Στα Κιμιντένια κοντά στη γη, έμαθα να διαβάζω μες στα μάτια των ανθρώπων την καθημερινή, την αδιάκοπη αγωνία για τον καιρό, τη βροχή και τον άνεμο. Αυτό γινόταν προπάντων την άνοιξη, την εποχή του θερισμού και το φθινόπωρο. Ο παππούς μου κάθε βράδυ θα συμβουλευόταν τα σύννεφα που ταξιδεύαν πέρα απ’ τα Κιμιντένια, και τ’ άστρα. Έσκυβε έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε αυστηρά κ’ επίμονα τον ουρανό, συγκεντρωμένος στον εαυτό του, ενώ όλοι πίσω του σώπαιναν και περιμέναν. Ταπεινή, στέρεη και ιερή η πείρα των ανθρώπων της γης, των απλοϊκών του προγόνων, καμωμένη αίμα στο αίμα του, ξυπνούσε και ζούσε, υπολογίζοντας την κίνηση στα σύννεφα, το φως στα άστρα, την ταραχή του αγέρα στην ατμόσφαιρα. Σα να ήταν κάποια μυστική φωνή στον αγέρα, και στα σύννεφα, και στ’ άστρα. Μα κανείς μας δεν την άκουγε, κανείς δεν είχε το προνόμιο εκτός από κείνον.
Όταν η συνομιλία με τη νύχτα τελείωνε, τραβούσε μέσα το κεφάλι του και γύριζε σ’ εμάς. Τότε τα μάτια της γιαγιάς και της μητέρας μου μεγάλωναν πιο πολύ, και μες στο υγρό τους φως έπαλλε η αγωνία.
Εκείνος έλεγε απλά:
― Έχουμε βροχή! Ίσαμε αύριο το βράδι!
Ή, το ίδιο απλά:
― Ξερός καιρός. Όχι, δεν έχουμε βροχή!
Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν ήταν η βροχή χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Η πιο σοφή, η γιαγιά, είχε μάθει, στο πέρασμα του καιρού, πως δεν έπρεπε στις πικρές ώρες να προσθέτει την ταραχή τη δική της στις έγνοιες του άντρα της, πως έπρεπε να σωπαίνει και να δαγκάνει τη λύπη στα δόντια της. Όταν, λοιπόν, τα μηνύματα του ουρανού ήταν κακά για τη γη, μαζεύοντας όλη τη δύναμή της για να συγκρατηθεί ψιθύριζε ταπεινά, ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:
― Βλογημένο τ’ όνομά του…
Κ’ ευθύς έπειτα γύριζε σ’ εμάς, τα παιδιά, που περίεργα παρακολουθούσαμε την τελετή, βρίσκοντας έτσι διέξοδο:
― Εσείς πρέπει πια να πάτε να κοιμηθείτε, έλεγε.
Ερχόταν τότε πάντα μαζί μας, έκανε νόημα και στη μητέρα μας να φύγει, αφήνοντας έτσι τον παππού μονάχο στις σκέψεις του. Κ’ ενώ μας οδηγούσε να κοιμηθούμε:
― Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή, έλεγε.
Τι άλλο είχε να κάμει η γιαγιά για να δώσει στο σύντροφό της βοήθεια; Όταν ήταν νέα και μονάχη ικέτευε μυστικά μονάχη. Ίσως γίνει το θαύμα, έλεγε, να τρέξουν γρήγορα στα Κιμιντένια τα σύννεφα που τόσο αργούσαν. Όταν ήρθαν τα παιδιά της, τα έμαθε να παρακαλούν εκείνα – ακούγεται πάντα πιο πρόθυμα η φωνή ενός παιδιού. Κι όταν ήρθαμε εμείς, τα παιδιά των παιδιών της, μας έμαθε εμάς να μεσιτεύουμε:
― Παρακαλέστε να μας έρθει βροχή αυτές τις μέρες, μας έλεγε.
Κ’ η φωνή της έτρεμε, σα να μας ικέτευε να μην την εγκαταλείψουμε.
Κ’ εμείς δεν της χαλούσαμε το χατίρι. Πότε, σύμφωνα με τις οδηγίες της, παρακαλούσαμε να ’ρθει βροχή, πότε να μην έρθει. Ήταν σαν παιχνίδι. Όμως έρχονταν φορές που τα μπερδεύαμε και τα κάναμε θάλασσα. Μια νύχτα, ενώ μας είχε πει να προσευχηθούμε για να βρέξει, εμείς παρακαλέσαμε, να φύγουν τα σύννεφα. Έτυχε τότε και τα σύννεφα φύγανε. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα, μόλις είδαμε γαλάζιο τον ουρανό, τρέξαμε στη γιαγιά. Και πριν προλάβουμε να δούμε πόσο λυπημένη ήταν:
― Είδες γιαγιά; Έπιασε η προσευχή μας! είπαμε. Τα σύννεφα φύγανε!
Τρομαγμένη γύρισε και μας κοίταξε. Τ’ απονήρευτα μάτια της παίξανε βιαστικά:
― Για όνομα του Θεού! Τι λέτε; Μα γιατί κάνατε την προσευχή σας χτες τη νύχτα;
― Μα για να φύγουν τα σύννεφα, γιαγιά! Έτσι δε μας είπες;
―Αχ, παιδάκια μου! Γιατί το κάματε αυτό; Γιατί; μουρμούριζε σε μεγάλη ταραχή. Δε σας είχα πει αυτό! Δεν ακούσατε καλά! Τώρα θέλουμε βροχή!
Κ’ ύστερα, σα να συνομιλούσε με τον εαυτό της:
― Πώς να ’ρθει η βροχή;.. ψιθύρισε. Τι να κάμει κι ο Θεός, αφού τα παιδιά τον παρακαλέσανε να μη στείλει νερό…
Λυπηθήκαμε για ό,τι έγινε. Κι όταν, μιαν άλλη φορά πάλι τα μπερδέψαμε και δε συμφωνούσαμε όλα τα παιδιά για το τι έπρεπε να παρακαλέσουμε, στείλαμε την Αγάπη να ρωτήσει μέσα:
― Γιαγιά, τι θέλουμε απόψε; Να βρέξει ή να μη βρέξει;
σελ. 67-69
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου