Αυτό δεν έχει καν το έλεος της τιμωρίας





     


Ο φυλάσσων τα νήπια, την αγνή πολιτεία τους και της γνώμης τους το απλούν και ανεύθυνον, έκανε ό,τι μπορούσε γι’ αυτά, ό,τι περνούσε απ’ το χέρι Του, όχι περισσότερα. Οι πενθηρές μεταστάσεις τους, χωρίς να είναι καθημερινές ή υπό τύπον μάστιγας, δεν ήταν όμως και σπάνιες. Μόνο τους τελευταίους μήνες να πάρουμε φτάνει – είχαν χαθεί κάπου έξι. Το πιο πρόσφατο ένα άγουρο και θελξικάρδιο κορίτσι πάλι, τρεισήμισυ φορές μεγαλύτερο απ’ την Δάφνη. Είχε ένα δέρμα που ήθελες να το κοιτάς συνέχεια (παρ’ ότι σε κρατούσε σε απόσταση), το λιμπιζόσουν, σ’ αιχμαλώτιζε, ερχόταν και στον ύπνο σου – τόσο φωτεινό και παράξενο, τόσο διάφανο, γαλαζωπό σχεδόν μες στην απίστευτη λευκότητά του –, και το κορίτσι καθόταν εκεί κι αργοέσβηνε, μέχρι που έσβησε τελείως, από μια ασθένεια ακριβώς του δέρματος που δεν είχε στις μέρες τους επίσημη ονομασία ούτε γιατρειά. Μια άλλη ασθένεια, με όνομα αυτή, είχε πάρει ένα αγόρι στα δέκα του χρόνια. Ο πατέρας του δεν κουραζόταν, απ’ τον περασμένο χειμώνα, να λέει όποτε το ’φερνε ή δεν το ’φερνε η συζήτηση «Εμένα ο γιος μου πέθανε, δέκα χρονώ, από καρδιά!» Γυρνούσε στα καφενεία, στην αγορά, πάνω, κάτω, τον έτρωγαν οι δρόμοι, έμπαινε σε παρέες άλλων αντρών, τους έπιανε να μιλούν για τις δουλειές τους, για τα παιδιά, τα σκυλιά, τις γυναίκες τους, για οτιδήποτε, ή απεναντίας να σιωπούν μπροστά του, να κρατούν τα λόγια τους από σεβασμό, για να μην ξύσουν την πληγή του, κι αυτός εκεί· αυτός εκεί: «Γιατί δεν μιλάτε; Γιατί βουβαθήκατε; Εμένα ο γιος μου πέθανε, δέκα χρονώ, από καρδιά, μα η ζωή συνεχίζεται, έτσι δεν είναι;» Έτσι ήταν, και δυστυχώς και ευτυχώς, μα τι να του έλεγαν, πώς να παράβγαιναν με την απορία του; Τον άφηναν να ξεσπάει τουλάχιστον, να το μιλάει,  να το περιφέρει από μέρα σε μέρα κι από πόστο σε πόστο – τέτοιες πληγές μόνο ο μακρύς χρόνος τις κλείνει. Ένα άλλο αγόρι, στην ίδια «μυθική» ηλικία, είχε πέσει πριν κάνα μήνα από μια καρυδιά και δεν έπαθε τίποτα, κάτι αμυχές μονάχα στα χέρια και στο πρόσωπο (ο πατέρας του τρυγούσε με την μακριά ξύλινη σάρισα την καρυδιά κι είπε ν’ ανέβει κι ο μικρός να τον βοηθήσει, ν’ αρχίσει να μαθαίνει την τέχνη – δεν ήταν προσιτή για τον κάθ’ ένα, δεν ήταν εύκολη δουλειά), και τρεις μέρες έπειτα, βία τέσσερις, έπεσε το παλληκαράκι από μια άλλη καρυδιά, πολύ χαμηλότερη, πολύ φτωχότερη σε παρακλάδια, καρπούς και παγίδες, και πέθανε από εσωτερική αιμορραγία. Σ’ αυτήν την δεύτερη είχε ανέβει κρυφά απ’ τον πατέρα του, με την έγκριση μόνο δύο συνομηλίκων του, που τον επέβλεπαν από κάτω, απ’ το έδαφος, και τον περίμεναν να κατέβει για να μάσουν όλοι μαζί τα λιγοστά καρύδια και να τα μοιραστούν. Ήταν η πρώτη καρυδιά που θα τρυγούσε μόνος του, με το μικρό καμαρωτό σαρισάκι του – στάθηκε και η τελευταία. Κι ο πατέρας του, όχι δηλαδή για να πειράξει τον πατέρα του άλλου παιδιού, του καρδιακού, μα ίσως για να συγκριθεί μαζί του στην συμφορά, στην θεόπικρη ειρωνεία που είχε χτυπήσει τώρα και την δικιά του πόρτα, έλεγε κι αυτός με την σειρά του: «Κι εμένα ο γιος μου πέθανε, δέκα χρονώ, από καρυδιά!»
Και υπήρχαν κι άλλες δυο περιπτώσεις, με νήπια που πέρασαν στην άλλη ζωή – πριν καλά-καλά μπουν σε τούτη – από απροσεξία (αυτό κι αν είναι ασύγκριτο) των μανάδων τους. Η μια έπεσε να ξεκουραστεί δίπλα στο μωρό της ένα μεσημέρι – το είχε στο μεγάλο κρεβάτι –, την πήρε ο ύπνος και, μες στο ύπνο, πλάκωσε το μωρό με το στήθος της, μ’ όλο το βάρος του κουρασμένου κορμιού της, και το μωρό δεν ξαναξύπνησε. Η άλλη είπε να κάνει εντριβή ένα βράδυ στα δυο της δίδυμα βρέφη, για να τους φύγει το μεγάλο κρύωμα που δεν τ’ άφηνε ν’ αναπνεύσουν – εντριβή με πετρέλαιο! Αυτό της βρέθηκε, ή αυτό φαντάστηκε πως θα ’ταν πιο δραστικό απ’ το απλό «σπίρτο» – το μπλε οινόπνευμα –, καθώς θυμόταν τον πατέρα της που ήθελε πάντα πετρέλαιο για εντριβή και γινόταν περδίκι. Μετά τα τύλιξε καλά-καλά στις πάνες τους, τα σκέπασε και με μια κουβέρτα, και τα δίδυμα εξέπνευσαν απ’ την μεγάλη θερμότητα και, φυσικά, τις αναθυμιάσεις. Ήταν τα πρώτα της παιδιά, αγόρια και τα δύο· της αλληνής ήταν το τρίτο, κι εκείνο αγόρι, μετά μάλιστα από δυο κορίτσια. «Αν κάνεις πάλι κορίτσι, θα σε στείλω πίσω στον πατέρα σου», της είχε πει ο άντρας της. Του έκανε λοιπόν και το αγόρι, που άλλωστε ήταν και δικός της πόθος. Και όλα τώρα καπνός.
Περιττό να πούμε πως ο σκληρότερος καημός σ’ αυτές τις απώλειες, η απύθμενη πίκρα, η τρέλλα με μια λέξη, ήταν η ενοχή που έδερνε τις δυο μάνες των νηπίων – αυτό, όπως διατείνονταν, δεν είχε δεύτερο στον κόσμο. Γιατί άλλο να σου πεθαίνει το παιδί, να κλάψεις, να σπαράξεις, να τα βάλεις με το Θεό ή να τα βρεις μαζί Του, κι άλλο να ’σαι εσύ η αιτία που πέθανε, εσύ που το γέννησες. Αυτό δεν έχει καν το έλεος της τιμωρίας, έτσι ένοιωθαν.
σελ. 319-321


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου