Ο θύτης δεν θα ’φευγε αν δεν έπαιρνε μαζί του το θύμα







Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης, ακατάστατα φυτρωμένα δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοερειπωμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές και αθόρυβες φιγούρες, μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τόσο, όσο κι αν δεν έζησαν ποτέ. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε την άρρωστη που ξεψυχούσε. «Πού είσαι; Πού είναι;» ακούστηκε ξάφνου να ρωτά. Η Εργίνη έτρεξε κοντά της. Οι δυο άλλες, η Αικατερίνη και η Ερατώ, στάθηκαν στο κατώφλι, για να μην αποκαλυφθεί η παρουσία τους στην ετοιμοθάνατη. Τις είχε κρυφά ειδοποιήσει η Εργίνη πως η Ασπασία ήταν στα τελευταία της.
«Μ’ αφήνετε να πεθάνω μόνη μου», άκουσαν την Ασπασία να λέει.
«Αφού μας σκότωσε όλες», ψιθύρισε η Ερατώ στο αυτί της Αικατερίνης. Και πάλι ακούστηκε η ξεπνεμένη φωνή της... «καμιά σας δεν προθυμοποιήθηκε να διαμαρτυρηθεί για το θάνατό μου...» Η Ερατώ χαμογέλασε και ψιθύρισε ξανά, «η Βυζαντινή αυτοκράτειρα περιμένει ομαδικούς θανάτους στα πόδια της σε ένδειξη διαμαρτυρίας... Ντρέπομαι, Αικατερίνη, μα δεν λυπούμαι καθόλου. Ούτε και χαίρομαι. Ό,τι κακό ήταν να μου κάνει, το ’κανε. Δεν έχει πια τι να εξουσιάσει απ’ όλες εμάς τις γριές... Εδώ μέσα σ’ αυτό το περβόλι αγαπιόμουνα κι αγαπούσα. Έβλεπα τη ζωή ένα ρόδινο πανηγύρι. Πόση βία μπορεί να εξασκήσει κανείς στη ζωή των άλλων! Ίσως ν’ άξιζε τον κόπο να παίξει κάποιος μια φάρσα έτσι σαν φωνή θριάμβου, πεθαίνω από τη χαρά μου πως ο τύραννος πέθανε. Τώρα που δεν έχω πια καμιά ελπίδα ούτε και μπορώ να πάρω πίσω την πανέμορφη νιότη μου, τον πανέμορφο έρωτά μου. Ένας τελευταίος σαρκασμός γι’ αυτή τη λάμια που σκότωσε τέσσερις ανθρώπους, τη μάνα μας, την Εργίνη, την Πηνελόπη και μένα, ένα φτύσιμο στη μούμια που μας αφάνισε. Ναι, το μπορώ», είπε και χάθηκε στη σκοτεινή είσοδο του υπογείου. Εδώ, εδώ, στο ερωτικό μου λίκνο. Πήρε το σκοινί κι ανέβηκε στο γείσο του πατητηριού, απ' όπου πέρασε την άκρη στο δοκάρι. Κατέβηκε αλαφριά καί τοποθέτησε το σκαμνί κάτω από τη θηλιά που έφτιαξε. Έσφιξε καλά τον κόμπο και κει, ανεβασμένη στο σκαμνί, πέρασε το κεφάλι της μέσα στη θηλιά. Έμεινε ακίνητη με τα σκούρα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στην οροφή. Τα πόδια της βάρυναν μονομιάς σαν μολυβένια και δεν κινούνταν για να κλωτσήσει το σκαμνί. Ο πόνος εκείνος, το άγριο χέρι που ’σφιγγε το στήθος της από τις νύχτες των βιασμών του Τάγαρη, ξαναγύρισε στην καρδιά της. Ένα υπόκωφο μουγκρητό ακούστηκε από την κουζίνα και η Εργίνη έτρεξε στο υπόγειο με την Πηνελόπη πίσω της. Ανέβηκε γρήγορα στο γείσο του πατητηριού κι έβγαλε τη θηλιά από το λαιμό της λαχανιάζοντας. «Δεν χρειάζεται πια, κατέβα, η αδελφή Ασπασία πέθανε», είπε με την απάθεια που μιλούσε για όλα. Στάθηκαν για λίγο πρόσωπο με πρόσωπο. Ένας τελευταίος πόνος μαχαίρωσε τα στήθια της Ερατώ κι ανέβασε δάκρυα στα μάτια της. «Αυτό απαγορεύεται στην οικογένειά μας», τόνισε η Εργίνη επιτακτικά και η Ερατώ σωριάστηκε στα πόδια της. «Ερατώ, Ερατώ», αλλά η Πηνελόπη είχε πέσει απάνω της κι έκλαιγε μουγκρητά, όπως και γελούσε.
«Συγκοπή», είπε ο γιατρός δέκα λεπτά αργότερα. Είχε παραπονεθεί ποτέ για την καρδιά της; «Ποτέ», βεβαίωσε η Αικατερίνη.
Τις κήδεψαν μαζί και τις έθαψαν σε δυο κολλητούς τάφους. Ο θύτης δεν θα ’φευγε αν δεν έπαιρνε μαζί του το θύμα έτσι κι αλλιώς. Ανάμεσα στους δύο τάφους στήθηκε ένας σταυρός. Ενθάδε κείνται αι  δύο αδελφαί Ασπασία και Ερατώ Φτενούδου αποθανούσαι ταυτοχρόνως την 19ην  Οκτωβρίου 1977.




σελ. 168-171


1 σχόλιο: