Και συνέβη τις ημέρες εκείνες του Φεβρουαρίου, προτού ξημερώσει Μάρτιος και κινήσουν οι ετοιμασίες για την πανήγυρη, να αρρωστήσει το αγόρι του Βαραλή. Το παιδί τελείωνε το Δημοτικό και το ’χαν αποφασίσει να το στείλουν στη χώρα, σε συγγενείς, να σπουδάσει στο Σχολαρχείο και μετά να μπει μαθητευόμενος σε χρυσικό.
Οι γιάτρισσες από τα γύρω χωριά εξέτασαν το παιδί, η ξεματιάστρα το ξεμάτιασε τρεις φορές, πλην όλες προειδοποίησαν τους Βαραλαίους: το παιδί είναι σοβαρά, να το πάτε στη χώρα, σε επίσημο γιατρό.
Η μητέρα του παιδιού ετοίμασε τη σούστα, έζεψε το άλογο, να πάει ο Νικόδημος ο άντρας της το παιδί στον γιατρό. Όμως ο Βαραλής πήρε απόφαση: γυναίκα, ξέζεψε τη σούστα, της λέει, τώρα έχουμε λόγο να πάμε στο πανηγύρι του Μαρτίου.
Οι δύο γονείς, ως σκληρότατα θεοσεβείς, δεν έδειξαν πόνο για το παιδί, επειδή η ασθένεια είναι και αυτή εξ ύψους, και Θεού απόφαση, και όπου ο Θεός απαγόρευε το πένθος εκείνοι δεν επιτρεπόταν να πονέσουν. Εάν το παιδί μας αξίζει την προστασία Του όσο την αξίζουμε και την αξιωθήκαμε κι εμείς μέχρι τώρα, ο Θεός θα του προετοιμάσει μονάχος Του τη σωτηρία του. Γι’ αυτό δεν επιτρεπόταν να ανησυχούν, μήπως και ασεβήσουν. Έτσι η γυναίκα υπάκουσε. Και το χωριό όλο κατάλαβε από πού προσδοκούσε τη σωτηρία ο πατέρας. Και τον εστήριξαν και του έριξαν δίκιο. Ο γυιος σου είναι η τύχη μας, του είπαν, να τιμήσουν το χωριό μας οι δύο θαυματουργοί. Είμαστε τόπος ευσεβείας, ένα θαύμα το αξίζουμε, και την επίσκεψη του Προδρόμου την αξίζουμε, να μας έρθει με τον άλλον, αυτόν με το αλώβητο όνομα. Όλη η βουνοστεφάνη γύρω ευλογήθηκε, εμάς μας αποφεύγουν και τα σερνικά σκυλιά. Μη μας αδικήσουν άλλο, γιατί θα βλαστημήσουμε, χορτάριασαν πια οι δρόμοι μας.
Τότε ο Βαραλής ξαναπήγε στον Ελισσαίο, νύχτα. Τους βρήκε να ετοιμάζονται.
― Με τη συγκατάβασή σας, νομίζω φτάνει η ώρα του χωριού μας. Το παιδί μου ασθενεί. Σε θέλω.
― Τι ασθένεια έχει;
― Εάν δεν καλέσω γιατρό, το παιδί θα πάθει κάτι ανέκκλητο. Δε θα καλέσω. Εσύ μπορείς να βοηθήσεις δίχως να προσφύγω σε ανθρώπινη επιστήμη. Θέλεις; Δέχεσαι να καταργήσεις το κακό; Εγώ γιατρό δεν καλώ. Η αρρώστεια θα προχωρήσει. Δε θέλω να μου το γιάνει γιατρός, θέλω το παιδί μου να τιμηθεί και να έχει στέφανο στην υπόλοιπη ζωή του. Γιατί να χαρίσουμε τη δόξα της θεραπείας του σε γιατρό, σε άνθρωπο; Αν ευδοκήσεις, κι εσύ εδραιώνεσαι και ο γυιος μου θα έχει όσο ζει τη σφραγίδα της δωρεάς. Δέξου το. Το δέχεσαι;
Ο Ελισσαίος κοίταξε το Ζάγρο και μετά είπε ναι, το δέχομαι, το δεχόμαστε. Κανόνισε, άνθρωπε, το παιδί σου να κρατηθεί στη ζωή μέχρι τέλη Φεβρουαρίου. Μετά, μου το φέρνεις στο πανηγύρι του Μαρτίου, του δίνω την πρώτη θέση εκεί.
― Εμείς πιστεύουμε σε σένα, είπε ο Νικόδημος.
― Φέρε το μαζί με τη γυναίκα σου, τα παραπέρα τα παίρνω εγώ στον λαιμό μου, έννοια σας. Μόνο πες μου, έχει αγριέψει η ασθένειά του;
― Είναι ασθένεια προς θάνατον, ναι.
Είπε αυτό το ψέμα ο Βαραλής, να σιγουρέψει τη συγκατάβαση του Ελισσαίου, και γύρισε στην Κοκκαλού περιχαρής, η γυναίκα του τον περίμενε. Και όταν της είπε τα χαρμόσυνα, εκείνη προσκύνησε, το χωριό μας και το σπίτι μας θα ευλογηθούν με θαύμα είπε. Το παιδί τους άρρωστο στο κρεβάτι. Τη μαμή που ήρθε να το εξετάσει την έδιωξαν. Και τα γιατροσόφια που είχαν διορίσει οι πρακτικές γιάτρισσες τα χύσανε στον νεροχύτη. Ούτε έδιναν πολλή τροφή στο άρρωστο, μη δυναμώσει. Το τάιζαν μονάχα όσο έπρεπε για να κρατηθεί στη ζωή μέχρι τις αρχές Μαρτίου.
― Εγώ θα σας χαρίσω το θαύμα, είπε ο μικρός άρρωστος σε όσους του πήγαιναν επίσκεψη να του ευχηθούν περαστικά. Εγώ θα σας χαρίσω το θαύμα. Του τα είχαν πει όλα οι γονείς του, να το χαροποιήσουν το παιδί. Κι αυτό υπερηφανευόταν και έλιωνε στο κρεβάτι.
― Κρατήσου εσύ, γυιε μου, μέχρι Μάρτη, ν’ αποκτήσεις μετά σφραγίδα και δύναμη που δεν τις αξιωθήκαν ούτε προφήτες ούτε όσιοι, έλεγε στο παιδί, που όλο και βαθούλωνε το κορμάκι του στο στρώμα, ο πατέρας του.
Η μητέρα υποταχτική και αμίλητη. Τραβάει το δρόμο του, έλεγε στις γειτόνισσες που τη ρωτήσανε πώς πάει το παιδί. Έβλεπε τη μεγάλη τύχη, τη υψηλή μοίρα που παραφύλαγε τον γυιο της, τον μέγα στέφανο που επικρεμόταν πάνω από το σπίτι της.
― Μόνο να κρατήσει το παιδί μας, έλεγε η Βαραλίνα στον άντρα της, ν’ αντέξει να βγάλει το Φεβρουάριο. Είχε και αυτή παραδεχτεί να μη ζητήσουν γιατρό και γιατρικά.
― Εάν είναι καθαρής ψυχής και δεν προορίζεται για αμαρτωλός, έλεγε ο άντρας της, ο Θεός θα τον τιμήσει το γυιο μας. Εάν δεν τον τιμήσει, γνωρίζει περισσότερα από σένα. Και δεν σου επιτρέπεται ούτε να λυπηθείς ούτε να πενθήσουμε αν το χάσουμε το παιδί.
― Βαστήξου, παιδί μου, μεταξωτό μου εσύ, έλεγε η Βαραλίνα στο παιδί, βαστήξου ως το Μάρτη. Και του έδινε τόση τροφή όση για να βαστηχτεί στη ζωή, αλλά να μη δυναμώνει.
Και το παιδί υπάκουσε και παραμονές Μαρτίου πέθανε πρόθυμα. Και οι συχωριανοί του πήγαιναν στο σπίτι των Βαραλαίων να συλληπηθούν, όμως όλοι τους με κρυφή χαρά καλοτύχιζαν. Και η Βαραλίνα είχε ψήσει και κερνούσε γλυκό, μπακλαβά.
Πρώτη Μαρτίου χάραμα, ο πατέρας έζεψε τη σούστα, η μητέρα έντυσε το παιδί με τα καλά του και κίνησαν. Φέρετρο δεν παράγγειλαν. Πήραν μαζί μόνο μια αλλαξιά γιορτινή, να ντυθεί το παιδί μετά την έγερσή του. Το φέρετρο τι το χρειαζόμαστε, είπαν στον ιερέα, σε τρεις μέρες θα ’χει αναστηθεί. Οι χωριανοί τους ξεπροβόδισαν, κάποιος μάλιστα έκανε να τραγουδήσει, αλλά του έφραξαν το στόμα, και οι δύο γονείς με τη σούστα έφυγαν βιαστικοί να προλάβουν να περάσουν τις τρεις γέφυρες και το ρέμα των Αγίων Πάντων, ήταν χείμαρρος και την άνοιξη φούσκωνε κι έκλεινε τον δρόμο.
Παύλος Μάτεσις
«Ο Παλαιός των Ημερών»
σελ. 132-136
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου