Το καμήλι με το άσπρο κεφάλι



Ο Αλής από μικρό παιδί δούλευε στα καραβάνια. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τη ζωή, οι ήχοι των κουδουνιών που έρχονταν απ’ τους προγόνους του, ζυμωμένοι στο αίμα του, ξυπνήσαν.
«Πάρε με με τις καμήλες, πατέρα!»
«Έλα! Από αύριο θα ’ρχεσαι με τις καμήλες».
Απ’ την άλλη μέρα καβαλικεύοντας τα πισινά του γαϊδαριού, ο μικρός Αλής άρχισε να πορεύεται το δρόμο της Ανατολής. Δεν ήταν δικές του οι καμήλες. Ποτές ο πατέρας του δεν είχε δικές του καμήλες. Δούλευε για άλλον αφέντη. Και σαν πέθανε, δεν άφησε στο γιο του τίποτα, πάρεξ το δεσμό με τους ήχους.
Ο Αλής δεν πρόκοψε πιο πολύ απ’ τον πατέρα του. Σα μεγάλωσε, άρχισε κι αυτός να δουλεύει σε ξένες καμήλες. Μα όταν ήρθε ο καιρός που οι άνθρωποι παντρεύονται, μπόρεσε να βρει και να πάρει δική του μια γυναίκα.
Την άλλη μέρα που παντρευτήκαν, όταν Αλής ξεκινούσε με το καραβάνι του, η γυναίκα του βγήκε απ’ το καλύβι τους να τον ξεπροβοδίσει και του είπε:
«Σ’ εννιά μήνες θα ’χουμε παιδί. Κοίταξε να κάμεις δικές σου καμήλες, γιατί θα ’χουμε να θρέψουμε ένα στόμα ακόμα».
Ο Αλής αυτά ακούγοντας έγινε σοβαρός κι άρχισε να κάνει οικονομίες. Ταξιδεύοντας στο δρόμο της Ανατολής έτρωγε σκέτο ψωμί, δεν ξενυχτούσε σε χάνια. Έβαλε έτσι λίγα γρόσα στην άκρη.
Όμως σαν ήρθαν οι εννιά μήνες, παιδί δεν τους ήρθε.
«Καλά. Θα ’χουμε τον άλλο χρόνο», είπε η γυναίκα. «Εσύ να κάμεις τις οικονομίες σου».
Αυτό βάσταξε πολλά χρόνια. Ο Αλής έκανε τις οικονομίες του, κ’ η γυναίκα του δεν του έκανε παιδιά, επειδή ήταν στείρα. Όταν τέλος βεβαιωθήκανε πως δε θα τους έρθει παιδί, γυναίκα είπε:
«Για μέτρησε, Αλή, το θησαυρό που μάζεψες ίσαμε τώρα. Μπορούμε ν’ αγοράσουμε μια δική μας καμήλα για τα γεράματά μας;»
Ο Αλής ξαγρύπνησε κείνο το βράδυ, και σαν έβγαινε ο ήλιος είχε μετρήσει το θησαυρό του. Όχι, δεν έφτανε για ν’ αγοράσουν μια καμήλα. Μισή καμήλα μονάχα θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν.
Τότες καθίσανε, ο Αλής κ’ η γυναίκα του, άλλη μια νύχτα και ξαγρύπνησαν, μπας και βρούνε με τι τρόπο ν’ αγοράσουνε μισή καμήλα. Όταν βγήκε πάλι ο ήλιος, το είχαν βρει κ’ είχαν συμφωνήσει τι να κάμουν.
Ζούσε κείνον τον καιρό κ’ ένας άλλος, δεύτερος Αλής, πατριώτης τους, που δούλευε σε ξένα καραβάνια στα μέρη του Καζ-Νταγ, πολύ μακριά απ’ την πατρίδα τους. Πολύ σπάνια αυτός ο άλλος Αλής ερχόταν στο φαράγγι των τσιτμήδων, σαν τύχαινε η δουλειά να τον φέρει κατά τα μέρη εκείνα. Αυτές τις μέρες βρισκόταν στο χωριό.
Πάει ο πρώτος Αλής και τον βρίσκει.
«Αλή», του λέει. «Τόσα χρόνια δουλεύεις κ’ εσύ σε ξένα καραβάνια, και δική σου μήτε μια καμήλα δεν απόταξες. Δε θα το ’θελες να είχες;»
Ο δεύτερος Αλής αποκρίνεται:
«Θα το ’θελα πολύ. Μα δεν έχω τον πλούτο που χρειάζεται να πάρω μια δική μου καμήλα».
Ο πρώτος Αλής:
«Ξέρεις πόσον πλούτο έχεις;»
«Ξέρω».
«Για πόσο φτάνεις;»
«Φτάνει για μισή καμήλα».
«Κ’ εγώ έχω πλούτο για μισή καμήλα. Δε βάζουμε μαζί τα γρόσα μας ν’ αγοράσουμε μια καμήλα συντροφική;»
Μιλήσανε πολύ και συμφωνήσαν. Αγοράσανε μια καμήλα και τη βάλανε να δουλεύει με το καραβάνι του Αλή. Ο δεύτερος Αλής έφυγε ύστερα για τα μέρη του Καζ-Νταγ. Κάθε φορά που θα γύριζε, θα κάνανε λογαριασμό το τι έβγαλε η καμήλα με τη δουλειά της και θα μοιράζονταν τα κέρδη.
Ο Αλής, τότε, κρέμασε ένα καινούργιο κουδούνι στο λαιμό της καμήλας τους, την έδεσε πρώτη στη σειρά πίσω απ’ το γαϊδούρι του και βγήκε στο μεγάλο δρόμο με το καραβάνι του. Ήταν πολύ περήφανος και πολύ σίγουρος για το μέλλον του κόσμου, και κάθε τόσο γύριζε πίσω να βεβαιωθεί πως η καμήλα του τον ακολουθά, πως υπάρχει.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος, όταν κάτι σημαντικό έγινε. Η συντροφική καμήλα γέννησε ένα καμηλάκι. Ο Αλής πολλές φορές είδε τις ξένες καμήλες να γεννούν. Όμως τώρα με τη δική του ταράχτηκε πολύ.
«Για κοίτα!» είπε στη γυναίκα του. «Έχουμε τώρα και μωρό…»
Κοίταξαν. Και αυτό που είδαν τάραξε την καρδιά τους σα βίαιος άνεμος. Κάτι απίστευτο και μοναδικό ήταν στο μικρό καμηλάκι: το πετσί και οι τρίχες στο κεφάλι του δεν είχαν χρώμα καφετί, καθώς οι άλλες καμήλες. Ήταν άσπρες. Ήταν ένα καμηλάκι με άσπρο κεφάλι: το μοναδικό καμηλάκι με άσπρο κεφάλι που έγινε σ’ όλη την Ανατολή.
Το νέο πήρε κ’ έδωσε στο χωριό των τσιτμήδων, στα γειτονικά χωριά που ήταν μες στο φαράγγι, σ’ όλους όσοι ταξιδεύαν το μεγάλο δρόμο που πάει στα παράλια. Όλοι τρέχανε να δουν το θαυμαστό άσπρο καμήλι, κι όλοι μακάριζαν τον Αλή.
Κι ο Αλής πια ζούσε σε αληθινή ευτυχία. Αγάπησε πολύ το νέο ζο, όπως τίποτα άλλο δεν είχε αγαπήσει ίσαμε τότε στη γη. Το μεγάλωνε με στοργή και με τρυφερότητα, του έβγαζε ονόματα δανεισμένα απ’ τον ουρανό και τη φύση – ονόματα δέντρων και καρπών – του έδινε όχι μονάχα το χαμούρι που τρώνε οι άλλες καμήλες, του έδινε σταφύλια και ζάχαρη και άλλα πολλά.
Τέλος, αγόρασε ένα καινούργιο κουδούνι, το ’δεσε με χάντρες γαλάζιες και κόκκινες και το πέρασε στο λαιμό του μικρού ζου. Όταν κι αυτό έγινε, το πήρε μαζί του στο πρώτο ταξίδι του για τα παράλια. Το καμηλάκι πήγαινε πάντα πλάι στη μάνα του, κι ο Αλής όλο γύριζε και το κοίταζε. Όμως κουράστηκε να γυρίζει, δεν το είχε συνηθίσει. Ο μεγάλος ήλιος έκαιγε πολύ από πάνω του, ο Αλής έκλεισε τα μάτια. Ο δρόμος ήταν έρημος, τίποτα δεν ακουγόταν· γι’ αυτό μες στον παρθένο χώρο υψωνόταν καθαρά σαν προσευχή η νέα συμφωνία. Μες στους παλιούς γνώριμους ήχους, αυτούς τους πίσω ήχους που ακολούθησαν τον Αλή σ’ όλα τα χρόνια της ζωής του ως σήμερα, ανακατευόταν τώρα ο νέος ήχος, ανατάραζε την παλιά αρμονία, έσβηνε τους άλλους τόνους κ’ έμενε αυτός, ο νέος, μόνος. Τι καλά που ήταν! Τι καλά που είναι να πορεύεσαι στο δρόμο της Ανατολής και πίσω σου να μην είναι έρημος, να μην είναι μονάχα ξένες φωνές, να ’ναι και μια δική σου, να ’ναι όλα τα χρόνια που κουράστηκες και υπόφερες καμωμένα ήχος στο λαιμό ενός μικρού καμηλιού με άσπρο κεφάλι…
Ο Αλής ήταν ευτυχισμένος και γαλήνιος. Η ζωή είχε πια νόημα και σημασία.
Μα το νέο έφταξε ίσαμε τα μακρινά μέρη του Καζ-Νταγ, όπου δούλευε ο δεύτερος Αλής. Ξεκινά αυτός κ’ έρχεται στο χωριό των τσιτμήδων.
«Ώρα καλή, σύντροφε!» λέει στον Αλή. «Τι νέα;»
«Έχουμε καλά νέα, σύντροφε. Η καμήλα μας γέννησε, κ’ έχουμε τώρα κ’ ένα μικρό καμήλι».
«Για να το δω!»
Το είδε, αλλά έκανε πως δεν πρόσεξε καν το άσπρο κεφάλι.
Λέει ο Αλής του Καζ-Νταγ:
«Λοιπόν, σύντροφε! Τώρα που έχουμε δυο ζωντανά, θέλω να χωρίσουμε τη συντροφιά μας. Εσύ θα πάρεις το ένα, εγώ το άλλο. Όποιο θέλεις διάλεξε».
Ετούτος ο Αλής, με το να έχει ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε γίνει σοφός και πονηρός. Σκεφτόταν: «Ο σύντροφός μου θα κρατήσει τη μεγάλη καμήλα. Δε γίνεται! Από μισή που ήταν δική του, θα την ορίζει ολάκερη. Έτσι εγώ θα πάρω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, θα το ταξιδέψω στο Καζ-Νταγ και θα το πουλήσω, στο δρόμο, στους αρκουδιάρηδες που έχουνε μαϊμούδες κι αρκούδες και μαζεύουνε γρόσα απ’ τον κόσμο δείχνοντάς τες. Θα βγάλω έτσι πιο πολλά απ’ ό,τι κάνει μια μεγάλη καμήλα».
Ο πρώτος Αλής κάθισε πάλι όλη τη νύχτα με τη γυναίκα του και ξαγρυπνήσαν για να βρούνε το τι έπρεπε να κάμουνε.
Η γυναίκα έλεγε:
«Φως φανερό, Αλή! Πρέπει να κρατήσεις τη μεγάλη καμήλα. Πού να ξαναβρούμε τέτοια τύχη, να ’χουμε μια μεγάλη καμήλα δική μας!»
Ο Αλής υπόφερνε, δεν μπορούσε να το φανταστεί πως θ’ αποχωριζόταν το καμήλι με το άσπρο κεφάλι.
«Μπας και δε θα μεγαλώσει κι αυτό;» έλεγε. «Ας το κρατήσουμε, να το μεγαλώσουμε!»
«Τι μου λες να το κρατήσουμε!» φώναζε η γυναίκα του. «Και στο μεταξύ τι θα μας δίνει; Κι αν στο μεταξύ ψοφήσει;»
Τέλος ο πραχτικός νους της γυναίκας στάθηκε πιο δυνατός απ’ την τρυφερότητα του Αλή, πιο δυνατός απ’ την αδύναμη θέλησή του.
Τ’ άλλο πρωί, με μάτια θολά απ’ την αγρύπνια και την πίκρα, ο Αλής αποχαιρέτησε το καμήλι με το άσπρο κεφάλι. Στάθηκε ολόρθος και κοίταζε το όραμα που έφευγε με πηδηχτό βάδισμα ζαρκαδιού ίσαμε που χάθηκε απ’ τα μάτια του. Τότε ο Αλής κατάλαβε σαν κάτι να του τραβούν απ’ την καρδιά του, κι όλα γύρω του να ’ναι έρημα, επειδή πια δεν θα ’χε σύντροφο του μεγάλου δρόμου, επειδή η τρυφερότητα που ήρθε τόσο αργά κ’ έπρεπε να ξοδευτεί πια δε θα είχε τρόπο.
Έγινε βαρύς κι αμίλητος. Δεν είχε όρεξη να φάει κι αδυνάτιζε κάθε μέρα. Πίσω του, ενώ όδευε με το καραβάνι του, πάντα τον ακολουθούσαν οι ήχοι. Μες στους ήχους ήταν και η δική του καμήλα, που τώρα ήταν ολότελα δική του. Μα για τον Αλή οι φωνές είχαν σωπάσει, οι ήχοι δε μιλούσαν πια. Γιατί στον τόπο τους είχε μπει τώρα άλλη φωνή πιο δυνατή, αυτή που θα ’ρθει σε κάθε άνθρωπο, μια φορά μονάχα και ποτέ άλλη, κ’ ύστερα ο άνθρωπος θα την κυνηγά σα σκιά που φεύγει, πάντα φεύγει.
Κι ο Αλής παράτησε τη γυναίκα του στο φαράγγι των τσιτμήδων, παράτησε τις ξένες καμήλες, γιατί πια είχε γίνει κακός καμηλιέρης και τον διώξανε, πήρε τη δική του καμήλα και τράβηξε στα μέρη του Καζ-Νταγ.
Βρίσκει τον παλιό του σύντροφο και του λέει:
«Πάρε την καμήλα μου. Πάρε και το γαϊδούρι μου. Πάρε και το καλύβι που έχω στο φαράγγι. Πάρε ό,τι έχω. Μα δώσ’ μου πίσω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι…»
«Δεν το έχω πια, Αλή», του αποκρίνεται ο σύντροφός του. «Το πούλησα στο δρόμο».
Ο Αλής από τότε όλο γυρίζει. Μόλις ξημερώσει μπαίνει στο μεγάλο δρόμο, και κοιμάται όπου βραδιαστεί. Το γαϊδουράκι του πορεύεται υπομονετικά, και πίσω του δεμένη, έρημη και μόνη, ακολουθά η καμήλα του, ταράζοντας με τον ήχο του κουδουνιού της τη ζεστή σιωπή της γης. Οι άνθρωποι τον περιγελούνε και τον πειράζουνε. Οι πιο συμπονετικοί του λένε πως είναι τρέλα, πως είναι μάταιο να γυρίζει. Τον συμβουλεύουνε να πάει πίσω στο φαράγγι και στο καραβάνι του. Όμως ο Αλής δεν τους ακούει. Επειδή δεν μπορεί να το πιστέψει, επειδή δε θέλει να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.
σελ. 79-84

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου