του καφενείου.
Όπως είπε στη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία, ο φίλος και προξενητής Ξυλάς, ο νεκρός βγήκε από το αγροτικό, περπάτησε ίσαμε τη λεύκα, κρύφτηκε και την κατάλληλη στιγμή έπεσε πάνω στο παιδί. Δεν ήτανε σωστός. Οπλοφορούσε ακόμη και τα Χριστούγεννα. Να τον δει η Παναγία να της κοπεί το γάλα, ν’ αφήσει νηστικό τον ίδιο τον Χριστό. Η μάνα του και η γυναίκα του του βάζανε λόγια, τον λέγανε χέστη, γινότανε παπόρι. Κάθε βδομάδα και καβγάς. Πότε γιατί από το αποθηκάκι της σταφίδας καποιανού τρέχανε ζουμιά και μάζευαν κουνούπια, πότε γιατί ξεχνούσε πού είχε βάλει τα σμιριδόπανα και νόμιζε πως του τα είχανε κλέψει.
Ήτανε τα παλιά αίματα στη μέση, αλλά ο δίδυμος αδερφός μου κι εγώ δεν πηγαίναμε γυρεύοντας. Ο Σήφης είχε φωνή, εγώ έναν καιρό πήγα μαθητευόμενος στα Χανιά σε στρωματέξ, αλλά σηκώθηκα κι έφυγα, γύρισα στο βουνό γιατί αγαπούσα τα πρόβατα. Η ζωή μου όλη ήταν το κοπάδι, ούτε εξήντα ζώα. Ποτέ μου να μη γίνω σαν τους κοκαλογλείφτες μεγιστάνες της μπριζόλας. Μόνο να ανηφορίζω στα Κρούσια, να πίνω από τα πηγάδια τους.
Παλιά ο θανών είχε το μοναχογιό του στο σχολειό μας. Σαν παιδιά, με τον Σήφη μας σημαδεύαμε όχι με το όπλο μα με το όργανό μας μια χελώνα στα τρία μέτρα και, μετά συγχωρήσεως, την κατουρούσαμε. Παραμονεύαμε μετά τον γιο του αλλουνού, που έβαζε το ίδιο σημάδι μα κατάβρεχε το παντελόνι του. Και όταν ψωμίζανε τα στάρια, τα κριθάρια και μαύριζε το γένι τους απάνω στο στάχυ, εκείνο αμολούσε την κατσίκα τους στον αγρό και τα γεννήματα πήγαιναν στράφι. Τα βλέπαμε, αλλά δε βγαίναμε να λέμε το παιδί βλάκα. Προσέχαμε.
Πρόπερσι ο θανών έδιωξε τον γιο του στην Αμερική, είχε πεθάνει και η μάνα του, που ήταν κακός άνθρωπος, όλους τους στόλιζε γομάρια, τομάρια, παλιοτόμαρα, πιστέψαμε ότι μπήκε τέλος στα αίμα. Ξεστελιώσαμε το τόμιγκαν και δυο ακόμη ντουφέκια, που ήταν τοποθετημένα από τη μέσα μεριά σε πόρτες, παράθυρα και ονταδάκια, από παλιά, από πάντα.
Όταν είδα τον Σήφη μας σφαγμένο, αδερφέ μου, αδερφέ μου, φώναζα. Φώναζα κι έφευγα. Κι άκουγα ως πέρα τη μάνα μου να λέει, που να τον βρούνε με τις μύγες τον κανάγια. Χίλια, δυο χιλιάδες μέτρα μακριά κι εγώ την άκουγα παρ’ όλο που η μάνα μου ώσπου πέθανε μιλούσε και μοιρολογούσε ψιθυριστά, άφωνος άνθρωπος.
Να τον πάρει ο Χάρος να μπω κι εγώ κουμπάρος, πήρα την απόφαση, τα λεφτά που είχαν μαζευτεί στο δίσκο του γάμου τα χάλασα να τον παρακολουθώ σε Χανιά και Σούδα, σε πλοίο και Πειραιά και Αθήνα, για μέρες, χαλυβδοσωλήνες Χαράκογλου, σκαλοτεχνικές, σούστες ο Μιχάλης, γαύρος-γαρίδες και σπληνάντερα, Κατράντζος-σπορ και ξενοδοχείο «Λαμία». Δεν είχε μαζί τους σκύλους του, που στο οροπέδιο τρέχανε πενήντα μέτρα μπροστά και γάβγιζαν τους υπόπτους. Έστρεφε πίσω, μα ο Θεός τον στράβωνε και δε με ξεχώριζε μες στους Αθηναίους.
Στην Ιωάννου Δροσοπούλου έγινε ένας κόσμιος φόνος. Και πήραν τέλος όλα για όλους. Για τον σκοτωμένο, για μένα, για τη γυναίκα του.
Μακάρι να μην τον είχα φάει. Αν ήταν ζωντανός και ο δίδυμος αδερφός μου, θα ζούσε τώρα και το θύμα μου. Αλλά μετά τη σφαγή του Σήφη δεν θα μπορούσα να σταθώ στο χωριό. Και οι ψυχές μας, του νεκρού Σήφη, η δική μου, της μάνας και της γιαγιάς δε θα βρίσκανε το δίκιο και το νόημά τους. Στα μέρη μας αγιάζουμε αλλιώς, κανείς δεν ξεφεύγει από το χρέος, ως και ο Θεός πάει πάσο.
.......Μόνο που το ψεύτικο σκηνικό ησυχίας που είχε στήσει ο θανών, να βάζει γραμμάτια για αγροτικό αμάξι και στο πανηγύρι του Αστράτηγου να ξαφρίζει τα κρέατα στο καζάνι και να καθαρίζει ο ίδιος τα κρεμμύδια για το στιφάδο, ξεγέλασε και τη γυναίκα μου και με παντρεύτηκε. Το μίσος του ήταν τόσο, που δε με άφησε να χαρώ ούτε ένα χρόνο, ούτε ένα μήνα. Έριξε το αστροπελέκι του τη νύχτα του γάμου. Και την έκανε στάχτη κι εκείνη. Αλλά οι έξυπνες γυναίκες δεν παίρνουνε άντρες από μπλεγμένα σόγια, γιατί όλα είναι μπαρούτι.







2 σχόλια:

  1. Καταπληκτικό βιβλίο, ένα από τα καλύτεα βιβλία των τελευταίων ετών, μπορείται να δείτετην παρουσίαση και στο δικό μου blog.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πράγματι πολύ ωραίο βιβλίο.
    Την παρουσίαση στο δικό σου blog, δεν ξέρω για πιο λόγο, αλλά δεν μπορώ να τη βρώ. Όταν πηγαίνω από το ψαχτήρι στο "Καρυστιάνη", μου βγάζει μήνυμα "Λυπούμαστε, αλλά ψάχνετε κάτι που δεν βρίσκεται εδώ."

    ΑπάντησηΔιαγραφή