Αυτή ήτανε η γενική λεηλασία

....

― Πότε κάψανε το χωριό. Ανήμερα του Αγηλιός. Το ’44. Το ’44 στις 20 Ιουλίου. Είχαν κάψει πριν εφτά σπίτια. Εφτά σπίτια τέσσερους μήνες πιο μπροστά. Την άνοιξη. Πρώτα κι αρχή κάψανε τα δυο Κυρελέκα. Ένα εκεί που είναι ο Ταμπάκης τώρα και το άλλο της Άννας Κυρελέη. Εκείνο ήταν το πατρικό τους. Εφτά σπίτια σύνολον και μετά τον Ιούλιο ανήμερα του Αγηλιός.
― Πότε είναι του Αγηλιός;
― Στις 20 Ιουλίου. Έκαψαν 170-180 σπίτια.
― Εσύ που βρισκόσουνα;
― Στο κρεβάτι, κοιμόμουνα. Μπήκανε μέσα στο σπίτι, σπάσανε την πόρτα. Πέντε η ώρα το πρωί. Μας βγάλανε και μας συγκέντρωσαν στον ΟΤΕ. Ήταν πριν μια αλάνα και άραζαν τα αυτοκίνητα. Άλλά δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, τα είχε επιτάξει η Αλβανία. Ένα γκαζοζέν μονάχα του Γαλαξύδη. Από πάνω ήτανε το σπίτι του γερο-Μπούρδα. Και από κάτω ακριβώς το καφενείο του Μέγγου. Καφενείο και στον όροφο ξενοδοχείο που δεν υπήρχε καλύτερο σε όλη την Ελλάδα. Εκεί είχαν στήσει τα πολυβόλα και μας είχαν στριμώξει σ’ αυτή την αλάνα. Τον κόσμο όλο. Πέντε η ώρα το πρωί. Πεντέμισι. Όσοι ήσαν πονηροί άρχισαν λίγο λίγο να σούρνουν. Γιατί βλέπανε τα πολυβόλα, βλέπανε τις διαθέσεις των ανταρτών. Εφτά και τριάντα η ώρα με οχτώ. Μας κράτησαν εκεί μες στον ήλιο ίσαμε τις δέκα. Και ύστερα μας πήγαν στον Άγιο Παντελεήμονα.
― Πόσοι ήσαστουν;
― Όλο το Καστρί. Και από Μεσορράχι και από Καράτουλα και από Ρούβαλι.Είχαν μαζέψει τους αντιδραστικούς όλους, τους λεγόμενους. Τους αντιδραστικούς στο Κουκουέ. Όλους. Αυτοί υπό την αρχηγία του Πρεκεζέ και του Κονταλώνη. Μάλιστα. Μας πήγαν στον Άγιο Παντελεήμονα, μέσα στα πεύκα. Αλλά οι σύνδεσμοί τους, τα παρατηρητήρια, πήραν χαμπάρι κατά τις δώδεκα ότι έρχονται οι Γερμανοί από Τρίπολη. Και έδωσαν σινιάλο. Βάλανε τότε μια επιτροπή κι άρχισαν να διαλέγουν, ποιος είχε και ποιος δεν είχε αδερφό πατέρα συγγενή, στα Τάγματα Ασφαλείας. Και όποιος δεν είχε τον άφηναν νε φύγει. Εν τω μεταξύ τα σπίτια καιγόντουσαν. Εκατόν ογδόντα σπίτια. Από το πρωί, από τις πέντε και τριάντα. Από τις έξι η ώρα άρχισαν.
― Όταν σας είχαν δηλαδή εκεί μέσα, στην αλάνα του ΟΤΕ.
― Πρώτα μας μάζεψαν εκεί. Και πρώτα έβαλαν φωτιά στο σπίτι του Παναγιώτη του Χάγιου. Με την ίδια αφάνα βάλανε στου Στρίφα. Στου Χωραΐτη ύστερα. Έκαψαν το καφενείο του Μέγγου. Το καλύτερο ξενοδοχείο της Ελλάδος. Και από κει, με την ίδια φωτιά, έκαιγαν το ένα σπίτι μετά το άλλο.
― Ήτανε κανένας ντόπιος ανάμεσα σ’ αυτούς;
― Είχε κάνει τη δουλειά της η εφταμελής επιτροπή.
― Η εφταμελής επιτροπή ήσαν ποιοι;
― Έξι άντρες και μια γυναίκα. Η μεγαλύτερη, η βαρύτερη – επιφυλάσσομαι.
― Λέγε.
― Η γυναίκα, η οποία και ψήφισε να καεί το Καστρί ήτανε η Ελένη Γαγά. Η πρώην Ελένη Τόλια. Αυτή. Τα άλλα όλα είναι μηδέν.
― Οι άλλοι στην εφταμελή;
― Πεθάνανε όλοι. Σκοτωτοί.
― Ο Χαρούλης;
― Ναι.
― Ποιος άλλος;
― Απ’ ό,τι έχω ακούσει. Γιατί τότε ήμουνα δεκατριών χρονών. Γιάννης Βελισσάρης, Γιώργης Βελισσάρης. Για τον Γιώργη δεν ξέρω ακριβώς. Ένας από τους δύο. Ήτανε εφτά η εφταμελής επιτροπή. Τους οποίους είχαν καταφέρει, είχαν φοβήσει και ψήφισαν να καεί το Καστρί. Αλλά η βαρύτερη ευθύνη ήταν εκεινής.
― Εντάξει, το είπες αυτό. Άλλους ξέρεις;
― Μαγούλης, Χαρούλης, Βελισσάρης, τρεις. Ελένη τέσσεροι. Δεν θυμάμαι τους άλλους. Σαράντα χρόνια. Αρχίζει να ξεχνάει κανείς, τα στέλνει στο Διάβολο.
― Μετά τι έγινε; Μετά τη φωτιά;
― Όταν αυτοί κάψανε τα σπίτια. Δεν αφήσανε τίποτα. Εκατόν ογδόντα σπίτια. Και όλα τα σπίτια είχανε από δύο και τρία κορίτσια. Όλα τα σπίτια είχανε από δύο και τρεις προίκες. Όποιος τα θυμάται αυτά. Γιατί πριν την Κατοχή η κάθε κοπέλα έπρεπε να έχει ό,τι θα χρειαζόταν για όλη της τη ζωή. Να το έχει φτιάξει η ίδια. Σεντόνια υφαντά στον αργαλειό, κουβέρτες, προσόψια, όλα. Όλα  να τα φτιάχνουνε μόνες τους. Τα χίλια δυο πράγματα. Μέχρι μηχανή ραπτικής. Ώστε αύριο που θα παντρευόντουσαν να ανοίξουν το δικό τους νοικοκυριό. Μάλιστα. Τώρα αν η μια είχε, η άλλη δεν είχε, εγώ ξέρω τούτο. Από Καστρί μέχρι Παλαιοχώρι Κυνουρίας είχαν επιτάξει τα μουλάρια όλα.
― Και παίρναν τις προίκες.
― Ό,τι υπήρχε μέσα στα σπίτια. Σε καμένα και άκαυτα. Σπίτια λεηλατημένα.
― Εσείς από κει πέρα τα βλέπατε τα μουλάρια που φεύγανε;
― Τα βλέπαμε. Όταν μας απόλυσαν. Γιατί έπεσε το σήμα ότι έρχονται οι Γερμανοί από Τρίπολη. Μαζί με τους ντόπιους των Ταγμάτων. Τότε μας άφησαν. Αλλά όταν έφτασαν εδώ οι Ταγματασφαλίτες τα σπίτια ήσαν όλα ασβεστοκάμινα.
― Και έκαψαν τα υπόλοιπα εκείνοι.
― Έκαψαν δυο-τρία-τέσσσερα σπίτια. Για αντίποινα. Αλλά όχι την ίδια μέρα. Ξαναήρθαν αργότερα. Για αντίποινα. Του Βελισσάρη, του Μαύρου.
― Ναι.
― Διότι ο Νίκος Μαύρος ήταν ένα στέλεχος.
― Ο καπετάν Φούριας.
― Ο καπετάν Φούριας. Το μεγαλύτερο, το βαρβαρότερο στοιχείο, στο Καστρί εδώ. Ενώ οι Βελισσάρηδες, αν το πάρουμε έτσι. Αυτοί ήσαν μαλθακοί. Ο ένας δικηγόρος, ο άλλος ως διπλωμάτης που ήτανε, γιατί είχε βγάλει και το γυμνάσιο, κράταγαν πισινή αυτοί. Ο καπετάν Φούριας όχι. Πάντως εκείνο που θυμάμαι είναι ότι –
― Από την πυρκαγιά;
― Από την πυρκαγιά. Κι αυτό είναι ότι ήρθανε άνθρωποι άγνωστοι τελείως κι αυτοί είχανε εδώ μέσα τους σούρτες και τους δείχνανε πού έκρυβε η μάνα μου η μάνα σου η μια η άλλη, πού είχανε κρύψει τα πράγματά τους, και τα προδίνανε και πήγαιναν άνοιγαν τα λεγόμενα καταφύγια και τα έπαιρναν. Αυτή ήτανε η γενική λεηλασία.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου