Κάθε απόρριψη παιδιού Καιάδας είναι



   




Μεγάλωσε δεμένη στενά με τη συνομήλική της κόρη του Μερίτ πασά διοικητή της επαρχίας. Όλους τους θερμούς μήνες ήταν μόνιμα καλεσμένη στο θερινό σπίτι του, στο διπλανό χωριό όπου παίρνανε και οι δυο νεαρές μαθήματα πιάνου, γαλλικών και αργαλειού. Η σχέση ανάμεσα στον πατέρα της τον άρχοντα Χατζηγιάννη και τον πασά χρονολογούνταν πριν τη γέννησή της, γιατί άρεσαν ιδιαίτερα στον πασά οι διανοούμενοι Ρωμιοί. Και ο πατέρας της ήταν απόφοιτος της Ιερατικής Σχολής της Χάλκης, αυστηρός κι αυτός, αλλά μειλίχιος κι εξευγενισμένος. Η Εριφύλη δεν συγχώρεσε ποτέ τη μάνα της που μες στον πανικό της για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της την έδωσε πριν συμπληρώσει τα δεκάξι της στον Φτενούδο με τη μεγάλη κτηματική περιουσία.
Τα κορίτσια ξεφώνιζαν ακόμη στην αυλή ενθουσιασμένα από τα αγγελάκια με τα κρίνα που ανακάλυπταν στο υπέρθυρο. Ξεσηκωμένο από τις φωνές και τα χάχανα ξεπρόβαλε στη σκάλα το Τέρας. Με άγρια πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, φυτρωμένα όρθια πολύ χαμηλά στο μέτωπο, σχεδόν πάνω από τα φρύδια, με δυο ολοστρόγγυλα όμοια με μικροσκοπικά λαμπιόνια ομιλούντα μαύρα μάτια, αραιά μαύρα μουστάκια, ίδια με τους φαβορίτες που πλαισίωναν το πρόσωπο. Όταν γεννήθηκε πέντε χρόνια πριν την Ερατώ, βύθισε την οικογένεια σε πένθος. Η Εριφύλη δεν δέχτηκε καμιά επίσκεψη ούτε γειτόνισσα με το πρόσχημα ότι μητέρα και νεογέννητο προσβλήθηκαν από ίκτερο. Κι ήταν πράγματι κιτρινιάρικο και καχεκτικό παρ’ όλο που η μαμή βεβαίωνε την Εριφύλη πως το παιδί ήταν μια χαρά, όσο για τα μαλλιά ήταν της κοιλιάς και θα πέφτανε όλα με τον καιρό. Αλλά η μάνα του υπέφερε τόσο που ορκίστηκε να μην ξαναγεννήσει. Όταν το θήλαζε το σκέπαζε πάντα με μια πετσέτα κατάλευκη για να μην το βλέπει. Το παιδί περπάτησε χωρίς τίποτα ν’ αλλάξει. Με τα μικροσκοπικά του ποδαράκια και χέρια ανάλογα μεγάλωνε ξένοιαστο, πανάσχημο, κρεμασμένο στα δέντρα του κήπου και βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Βιάστηκαν να το βαφτίσουν γιατί ελπίζανε πως γρήγορα θα πεθάνει. Και τ’ όνομα αυτής Πηνελόπη που αμέσως το ξέχασαν όλοι. Εκτός από την Ερατώ, που μικρό ακόμη ψέλλιζε τ’ όνομα, μια και οι δυο παίζανε συχνά μαζί. Όταν όμως έφτασε στα έξι, διατηρώντας πάντα το μικροσκοπικό του ανάστημα, που δεν ξεπέρασε ως τα γηρατειά τους ενενήντα πόντους και το ίδιο μαλλιαρό πρόσωπο, έγινε οικογενειακό συμβούλιο από τους τρεις, Μιχαήλο, Εριφύλη και την πρωτοκόρη Ασπασία. Η τελευταία δήλωσε τελεσίδικα πως η οικογένεια ενός Φτενούδου δεν επιτρέπεται να εκτεθεί στην κοινωνία αποδεχόμενη πως εγέννησε παρόμοιο τέρας, όταν κυρίως υπάρχουν κορίτσια σε ώρα γάμου, οπότε αποφασίστηκε ομόφωνα να το αποσύρουν από την κυκλοφορία, όχι των δρόμων στους οποίους δεν εθεάθη ποτέ, αλλά και αυτού του σπιτιού. Το Τερατάκι περιορίστηκε στον οντά αδιαμαρτύρητα όπου κοιμόντουσαν και τρεις από τις αδελφές του. Εκεί του πήγαιναν το φαγητό του και κατέβαινε μόνο σαν σκοτείνιαζε από το πίσω πορτοπούλι για να κατουρήσει, μια και το αποχωρητήριο βρισκόταν εκτός του σπιτιού. Τότε ήταν ελεύθερο να μείνει στον κήπο όσες ώρες γούσταρε μια και δεν ήταν ορατό από τους γειτόνους ή τους σπάνιους περαστικούς. Αν κοιμόνταν όλοι και οι πετρόλαμπες του σπιτιού είχαν σβήσει, ανάστρεφε το κεφάλι ανάποδα για ν’ αντικρύσει τον ουρανό. Με την μπάσα φωνή του έδινε μια δική του ερμηνεία, στ’ άστρα που λάμπανε, «θε ’ναι άλλες λάμπες σ’ άλλο χωριό», έλεγε. Κλεισμένο στον οντά έμαθε να κάνει σπάνια χειροτεχνήματα από ξεραμένες φτέρες. Είχε ωστόσο πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο, αν και άκουε όλους τους ήχους της γης κι όλες τις συζητήσεις των δικών της. Μέσα στη σιωπή έφτιαξε μια συναρπαστική μυθολογία που μάγευε την Ερατώ όταν χρειάστηκε κάποτε να συμβιώσουν οι δυο τους.
Ύστερα απ’ αυτή την άδικη δοκιμασία της μοίρας πέντε χρόνια μετά γεννήθηκε ο ξανθογάλανος άγγελος η Ερατώ και σταυροκοπήθηκαν όλοι για το θαύμα. Μόνο η Εριφύλη που είχε ορκιστεί να μην ξαναπιάσει παιδί δεν μπορούσε να εξηγήσει τη θεία βούληση. Γιατί ’ταν βέβαιη πως το Τέρας ήταν αποτέλεσμα της σιχαμάρας και της αηδίας που της προκαλούσε ο άνδρας της, με το πέρασμα των χρόνων, όταν έπεφτε απάνω της. Και μήπως την Ερατώ τη συνέλαβε με διαφορετικά αισθήματα για τον Μιχαήλο; Ή μήπως είχε πάψει ν’ αμαρτάνει αν και παραδέχτηκε την άποψη της Ασπασίας να καταδικάσουν το άμοιρο το Τέρας στον Καιάδα; Τι άλλο ήταν ο όντας που το φυλακίσανε; Κάθε απόρριψη παιδιού Καιάδας είναι. Και να η ντροπή της να μην τολμά να κοιτάξει το Τέρας κατάματα και να οι εφιάλτες της να περιμένει τις νύχτες ν’  ακούσει το κλάμα του, μα το παιδί δεν έκλαψε ποτέ σαν όλα, γιατί το ’ξερε, από μόνο του, πως δεν υπήρχε γι’ αυτό αγκαλιά να το νανουρίσει. Και δεν ήταν ποινή και καταδίκη για την πρωτοκόρη της που ’κλεισε τα τριάντα χωρίς να βάλει στεφάνι.


σελ. 16-19


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου