Η κυρία Φρίμαν δεν ονειρεύεται

Και δε βλέπω γιατί να φύγουμε από την Άνδρο και να πάμε σε κάποιο άλλο νησί. Τι ν’ αλλάξουμε και γιατί. Εδώ τα έχουμε όλα. Το δωμάτιό μας με τα καθαρά σεντόνια, με τη βεράντα, την κουζίνα μας με τα δυο ψυγεία, με το γκάζι μας, με τα παγωμένα φρούτα μας.
Μια χαρά όλα. Και από θέα το ωραιότατο λιμανάκι του Μπατσί, χωρίς τα φοβερά φεριμπότ που μοιάζουν με σκάφες. Το λιμανάκι μας γαλάζιο μέχρι πλήξης. Τότε ήταν το ίδιο, όμως μ’ ελάχιστα σπίτια. Τότε θυμάμαι ένα ξενοδοχείο μονάχα. Λίγα παράθυρα, μια ταρατσούλα. θυμάμαι, ήταν Πάσχα και μέναμε κάπου εκεί στα δεξιά, δίπλα στο φούρνο. Τότε ήταν διαφορετικά, νομίζω. Λέω τότε, αντί να πω πριν είκοσι πέντε χρόνια.
Είναι κάτι φοβερό, γιατί τα θυμάμαι όλα ακίνητα. Ακόμα και μας ακίνητους κάτω από κάτι αμμόδεντρα. Πολλά χρόνια. Ας είναι. Ήταν Ανάσταση και φάγαμε μαγειρίτσα στο μικρό εστιατόριο με τα κεριά αναμμένα... Νόστιμη ήταν, σπιτικιά, που λέμε. Όχι, δηλαδή, πως είμαι κανένας κοιλιόδουλος, λίγο φαί, αλλά καθαρό και νόστιμο. Έτσι είναι το σωστό. Μια χαρά είμαστε λοιπόν εδώ στην ωραία μας ακρογιαλιά, σχεδόν μόνοι, όπου να ’ναι τα παιδάκια θα φύγουν, δε βαριέσαι, άσ’ τα να φωνάζουν, θα φύγουν κάποτε. Έχουμε και τη φέτα μας, ν’ αγοράζεις πάντα μαλακιά φέτα, γιατί η σκληρή τρίβεται σαν ασβέστης. Έχουμε τις ντομάτες μας, το αλάτι μας, το αγγουράκι μας, το φρέσκο ψωμί μας. Τι άλλο θέλουμε. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως νοστιμιά είναι απλούστατα η όρεξη που έχεις.
Γιατί λοιπόν ν’ αλλάξουμε νησί. Όχι, πες μου. Έχω κι εγώ αυτή εδώ τη γωνιά, όπου ξαπλώνω στη σκιά μ’ ένα στρώμα φύκια και συ πάλι απολαμβάνεις τον ήλιο και σιγοψήνεσαι όσο θέλεις. Κι έχει μια περίεργη υγρή δροσιά με μυρωδιά ιωδίου αυτή η σπηλιά. Όχι δα και σπηλιά, αλλά, ας πούμε, μια κοιλότητα βράχου και μ’ αρέσει πολύ όπως μέσα από αυτή τη σπηλιά βλέπω έξω να φλέγεται ο τόπος. Είναι ωραία που πίνω έτσι το ούζο μου. Το ούζο είναι παυσίπονο. Έτσι μου είχε πει κάποτε η κυρία Φρίμαν. Το οινόπνευμα είναι παυσίπονο. Τότε δεν έπινα. Η κυρία Φρίμαν έχει περάσει τα ενενήντα. Μια γυναίκα με φοβερή θέληση. Καθετί που δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλει αυτή το θεωρεί σαν προσωπική προσβολή, σαν ασυγχώρητη αδικία. Γιατί όμως μίλησα για την κυρία Φρίμαν; Α, ναι. Θυμάμαι πως μου είχε πει ότι το οινόπνευμα δίνει αναστολή στο άγχος, αλλά δε θεραπεύει. Και είχε δίκιο.
Έχεις, ας πούμε, ανησυχία, τέλος πάντων δεν αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου ούτε με τους ανθρώπους, γενικά δεν αισθάνεσαι καλά. Αυτά τα πράγματα δεν εξηγούνται, είναι έτσι, ή καταλαβαίνεις ή δεν καταλαβαίνεις. Παίρνεις λοιπόν ένα ποτήρι κονιάκ και το κατεβάζεις μονορούφι. Φυσικά, πριν φτάσεις σ’ ολόκληρο ποτήρι, έχεις γίνει ήδη αλκοολικός. Αυτό να λέγεται. Αισθάνεσαι σαν να κεραυνοβολήθηκες. Ένα κάψιμο απ’ το λαιμό μέχρι το στομάχι. Ένα ρίγος, κάτι σαν σπασμός. Μετά αμέσως μια χαλάρωση στο σώμα, που σε λίγα λεπτά μετατρέπεται σε ψύχραιμη ευφορία. Ξαφνικά όλα γύρω σου αποκτούν μια εκπληκτική διαύγεια. Μια ένταση, αλλά κυρίως διαύγεια και μεγέθυνση. Μαζί όμως μ’ αυτή την καθαρότητα έχεις και μια εύθυμη διάθεση. Αποκτάς, θα έλεγα, μια καλοσυνάτη υπεροχή. Όλα είναι φιλικά και τεμπέλικα. Υπάρχει μέσα σου κάτι μεταξύ αδιαφορίας και μεγάλης τρυφερότητας για όλους και για όλα. Ακόμα και τον εαυτό σου τον παρακολουθείς με συμπάθεια, σαν κάτι ξένο, τον βλέπεις από κάποια απόσταση, σαν να είσαι εσύ ασφαλισμένος κι αυτός κάπου μόνος του κι εκτεθειμένος.
Αυτή η ευδαιμονία μπορεί να διαταραχτεί από το παραμικρό. Ξαφνικά θυμάσαι πως κάποια μέρα, πριν τρία χρόνια, συνάντησες κάποιον παλιό φίλο, που μέχρι να πεθάνει στα πενήντα πέντε του χρόνια από εγκεφαλικό, κατάφερε να γίνει τα πάντα, από κομμουνιστής μέχρι ορθόδοξος χριστιανός και μάλιστα να έχει θέση στην Αρχιεπισκοπή. Κυκλοφορούσε τώρα ντυμένος στα σκούρα, χειροφιλήματα στους παπάδες, ακόμα και η φωνή του άλλαξε, έγινε που λες μελωδική, ψευτοτρυφερή, σαν να μιλούσε σε πονεμένους, σε ετοιμοθάνατους και ήταν μια λέρα, τι να σου πω, μια εξαίσια λέρα, σπάνια να συναντήσεις έναν τέτοιον άνθρωπο στη ζωή σου, γιατί ήταν ευφυής, χωρίς όμως ταλέντο για μεγάλες απάτες, χωρίς φαντασία, να μικροβολευτεί ήθελε όλο κι όλο. Τον συναντώ, που λες, λοιπόν, γεια σου, του λέω με δυσφορία, αυτός εγκάρδιος, αγαπητέ Πέτρο, χαθήκαμε, μου λέει, τι αγαπητέ Πέτρο, του λέω, μήπως έγινες πατριάρχης και δεν το έμαθα. Με ειρωνεύεσαι που είμαι χριστιανός, δεν πειράζει, λέει, μια μέρα θα βρεις την αλήθεια και τότε η ζωή σου θα είναι η αγάπη για τους άλλους, γιατί μόνο αυτή μετράει. Και τώρα, που λες, χαμογέλασα και είπα, μπορεί, άντε, γεια σου. Γεια σου, μου είπε, και να ξέρεις πως η ματαιοδοξία και η απληστία δεν οδηγούν πουθενά. Πάλι χαμογέλασα κι έφυγα. Και, που λες, όταν πιεις εκείνο το ποτήρι με το κονιάκ και είσαι ήρεμος και αυτάρκης και επιεικής, ξαφνικά το αίμα σου ανεβαίνει σαν ποτάμι στο κεφάλι, μια λύσσα σε πιάνει, γιατί θυμήθηκες το φίλο που συνάντησες. Τι λες, βρε αλήτη του κερατά, σκέπτεσαι, τι λες, βρε κάθαρμα του κερατά, που χωρίς βρακί ξεκίνησες και χωρίς ποτέ σου να δουλέψεις, έτσι με το γλείψιμο και τη ρουφιανιά τα κατάφερες να έχεις έξι μαγαζιά και τέσσερα διαμερίσματα, χώρια είκοσι στρέμματα σε τουριστικές περιοχές, βρε αλήτη..., όμως δυστυχώς δεν τα είπες και τώρα αφρίζεις κυριολεκτικά. Μ’ ένα ποτήρι κονιάκ, ακόμα κι όταν δεν είσαι μεθυσμένος, παραπαίεις σε αναμνήσεις ταυτόχρονα δυσάρεστες κι ευχάριστες. Λυπάσαι για πράγματα που έκανες και άλλα που δεν έκανες, όχι όμως ψύχραιμα. Όλα μοιάζουν σαν να γίνονται τώρα. Μια απερίγραπτη κατάσταση. Αλλά ας πιω λίγο ούζο. Η κυρία Φρίμαν, που λες, από μικρή δε μετάνιωνε ποτέ για τίποτα. Το κακό και το καλό ήταν γι’ αυτή δυο διαφορετικά πράγματα. Πάντα της ήθελε το καλό το δικό της και των άλλων. Άρα πάντα είχε δίκιο. Αργότερα, όταν παντρεύτηκε το Φρίμαν και, μετά από πολλές σκέψεις, αποφάσισε πως κι ο Φρίμαν είχε σχεδόν πάντα δίκιο. Ναι, τον υπεραγαπούσε και τον εκτιμούσε σαν επιστήμονα, τον θαύμαζε για την ακεραιότητά του, αλλά σε σύγκριση μαζί της τον θεωρούσε σαν ένα πανέξυπνο μογγολάκι. Η κυρία Φρίμαν δεν ονειρεύεται. Σχεδιάζει τη ζωή της, αλλά δεν ονειρεύεται. Ας είναι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου