Το χρέος παλιώνει μα δε λιώνει

Ο Σήφης Ρουσιάς, αφού αθωώθηκε για το φόνο του άλλου Σήφη Ρουσιά, του ξαδέρφου του, πρόσεχε μην πάει από το χέρι του Μύρωνα, μικρού αδερφού του σκοτωμένου κουρέα, που πολλοί του βάζαν φυτιλιές, το χρέος παλιώνει μα δε λιώνει.
Από εφτά οχτώ χρόνων όλα τα ξαδέρφια ήξεραν καλό σημάδι, δασκαλεμένα από κοινού από τους πατεράδες τους πριν τον πόλεμο, τότε που ψηλός και κοντός δεν είχαν φανερές έριδες.
Ο Μύρων όμως, το 1953, λίγες μέρες μετά τη βάφτιση των δίδυμων αγοριών του, Κυριάκου και Ιωσήφ, καμιά πρωτοτυπία στα ονόματα, αρρώστησε και πέθανε αδιάγνωστος, τρέχα γύρευε από τι, στα Αγόρια, που είχε ανεβάσει τα ζώα για ξερό χορτάρι. Η Ρούλα του, η περίφημη ζαφειρομάτα, χήρα στα είκοσι τρία.
Ο άλλος πάλι, ο Σήφης, με δυο μικρές κόρες και δίχως γιο, στρίμωξε τη γυναίκα του Γαλατεία και την ξεβράκωσε μετά την πρώτη πανσέληνο, μια ολόκληρη νύχτα την είχε με τα πόδια ανοιχτά και τη μούλιαζε για να συλλάβει αγόρι και φαίνεται πως αυτή τη φορά το είχαν σίγουρο, γιατί όλο της μυρίζανε φαγιά της εγκύου, κρέας με μπάμιες και λαγός στιφάδο.
*-*-*-*-*
Η ζωή περνούσε με τα ίδια. Σπίτι, κοτέτσι, μαντρί και μελίσσι. Ήτανε φθινόπωρο πια, οι ομίχλες γλείφαν τα βουνά και οι σόμπες κάπνιζαν. Ο κοντός, ο πατέρας του νεκρού κουρέα, αποφυλακίστηκε εκείνη την εποχή, στις 7 Οκτωβρίου 1953. Πήγε στα μέρη του βαρύς, δεν έδινε το παρόν στο καφενείο, τον χάσανε. Μιλούσανε για την κοψιά του, αλλόκοτος, μουστάκι ξανθό, μαλλί ψαρό, φρύδι μαύρο, ο θεός της φυλακής είχε μπογιαντίσει το κεφάλι του με περισσεύματα.
Ο κοντός κόπρισε το χωράφι, έσπειρε βίκο και δυο κουκιά, επιδιόρθωσε το μπουρί της θερμάστρας και πήγε την Αθηνούλα στον γιατρό για τα γόνατά της, που είχαν γίνει τούμπανα.
Πέρασε έτσι ένας πολύ προσεχτικός μήνας, δεν υπήρξαν συναντήσεις με το πέρα σόι, δεν δόθηκε λαβή.
*-*-*-*-*
Ο άλλος Σήφης, στις 22 Νοεμβρίου, χαιρέτησε την εγκυμονούσα Γαλατεία και πήρε το Δ/Π «Κανάρης» για την Αθήνα, δουλειές, δηλαδή προμήθεια καινούργιου όπλου, το παλιό, από κείνα που είχαν αφήσει οι Εγγλέζοι μετά τον πόλεμο, πάθαινε αφλογιστία. Θα αγόραζε και σφαίρες, για να πανηγυρίσει τη γέννηση του περιπόθητου αρσενικού και για να του βρίσκονται. Κάπνιζε το τσιγάρο του στην τρίτη θέση, όταν είδε από μακριά τον θείο του να πατάει δαγκωνιές σ’ ένα κομμάτι γραβιέρα και να του ρίχνει πλάγιες ματιές, ματιές τσεκουριές.
Ο Σήφης σηκώθηκε, πάτησε κάτω τη γόπα, σπρώχνοντας τους στριμωγμένους ταξιδιώτες και ακολουθούμενος από τον μπάρμπα του, πέρασε τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και τις κακοφωτισμένες σκάλες και βγήκε στο κατάστρωμα. Είχε εφτά μποφόρ και το Κρητικό πέλαγος ήταν αυστηρό με το καράβι. Έκανε ψόφο. Παντού πιτσιλισμένα. Γύρω ψυχή.
Το μπαμ δεν ακούστηκε, το ρούφηξε το κύμα και ο αέρας. Πεθαμένος και ζωντανός τη βγάλανε στο κατάστρωμα ως το χάραμα που πιάσανε Πειραιά και τους πήρε πρέφα ένας νεαρός του πληρώματος. Είχανε ξυλιάσει και οι δυο. Ο κοντός έκανε το σταυρό του, φίλησε το όπλο και το παρέδωσε στο παιδί, που φοβόταν να το πάρει, και του υπέδειξε να το ακουμπήσει κάτω, στα βρεμένα σανίδια του καταστρώματος.
........Ειδοποιήθηκε το Λιμενικό και τους μάζεψε, είναι ο πρώτος μου φόνος, όχι ο δεύτερος, είπε ο κοντός, ενώ ο αξιωματικός, τυλιγμένος σε κασκόλ, σα ντολμάς, έβηχε και έβριζε, γαμώ τον αντίθεό σας, κωλοκρητικοί, και δεν αντέχω να βλέπω από κοντά αληθινούς πεθαμένους.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου