Πολλές φορές, όταν είχαμε παρέα τ’ απόγεμα κι ερχόταν η κουβέντα σ’ αποτυχημένους γάμους και διαζύγια, η κυρα-Εκάβη εξήπτετο κι άρχιζε ν’ αγορεύει. Ήταν υπέρ της αμοιβαίας κατανοήσεως, ή τουλάχιστον της αμοιβαίας ανοχής των συζύγων. Πίστευε ακράδαντα στο ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω. «Ανάμεσα στ’ αντρόγυνο», έλεγε, «δε χωράει ούτε τρίχα. Κι αν σας τα λέω όλ’ αυτά, είν’ επειδή στάθηκα κι εγώ άτυχη στο γάμο μου…»
«Της ξεμυάλισε τον άντρα της η πρώτη της ξαδέρφη!» επενέβαινα εγώ για να την ενθαρρύνω. «Πες τα, βρε κυρα-Εκάβη, για να περάσει κι η ώρα! Εγώ, το ξέρεις, δε βαριέμαι να σ’ ακούω.»
«Εσύ, μπορεί να μη βαριέσαι να μ’ ακούς, μα εγώ έχω βαρεθεί ν’ ακούω τον εαυτό μου. Έρχονται στιγμές που ακούω τη φωνή μου, και μου ’ρχεται να ξεράσω.. Μου τον ξεμυάλισε η βρώμα. Του ’κανε μάγια. Ένα βράδι είχαμε πάει στο θέατρο οι τρεις μας… Μη βλέπετε πώς έχω καταντήσει τώρα. Την εποχή εκείνη είχα σπίτι με τρία πατώματα, δυο υπηρέτριες και δικό μου αμάξι. Ο άντρας μου ήταν έμπορος. Πασίγνωστος στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Όπου ακούγανε πως είσαι κυρία Λόγγου, σου ’καναν δέκα τεμενάδες. Είχαμε σχέσεις με την καλύτερη κοινωνία. Μια φορά έβαλε κάλπη για να βγει και βουλευτής. Όπως όλοι οι άντρες, είχε κι αυτός μανία με τα πολιτικά. Μα κέρδισε τότε τις εκλογές ο Βενιζέλος. Ο άντρας μου ήταν βασιλικός ως το κόκαλο, και την ψυχή του έδινε για τον Κωνσταντίνο. Την εποχή εκείνη είχε αρχίσει ο διχασμός Κωνσταντίνου-Βενιζέλου. Το σπίτι μας είχε καταντήσει πολιτικό κέντρο. Μαζευόντουσαν όλοι οι εξέχοντες βασιλικοί στο σαλόνι μας, και κάνανε συμβούλια επί συμβουλίων. Και δώσ’ του αράδα τα τραπέζια. Ταΐζαμε τους χωριάτες για να τον ψηφίσουν. Την εποχή εκείνη δε σε ψήφιζε κανείς αν δεν του ’βαζες κάτι στο χέρι. Τα ’βλεπα και συγχυζόμουνα. Με το μικρό μου, το γυναικείο μυαλό, πρόβλεπα πως η ιστορία αυτή δε θα ’χε καλά ξεμπερδέματα. Κι εγώ αγαπούσα το βασιλιά, μα ήμουνα της γνώμης πως δεν έπρεπε ν’ ανακατεύεται στα πολιτικά. “Τι πράματα είν’ αυτά, βρε Γιάννη;” του ’λεγα. “Παράτα, κακομοίρη μου, τον Κωνσταντίνο κι άντε με το Βενιζέλο να φας ψωμί! Χαρά στην προκοπή που είδαμε και με τους βασιλιάδες! Αν, ο μη γένοιτο, χάσεις μια μέρα την περιουσία σου, θα γυρίσει άραγε ο Κωνσταντίνος να σε κοιτάξει;” Μα οι άντρες δεν έχουνε μυαλό. Είναι σαν τα παιδιά. Όλα τα θυσιάζουνε για μια ιδέα. Παρατούσε τις δουλειές του κι έτρεχε στη Χαλκιδική κι έβγαζε λόγους. Έταζε στους χωριάτες λαγούς με πετραχήλια. Στο τέλος έφαγε τη χυλόπιτα. Περιουσία έχεις, σου λέει ο θεός. Ο κόσμος σ’ υπολήπτεται. Έχεις μια οικογένεια που σε λατρεύει. Και δε σε φτάνει; Θέλεις να βγεις και βουλευτής; Στάσου να σου δώσω εγώ μια γερή στον πισινό να σε βάλω στη θέση σου… Στεναχωρέθηκε. Πήγε να πεθάνει απ’ το κακό του. Νόμιζε πια πως ήταν σ’ όλα αήττητος. Για να ξεχάσει, με πήρε και πήγαμε για ένα μήνα στη Βιέννη. Εκεί έπρεπε να σας έχω από μια μεριά να δείτε πώς ζει ο κόσμος. Τι παλάτια ήταν εκείνα, τι θέατρα, τι καφενεία! Σαν όνειρο τα θυμάμαι. Με λίγα λόγια είχαμε τον τρόπο μας. Σκέφτηκα λοιπόν – να! στα μάτια μου! κάθε φορά που το θυμάμαι, μουτζώνομαι – σκέφτηκα: Εκάβη, εσύ πέτυχες στη ζωή σου. Πήρες καλόν άντρα. Έχεις καθήκον να βοηθήσεις τους συγγενείς σου… Η αδερφή μου η Αφροδίτη ήταν παντρεμένη. Ο αδερφός μου ο Μιλτιάδης ήταν αξιωματικός του στρατού. Δεν είχαν τη ανάγκη μου. Ο μόνος άνθρωπος απ’ το σόι μου που μπορούσα να βοηθήσω, ήταν μια ξαδέρφη που είχα, αυτό το τέρας για το οποίο σας λέω τώρα. Κόντευε να πατήσει τα τριάντα κι ήταν ακόμα ανύπαντρη, επειδή δεν είχε προίκα. Κάνε το καλό Εκάβη, είπα με το νου μου, κι ο θεός θα σ’ το δώσει στα παιδιά σου. Η Γη είναι σφαίρα και γυρίζει. Μπορεί μια μέρα να βρεθείς και συ στην ανάγκη της. Την προσκάλεσα, λοιπόν, να μείνει μαζί μας ένα διάστημα, να ζήσει σ’ ανώτερο περιβάλλον, να ξυπνήσει. Σκέφτηκα ότι μπορεί να βρισκόταν και κανένας καλός γαμπρός μεταξύ των φίλων του ανδρός μου. Εν ανάγκη θα της δίναμε και μια μικρή προίκα. Το ’χα συζητήσει με το Γιάννη κι ήταν κι αυτός σύμφωνος. Μα εκείνη δεν είχε ανάγκη να της βρω εγώ γαμπρό. Τον βρήκε μόνη της. Πώς τα φτιάξανε; Πότε άρχισαν οι σχέσεις τους; Δεν έχω ιδέαν. Ένα ξέρω: ότι ενώ ως τότε ήμασταν το πιο αγαπημένο αντρόγυνο του κόσμου, ξαφνικά αρχίσαμε να μαλώνουμε για ψύλλου πήδημα. Δεν ήταν ο παλιός Γιάννης. Τα μάγια αυτηνής της Κίρκης τον είχαν μεταμορφώσει. Το βράδι εκείνο που σας έλεγα πως γυρίζαμε απ’ το θέατρο, προχώρησα μπροστά για ν’ ανοίξω την πόρτα, και σκόνταψα πάνω σ’ ένα μαύρο πράμα. Μπαίνουμε μέσα, παίρνω τη λάμπα απ’ την κονσόλα, βγαίνω έξω και τι να δω! Μια κότα μαύρη σαν το χάρο, και παραγεμισμένη με κλωστές και με καρφίτσες! Κανείς δε θα μου το βγάλει απ’ το μυαλό μου πως ήτανε δουλειά της Φρόσως – Φρόσω την έλεγαν. Από κείνο το βράδι πήγαμε κατά διαόλου. Η Φρόσω είχε έρθει για δυο μήνες. Έμεινε έξι. Χρειάστηκε ν’ αρρωστήσ’ η μάνα της, για να αποφασίσει να φύγει. Εκτός πια κι αν ήταν μέρος προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Από τότε, πού τον έχανες το Γιάννη, πού τον έβρισκες – στην Αθήνα. Βρε τι συμβαίνει; έλεγα με το νου μου. Μήπως έχει μπλέξει για καλά, και βγουν αληθινά αυτά που μου λένε οι Τουρκάλες; Μα ο νους μου δεν πήγε ουδ’ επί στιγμήν στη Φρόσω. Τόσο αφελής κι εύπιστη ήμουνα. Γι’ αυτό την έπαθα. Σ’ αυτή τη ζωή δε μπορεί δυστυχώς να ’χει κανείς εμπιστοσύνη ούτε στον ίδιο του τον αδερφό.
σελ. 77-80
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου