Τα κορίτσια ήξεραν περίφημα το μάθημά τους



Ένα διάστημα δεν είχε πλησιάσει κορίτσι. Ύστερα, είχε βολευτεί προσωρινά με μια Μικρασιάτισσα υπηρέτρια της θείας Μαρκέλλας, έκανε μαζί της απάνω-κάτω, ό,τι και με την δ. Ασημάκη κι εύρισκε την ευχαρίστησή του. Αρκετοί από τους φίλους του είχανε λύσει το ζήτημα διαφορετικά, έδιναν μόνοι τους ευχαρίστηση στον εαυτό τους κι είχανε εξηγήσει στο Λεωνή πώς γίνεται αυτό. Μα του Λεωνή δεν του άρεζε αυτός ο τρόπος. Ήθελε αυτό να γίνεται από κανένα κορίτσι. Έτσι είχε συνηθίσει και πίστευε πως αυτός είταν ο σωστός, ο ωραίος τρόπος. Αν δε βρισκότανε κορίτσι πρόθυμο γι’ αυτή τη δουλειά, μπορούσε να περάσει καιρός χωρίς να κάνει τίποτα, εξόν μονάχα ό,τι συνέβαινε τη νύχτα στον ύπνο του, μα γι’ αυτό δεν είχε καμιά ευθύνη ο Λεωνής, είτανε κάτι που γινότανε μοναχό του. Τώρα, κουτσά-στραβά, είχε βολευτεί μ’ αυτή την υπηρέτρια, μα δεν είτανε τίποτα περίφημο κι ύστερα είτανε κάτι μάλλον σπάνιο γιατί η θεία Μαρκέλλα δεν έβγαινε συχνά και, όταν είτανε σπίτι της, δεν σταματούσε καθόλου να ανεβοκατεβαίνει όλα τα πατώματα, από την ταράτσα ίσαμε την κουζίνα, και να ανοιγοκλείνει όλες τις πόρτες για να βλέπει αν είτανε το καθετί στη θέση του. Πού εκείνες οι μεγάλες ευκολίες της σχολής Μοντεφρεντίνι!
Στο τέλος ο Λεωνής άρχισε να συνοδεύει το Δήμη στις ερωτικές του εκστρατείες. Έβγαιναν μαζί, προς το βράδυ, κι έπαιρναν βόλτα το Ταξίμι, το Αγιάζ-Πασά, το Πεδίο του Άρη. Μια μεγάλη περιοχή στο Πεδίο του Άρη, την είχανε καταλάβει αυθαίρετα οι Ρώσοι πρόσφυγες κι είχανε φτιάσει ένα πλήθος σανιδένια παλιομάγαζα, όπου γινότανε ακατάπαυστα του Κουτρούλη ο γάμος. Έβλεπες εκεί όλων των ειδών τα αστεία και τα περίεργα, πρόχειρες ρωσικές ορχήστρες και χορωδίες με μπαλαλάικες, κοζάκικους χορούς με τα μαχαίρια, σαλτιμπάγκους, ταχυδακτυλουργούς, θέατρα με μαριονέτες και θέατρα σκιών, υπαίθρια μπαρ όπου η φήμη έλεγε ότι οι σερβιτόρες είτανε δούκισσες και κυρίες των τιμών της τσαρικής αυλής, λαχεία, χαρτοπαίγνια, παιχνίδια σκοποβολής. Χαλνούσε ο κόσμος από τις μουσικές, τα τραγούδια, τα γέλια, τις φωνές, τους πυροβολισμούς. Ξέσπασαν καμιά φορά και ομηρικοί καυγάδες όπου έβλεπες έναν Έλληνα ναύτη κι ένα Σκώτο φουστανελλά αδελφωμένους να δέρνονται με μια παρέα Ιταλούς βερσαλιέρους και καμπόσους Ρώσους αξιωματικούς, με γένια και με παράσημα, να πέφτουνε στη μέση για να τους χωρίσουνε. Γινότανε συναγερμός, άστραφτε καμιά ξιφολόγχη, μπουλούκια έτρεχαν να δουν κι άλλα μπουλούκια έτρεχαν να φύγουν, άκουες βλαστήμιες και τσιριξιές σ’ όλες τις γλώσσες της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής, η σκόνη σηκωνότανε σαν πυκνή ομίχλη και σκέπαζε το καθετί, αναποδογύριζαν οι εγκαταστάσεις των παιχνιδιών, οι ξύλινες παράγκες τρανταζόντανε από το ποδοβολητό των μαχητών. Επί τέλους έφτανε κι η διεθνική περιπολία και αποκαταστούσε την τάξη με μεγάλες καλπαζιές.
Όταν έπεφτε το βράδυ κι άναβαν τα φώτα, αυτός ο γύφτικος μαχαλάς έπαιρνε ένα ύφος περίπου φαντασμαγορικό, δεν ήξερες πια πού βρισκόσουν. Αν είχες μάλιστα πλησιάσει κανένα μπαρ κι είχες βρέξει τα χείλια σου σε κανένα από τα ποτά που σερβίρανε οι δούκισσες, τα έχανες εντελώς. Όλα γυρνούσαν τριγύρω σου και βόϊζαν άναρθρα, είτανε σαν ένας μπάλος τρελών. Έξαφνα σταματούσες θαμπωμένος και κοίταζες μια γυναικεία μορφή που χαμογελούσε στο ημίφως μιας παράγκας ή στις ανταύγειες μιας φωτιάς ξερών ξύλων, μια γυναίκα ψηλή, κατάξανθη, εξωτική, λαμπρή, ωραία σαν θεά. Κοίταζες με το στόμα ανοιχτό, μαγνητισμένος, χαζός, μπορούσες να ξεχαστείς εκεί με τις ώρες αν δε σ’ έσερναν οι σύντροφοί σου. Δεν είτανε πόθος, δεν είτανε έρωτας, δεν είταν άλλο τίποτα παρά μονάχα θαυμασμός.
Εκεί κυρίως του άρεζε του Δήμη να βόσκει. Δεν πλησίαζε τις Ρωσίδες, δεν είχε το θάρρος, κυνηγούσε όμως τα κορίτσια της Πόλης που ερχόντανε να δούνε τις ρωσικές διασκεδάσεις με αναμμένα πρόσωπα και μάτια γυαλιστερά. Ο Λεωνής ακολουθούσε, δεν έπαιρνε καμιά πρωτοβουλία, έτρεμε συνεχώς μην τον δει κανείς.
Μια φορά, ενώ γυρνούσαν από τις ρωσικές παράγκες και περιδιαβάζανε στη λεωφόρο του Ταξιμιού, ο Λεωνής, στα καλά καθούμενα, έφαγε ένα πολύ γερό χαστούκι από μια δυνατή, καλοθρεμμένη κοπέλα. Ο Δήμης του ομολόγησε αργότερα ότι, καθώς περνούσε δίπλα της, της είχε πιάσει ορισμένο μέρος. Δεν μπόρεσε, είπε, να αντισταθεί στον πειρασμό, είτανε κάτι δυνατότερο από τη θέλησή του. Μα, κοντός και εύστροφος καθώς είτανε, πρόφτασε και κρύφτηκε πίσω από το Λεωνή κι άρπαξε αυτός την μπόρα.
Τα πεζοδρόμια είτανε γεμάτα περιπατητές, στάθηκε κόσμος και κοίταζε, ποτέ ο Λεωνής δεν είχε πάθει τέτοιο φοβερό ρεζιλίκι. Η κοπέλα καθώς του έδωσε τον μπάτσο, φώναξε:
― Ντροπή σου, βρωμόπαιδο.
Ο Λεωνής είτανε σκυμμένος και γύρευε το καπέλο του που είχε κυλιστεί καταγής. Κοίταζε μια κάτω και μια την κοπέλα και τραύλιζε:
― Συγγνώμη, δεσποινίς… Δεν καταλαβαίνω, δεσποινίς…
Ο Δήμης είχε βρεθεί σε δέκα μέτρα απόσταση κι έκανε τον αδιάφορο, με τα χέρια στις τσέπες. Ύστερα είπε πως λυπήθηκε εξαιρετικά, πως θα πρόσεχε να μην ξανασυμβεί ένα τέτοιο δυσάρεστο περιστατικό στο εξής. Ο Λεωνής φώναξε πολύ, μια ολόκληρη εβδομάδα φιλονικούσε και ορκιζότανε να μην ξαναβγεί με το Δήμη ποτέ. Ωστόσο ξαναβγήκε.
Εύρισκαν κάτι κορίτσια μάλλον παρακατιανά. Για να γίνει κάτι έπρεπε τα κορίτσια να είναι δύο και να τα θέλουν και τα δύο. Στην αρχή τα ακολουθούσαν κάμποση ώρα χωρίς να λένε τίποτα, ανταλλάσσανε και κανένα χαμόγελο στα πεταχτά. Όλα αυτά από κάποια απόσταση, έτσι είτανε η καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων. Αν τα κορίτσια τα ήθελαν, έβγαιναν από τις φωτισμένες περιοχές και χωνόντανε σε κανένα σκοτεινό σοκάκι. Αυτό είτανε το σύνθημα ότι μπορούσε να αρχίσει το κόρτε. Τότες οι δυο φίλοι πλησίαζαν κι ο Δήμης έκανε τις προτάσεις. Τα κορίτσια αποκρινόντανε με χαχανίσματα, τα αγόρια πλησίαζαν κοντύτερα, στο τέλος γινόντανε όλοι παρέα και πιανόντανε μπράτσο. Είτανε συμφωνημένο από πριν ποιαν θα έπαιρνε ο ένας και ποιαν ο άλλος. Περπατούσαν έτσι ένα διάστημα, ύστερα πήγαιναν και καθόντανε σε κανένα πεζούλι ή στα σκαλοπάτια κανενός κατηφορικού δρόμου και τότε συνήθως γινόντανε όλα εκείνα τα παιχνίδια, που είχε μάθει ο Λεωνής από τη δ. Ασημάκη. Εύρισκε έτσι την ευχαρίστησή του με τον τρόπο που του άρεζε. Αν τα κορίτσια δεν ήξεραν, έδειχνε αυτός πώς γίνεται. Μα τις περισσότερες φορές τα κορίτσια ήξεραν περίφημα το μάθημά τους.
Γιώργος Θεοτοκάς
«Λεωνής»
σελ. 84-87



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου