Την ανάσα σου την έκοβε πριν απ’ όλα ο ίδιος ο περίγυρος, αυτό να λέγεται, και δη σε μια πρώτη παρθενική επίσκεψη. Αυτός ήταν κι ο λόγος που, εκτός απ’ την φίλη της Λυμπία και τον γιο της Αλέκο – κι εκτός απ’ τον μικρό Αναστάση τον τελευταίο καιρό –, κανείς δεν πατούσε εκεί για δεύτερη ή τρίτη συνεχή φορά. Να κάνει τι; Να δει την Τίκα να πλένει και να στεγνώνει οστά, να μεταφέρει μέσα-έξω τα πανέρια της, να καπνίζει αντικρυστά με τα κρανία; Αυτός ήταν κι ο λόγος, απ’ την άλλη, που η Τίκα, μέσα στην γενική της απάθεια, δεν έκρυβε την χαρά της όταν έβλεπε το παιδί να έρχεται: άνοιγε τα χέρια της, έσπρωχνε πίσω εκείνα τ’ ατίθασα μακριά κατσαρά μαλλιά της – μισά μαύρα, μισά άσπρα, μισά κίτρινα απ’ την νικοτίνη – που της μπαίναν συνεχώς στα μάτια, «καλώς το, καλώς το τζοβαέρι!» φώναζε και, αποφεύγοντας να πιάσει τα μάγουλά του (μπορεί να σιχαινόταν το παιδί τα δάχτυλα της), του έδινε δυο ρουφηχτά φιλιά στον αέρα. Αλλά συχνά χρωμάτιζε την χαρά της και με κάποια πικρόχολη παρατήρηση, όπως όταν του έλεγε «Για να δούμε πότε θα μας ξεχάσεις κι εσύ, μόνο τα χελιδόνια είναι πιστά κάθε άνοιξη», ή «Ακόμα δεν σ’ αποκηρύξανε που έρχεσαι εδώ πέρα;» και άλλα τέτοια.
Πίσω απ’ το οστεοφυλάκιο υπήρχε ένα είδος αυλής με ροζ γεράνια σε δυο ασβεστωμένες γλάστρες, στην άκρη μια βρύση με γούρνα, και πιο κει ένα σπιτάκι που δεν το φανταζόσουν – τι άλλο, έλεγες, μετά το οστεοφυλάκιο; –, αποτελούμενο από ένα μοναδικό δωμάτιο με τρεις φεγγίτες από πάνω και μια πόρτα βαμμένη μπλε-ρουά. Εκεί μέσα βρίσκονταν τα λιγοστά σύνεργα του Αλέκου και πολλά ψάθινα ρηχά πανέρια, βαλμένα καταγής ή πάνω σε ράφια, που φιλοξενούσαν οστά και κρανία σε διάφορα στάδια κι αποχρώσεις μέχρι να στεγνώσουν τελείως και να μπουν οριστικά κι επίσημα στο οστεοφυλάκιο. Όταν είχα λιακάδα, η Τίκα έβγαζε τα πανέρια στην αυλή, όταν είχε αντάρα ή έβρεχε, τα ξανάβαζε μέσα. Έτσι κι αλλιώς, και γρήγορα να στέγνωναν, πριν περάσουν σαράντα μέρες μετά την εκταφή δεν γινόταν, σύμφωνα με το τυπικό, να μπουν στα ξύλινα κουτιά τους. Τους χειμώνες το στέγνωμα κρατούσε πολύ περισσότερο – η Τίκα ήταν αφάνταστα σχολαστική σε αυτό, δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε ίχνος υγρασίας, ειδικά στην από μέσα μεριά των κρανίων, γιατί μπορούσαν, λέει, να μουχλιάσουν, να χαλάσουν! Το τέλειο γι’ αυτήν ήταν να φτάσουν να γίνουν άσπρα, φωτεινά, θεόστεγνα, έτσι να μπουν στα κασελλάκια, και θύμωνε με ορισμένες γυναίκες που επέμεναν να βάζουν – κρυφά απ’ αυτήν – και λουλούδια εκεί μέσα, φρέσκα λουλούδια· πήγαινε τ’ άνοιγε και πετούσε τα λουλούδια σαν παράσιτα κι άφηνε τα καπάκια ανοιχτά να φύγει και το τελευταίο νότισμα. Μπορεί να μην υπήρχε πια κανένα νόημα, ούτε στην επιμονή των γυναικών για λουλούδια ούτε στην δική της μανία απογύμνωσης και στεγνότητας, όμως αυτή ήταν η δουλειά της Τίκας και δεν ήθελε μαθήματα απ’ τις άλλες. «Όπως δεν μπαίνω εγώ στα χωράφια τους, να μη μπαίνουν κι αυτές στα δικά μου», έλεγε.
Δεκαεπτά συναπτά έτη ασκούσε αυτό το επάγγελμα και στην αρχή, όπως είπε στον Αναστάση (η Λυμπία δεν σήκωνε τέτοιες κουβέντες, έφευγε μακρυά), στην αρχή δεν μπορούσε να κοιτάξει, έστρεφε πέρα-δώθε το κεφάλι της, αρνιόταν, της ερχόταν να σφυρίζει, να λέει τραγούδια – από μικρή, έτσι κι αλλιώς, τραγουδούσε όταν είχε να κάνει καμμιά δύσκολη δουλειά. Ένα βουνό από τραγούδια την πλάκωνε για να ξεχάσει τα μαύρα κόκκαλα! «Γιατί στην αρχή είναι μαύρα, πίσσα, έτσι βγαίνουν απ’ την γη», του έλεγε, «μην κοιτάς πώς γίνονται μετά, με τις τόσες λάτρες που τους κάνω». Στην αρχή λοιπόν είχε γεμίσει το στόμα της με άφθες, τα μπράτσα, ο λαιμός της με λειχήνες, κλωτσούσε το σώμα της, είχε ζαλάδες, παραισθήσεις, είπε πως δεν θ’ αντέξει, θα τα παρατήσει, καλύτερα να καθαρίζει πατάτες ή απόπατους, αλλά μετά – ακούγοντας κι απ’ τον γιο της τα δικά του, τα σκοτεινότερα, διότι εκείνος ήταν που έσκαβε την γη κι αντίκρυζε πρώτος, την απέραντη θλίψη –, μετά συνήθισε.
«Τώρα και χρυσές λίρες να μου δώσεις για να φύγω από δω, δεν φεύγω, δεν αφήνω τον κοσμάκη μου», έλεγε. «Γιατί, μικρέ μου, για μένα αυτός είναι ο κοσμάκης μου, αν θέλεις κλάψε, αν θέλεις γέλασε».
σελ. 426-427
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου