Έμαθε εύκολα πώς κλαίνε



―Δεν ήθελα να σε χάσω από τώρα, φώναξε ένας νέος παντρεμένος στη γυναίκα του.
Συνέβη αυτό τις μέρες εκείνες στο χωρίο Κοκκαλού, ο νέος ονομαζόταν Πασχάλης Μυώτας, είχε σπίτι δίπλα στου Βαραλή, αυτόν με τον αναστηθέντα γυιο. Ο Πασχάλης Μυώτας , ψηλός και γερός, πήρε μια όμορφη νέα και συνέβη αυτή, φρεσκοπαντρεμένη και καλοπαντρεμένη, να πεθάνει άσχημη. Ο άντρας της την παντρεύτηκε για την ομορφιά της, κανενός εικονίσματος η αγία δεν έχει την ομορφιά τη δική σου, σε όλα τα χωριά και τα κεφαλοχώρια, της έλεγε αντί για χαιρετισμό όταν την έβλεπε. Ούτε η Βρεφοκρατούσα έχει την ομορφιά σου, της είπε τη στιγμή που τους στεφάνωναν, και ο παπάς το άκουσε.
Επειδή, φαίνεται, πρόσβαλε όλες τις αγίες στην ομορφιά τους, γι’ αυτό σε λίγους μήνες η γυναίκα του έλαβε ασθένεια στο πρόσωπο ανίατη και άγνωστη, άνευ ονόματος ασθένεια είπαν οι γιατροί και αρνήθηκαν να εξετάσουν πλέον την άρρωστη.
Και η γυναίκα του μέρα την ημέρα ασχήμιζε.
Πέρα μακριά, ο Ταξιάρχης, με τον επιτάφιο και την Ντομένικα ξοπίσω του, ξύπνησε ένα πρωί και είδε πως μία από τις ανίατες ασθένειες που κρατούσε φυλακισμένες στη συλλογή του, έλειπε. Δεύτερη απόδραση, είπε. Μήνες πιο πριν, ένα πρωί το βαλσαμωμένο παγώνι τέντωσε τα φτερά του πάνω στον επιτάφιο και πέταξε μακριά. Έργο του κυρ Ελισσαίου αυτό, είπε η Ντομένικα.
Και η γυναίκα του Πασχάλη Μυώτα μέρα την ημέρα ασχήμιζε, σαν αμαρτία γίνεσαι, της είπε ο άντρας της. Και την εκοίταζε. Μετά ούρλιαζε και την έδερνε. Της κουβαλούσε μάγους, μήπως της ξαναφέρουν την ομορφιά της, όμως όλοι τον απέλπισαν, η γυναίκα σου θα χάσει και κάλλος και ζωή, είπαν, πληρώθηκαν και έφυγαν δίχως να ευχηθούνε περαστικά, ποιος ο λόγος να το ευχηθούνε.
Ο Πασχάλης Μυώτας κοιμόταν τώρα σε χωριστό κρεβάτι, μην κοιμάσαι δίπλα μου τον διάταξε η γυναίκα του, μήπως κολλήσεις ασχήμια και τότε δε θα σε θέλω. Μονάχα το σκυλί της κοιμόταν τώρα στο κρεβάτι δίπλα της. Αυτό το είχε μονάχη της περιμαζέψει μέσα στο σπίτι τους, από μικρό κουτάβι απορριγμένο, τι το θέλεις το μόλεμα μέσα στο σπίτι σας της λέγανε όλοι οι συγγενείς, το σκυλί είναι για την αυλή, δεν το μπάζουμε στο σπίτι. Εκείνη όμως το είχε πριγκιπόπουλο, το φρόντιζε σε όλα και το κοίμιζε στο κρεβάτι της δίπλα. Ο Πασχάλης το δέχτηκε κι αυτός όταν παντρεύτηκαν, την είχε χαϊδεμένη, και στα εικονίσματα των αγίων έχει ζώα, της έλεγε.
Τώρα, μονάχα το σκυλί δεν πειραζόταν απ’ την ασχήμια και κοιμόταν δίπλα της, εκείνη το είχε παρηγοριά, νόμιζε πως το ζώο καλοπερνάει. Όμως εκείνο δεν είχε σε υπόληψη τους ανθρώπους, τη δική του ράτσα νοσταλγούσε, τη νύχτα στον ύπνο του τιναζόταν και σιγανογάβγιζε, επειδή ονειρευόταν το σκύλο της θεια-Μαλαβίτας και ήξερε πως εκείνος ονειρευόταν ωραίο δάσος με σκυλόπουλα, και οι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ πλαστεί, στο όνειρό του. Η άρρωστη όμως δεν κατάλαβε ποτέ της ότι το ζώο νοσταλγεί και δυστυχεί.
Και ασχήμιζε βαρύτερα.
―Όχι, στους δύο Προδρόμους δεν τηνε πάω, είπε στη μάνα της γυναίκας του ο Πασχάλης Μυώτας. Αφού η αγάπη μου δεν μπορεί να την κάνει καλά, τότε κανένας δεν μπορεί, τον μόνο που παραδέχομαι εγώ για θαυματουργό είναι ο έρωτάς μου. Δεν την πάω πουθενά.
Όμως η γυναίκα χειροτέρευε και η ομορφιά της ξεκόλλαγε από πάνω της όλο και περισσότερο. Κι έτσι αναγκάστηκε να προσφύγει στον Ελισσαίο και στον Ζάγρο, ήξερε πως θα τους έβρισκε στους Κομνηνούς, χωριό ψηλότερα στο βουνό. Έλουσε μονάχος του τη γυναίκα του, την έβαψε βαρειά να ελαττώσει την ασχήμια, την εφόρτωσε στο κάρο του και κίνησε. Όμως έξω από τους Κομνηνούς σε μια βρύση και δύο καρυδιές είδε από μακριά τους δύο Προδρόμους. Είχανε σταματήσει να λουστούν και να κολατσίσουν. Σταμάτησε το κάρο με την άρρωστη μακριά, πίσω από δέντρο, κοίταξε τους δύο άγιους άντρες που έπλεναν ο ένας το κορμί του άλλου. Με τέτοια ομορφιά που κατέχουν αυτοί είπε ο Πασχάλης, πώς να τους προσκομίσω εγώ τόσο άσχημη γυναίκα; Τους ντρέπομαι, ζηλεύω και την ομορφιά τους. Έτσι έστρεψε το κάρο και γύρισε στην Κοκκαλού, λυπήθηκε να κολλήσει τους δύο όμορφους με την ασχήμια του σπιτιού του.
Ο Ζάγρος και ο Ελισσαίος τους είχαν δει, μισοκρυμμένους πίσω από το δέντρο, όμως δεν τους προσκάλεσαν. Είχαν συνηθίσει πια. Ο κόσμος που τους έβλεπε να λούζονται σεβόταν τη γύμνια τους και δεν τους πλησίαζε. Κάθησαν και έτρωγαν ψωμί και τυρί, δεν είναι της δικαιοδοσίας μας η γυναίκα, είπε στο Ζάγρο ο Ελισσαίος, άσ’ την, την έχουν προγράψει οι αγίες.
Την άλλη μέρα ο Πασχάλης σαμάρωσε το καλό τους το άλογο, το έστρωσε με μπατανία υφαντή τρίχρωμη, σηκώσου είπε στη γυναίκα του, θα σε πάω στην Ομβρία, στην κυρα-Μαλαβίτα, να σου κάνει καλά την ομορφιά σου. Και στον δρόμο προς Ομβρία η άρρωστη λιγωνόταν, είχε καταπέσει πλέον. Και κάθε τόσο λιποθυμούσε κι έπεφτε από το άλογο και μάτωνε στο πέσιμο. Ο Πασχάλης της δεν τη βοηθούσε να σηκωθεί. Μόνο την κοίταζε έτσι πεσμένη με τα αίματα στα μαλλιά και στα σκουλαρίκια και άσχημη. Και την κλωτσούσε με κλωτσιές και ούρλιαζε από τον πολύν έρωτα, πώς μου έγινες έτσι, πώς μου κατάντησες έτσι, της έλεγε. Και άρχιζε πάλι να τη δέρνει, πεσμένη στα πόδια του αλόγου, να τη δέρνει και να την ποδοπατάει και όλο πάσχιζε να κλάψει, αλλά δεν ήξερε πώς βγαίνουν τα δάκρυα, ήταν πρωτάρης. Εκείνη αποδεχόταν το ξύλο δίχως ν’ αντιστέκεται, πώς ν’ αντισταθεί έτσι άσχημη που είχε γίνει. Πιασμένη από το πόδι του αλόγου για να σηκωθεί. Μονάχα του έλεγε συγγνώμη, Πασχάλη μου άντρα μου, συγγνώμη. Ύστερα έβρισκε δύναμη και καβαλούσε πάλι το άλογο. Σε λίγο όμως ξανάπεφτε. Και ο Πασχάλης Μυώτας ούρλιαζε μόνο, γιατί δεν ήξερε πώς βγαίνουν τα δάκρυα.
― Μην έχεις έγνοια και μη στενοχωριέσαι, θα μάθεις πώς κλαίνε, θα το γνωρίσεις το κλάμα, του είπε η κυρα-Μαλαβίτα. Δεν έχει γιατρειά η ομορφιά της. Το κορίτσι ήταν γεννημένο για άσχημο, η ομορφιά της ήταν περαστική, τώρα επιστρέφει στην ασχήμια της, όμως δε θα την αντέξει, γιατί καλόμαθε στην ομορφιά. Αυτά είπε στον Πασχάλη η κυρα-Μαλαβίτα. Μη στενοχωριέσαι όμως, κυρ Πασχάλη, και μην ανυπομονείς, γιατί θα πεθάνει σύντομα, δε θα προλάβεις να την ιδείς σε όλη της την ασχήμια. Κάποια αγία έχετε οργίσει εσείς.
Και σ’ έναν μήνα η γυναίκα πέθανε. Σβήνοντας, του είπε σε παρακαλώ βγες έξω, μην ιδείς το τέλος μου.
Το σκυλί έφυγε απ’ το σπίτι και εγκαταστάθηκε στο δάσος που ονειρευόταν ο σκύλος της κυρα-Μαλαβίτας, να ανταμωθεί με άλλα σκυλόπουλα. Και ο χήρος Πασχάλης Μυώτας έμαθε εύκολα πώς κλαίνε. Και του άρεσε. Και είπε, θα παραγγείλω να της φτιάξουν το εικόνισμά της, τέτοιο που να ζηλέψει κάθε αγία, δεν τις φοβάμαι, τι άλλο θα μου κάμουν;
Και παραμέρισε την περηφάνεια του και γύρεψε από τον Ελισσαίο να του φτιάξει το εικόνισμα της γυναίκας του, όπως ήταν προτού της επιτεθούν οι αγίες.
― Να μου τη ζωγραφίσεις με το  βρέφος που δεν προλάβαμε να κάνουμε, είπε ο χήρος. Αγόρι κανονίζαμε.
Παύλος Μάτεσις
«Ο Παλαιός των Ημερών»
σελ. 163-167



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου