Τότε θ’ ακούς κ’ εσύ

     

Πλησίαζε η εποχή που έπρεπε να μπολιαστούν τα δέντρα. Ο μπαρμπα-Ιωσήφ, που όλο τον άλλο καιρό ζούσε μακάρια τις μέρες του στο υποστατικό επειδή δεν τον άφηναν να κάνει καμιά δουλειά, έδειχνε τώρα περίεργη ταραχή. Ο τόπος δεν τον χωρούσε, ολοένα γύριζε πάνω απ’ το παχύ στρώμα τον άμμο όπου φύλαγε τα μπόλια του.
Τέλος, μια μέρα ο παππούς τον φώναξε:
― Τι λες, γέρο-Γιωσήφ; Ήρθε η ώρα;
― Ήρθε, αφέντη μου.
― Καλά. Άρχισε αύριο το πρωί.
Ύστερα έστειλε και φώναξε εμάς τα παιδιά.
― Θα πάτε με τον μπαρμπα -Γιωσήφ, αύριο το πρωί, μας είπε. Να δείτε που θα μπολιάσει τα δέντρα.
Και γυρίζοντας στο γέροντα:
― Κάθε παιδί ας διαλέξει ένα δέντρο, είπε. Να το μπολιάσεις στ’ όνομά του.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί ξεκινήσαμε. Ο ήλιος μόλις είχε βγει. Ο μπαρμπα-Ιωσήφ πήγαινε πρώτος, με αργά βήματα, κοιτάζοντας χαμηλά τη γη, κ’ εμείς ακολουθούσαμε χαρούμενα. Συζητούσαμε τι δέντρο θα διαλέξει ο καθένας μας και κάναμε πολύ φασαρία. Τέλος συμφωνήσαμε. Η Άρτεμη διάλεξε μια αγριελιά. Δεν ήξερε να πει γιατί, αλλά πολύ αγαπούσε τη γαλήνη του ελαιώνα, το ασημένιο φύλλωμα, τους τυραννισμένους κορμούς. Εγώ διάλεξα μιαν αχλαδιά.
Φτάξαμε. Ο μπαρμπα-Ιωσήφ απόθεσε καταγής το μάτσο τις βέργες που κουβαλούσε μαζί του, τα μπόλια. Δεν έβλεπε πια καλά, γι’ αυτό πασπάτευε το άγριο δέντρο, τα κλωνιά του, γυρεύοντας να βρει το καλό μέρος. Ολοένα η έκφραση του γινόταν πιο αυστηρή. Τα μάτια του δεν κοίταζαν πουθενά πλάι, μήτε εμάς. Ολοένα χάνανε τη λάμψη τους, σαν να σβήναν, όλη η ύπαρξή του έσβηνε για να μείνει μόνη, πυκνή η ζωή της αφής. Όταν επιτέλους βρήκε το μέρος που ήθελε, σήκωσε τα μάτια του στον ήλιο. Έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, και τα χείλια του κάπως σάλεψαν ενώ ψιθύριζαν τη μυστική του δέηση. Έμεινε για λίγο άφωνος, κ’ ύστερα κατέβασε τα μάτια απ’ τον ήλιο. Ήταν πια γαλήνιος και βέβαιος. Με σταθερό χέρι έκοψε με το μαχαίρι του κ’ έβγαλε απ’ τη βέργα, το μπόλι, ένα μέρος φλοιό σα δαχτυλίδι. Με ο ίδιο το μαχαίρι χάραξε το αγριόδεντρο, και στη θέση της φλούδας που βγήκε έβαλε το κομμάτι το φλοιό της βέργας. Κ’ ύστερα έδεσε σφιχτά το ξένο σώμα στο σώμα του δέντρου.
Τελείωσε.
Μια δυνατή χλωμάδα απλώθηκε στο πρόσωπο του γέροντα. Πάλι κοίταξε κατά το μέρος του ήλιου. Και πάλι, τρέμοντας, προσευχήθηκε:
― Σ’ ευχαριστώ που αξιώθηκα και φέτος να μπολιάσω δέντρα…
Κ’ έπειτα στρέφοντας σ’ εμένα, γαλήνια:
― Αυτό είναι, γιε μου, είπε. Σου το παραδίνω το δέντρο σου. Να τ’ αγαπάς σαν πράμα του Θεού.
Ήταν ιερότητα πολλή στη στιγμή και στην έκφρασή του, που μας συνέπαιρνε κ’ εμάς τα παιδιά, ασυναίσθητα. Μα δεν καταλαβαίναμε καλά για ποιο λόγο. Τι είχε γίνει; Ένα κομμάτι φλούδα από μια βέργα κόλλησε πάνω στο άγριο δέντρο. Τίποτ’ άλλο δεν είχε γίνει.
Κοιτάζαμε το γέροντα απορώντας. Κ’ εκείνος, σα να μάντευε το τι γινόταν μέσα μας, γυρίζοντας σ’ εμένα:
― Βάλε τ’ αυτί σου απάνω στο δέντρο, μου είπε.
Πλησίασα το κεφάλι μου κι ακούμπησα το αυτί μου καταπώς μου είπε. Έφερε κ’ εκείνος το πρόσωπό του, το ακούμπησε κι αφουγκράστηκε. Έτσι κοντα τα πρόσωπά μας σα ν’ άγγιζαν το ένα τ’ άλλο. Είδα τα μάτια του που ήταν θολά. Σιγά-σιγά βάραιναν και σφαλνούσαν, σα να βυθιζόταν σε έκσταση. Ώσπου κλείσανε οριστικά.
― Ακούς τίποτα;.. μου ψιθυρίζει η φωνή του απ’ το βάθος της μαγείας.
Τίποτα. Όχι. Τίποτα δεν άκουγα.
― Όμως εγώ ακούω!... μουρμούρησε.
Κ’ έπειτα μου εξήγησε πως άκουγε το αίμα του δέντρου, απ’ όπου είχε πάρει τη φλούδα το μπόλι, να τρέχει αργά μες στο αίμα του άγριου κορμού, ν’ ανακατεύεται μέσα του, αρχίζοντας έτσι την πράξη του θαύματος, τη μεταμόρφωσή του.
― Άμα θ’ αγαπήσεις πολύ τα δέντρα, τότε θ’ ακούς κ’ εσύ, μου είπε. Θα τ’ αγαπήσεις, παιδί μου;
Του το υποσχέθηκα.
― Θα τ’ αγαπώ, μπαρμπα-Ιωσήφ.
― Θα τ’ αγαπήσεις, Άρτεμη;
― Θα τ’ αγαπώ, μπαρμπα-Ιωσήφ.
σελ. 58-60


1 σχόλιο:

  1. Δεκαοχτώ χρονών τον σττείλανε τον Βενέζη στα τάγματα εργασίας στα βάθη της ανατολής

    Η βιογραφία του Βενέζη: http://hallofpeople.com/gr/bio/Benezis.php

    ΑπάντησηΔιαγραφή