Έμενε τότε στη Γαστούνη ένας συμπέθερός μας, Αρίστος Βασιλακόπουλος, σιδεράς, έφτιαχνε μαχαίρια. Δίπλα στο μαγαζί του ήταν ένα άλλο μικρότερο κι ο Βασίλης σκέφτηκε να το νοικιάσουμε εμείς, να ξαναβάλουμε την τέχνη μπροστά, να μην περνάει ο καιρός.
Σηκωθήκαμε μια μέρα με τον Αρίστο να πάμε στην Πάτρα. Θα ψώνιζε αυτός υλικά διάφορα δικά του και εγώ δέρματα. Τον ίδιο καιρό ένας γερο-Γαστουναίος, Αντριανός, έπιασε τον αδερφό μου και την αδερφή του Αρίστου και τους έκανε λόγο για τον Αρίστο, να του δώσει την κόρη του ονόματι Αργυρώ. Ο Αντριανός δεν είχε άλλον στον κόσμο πλην αυτό το κορίτσι. Η γυναίκα του είχε πεθάνει.
Αφού εμελέτησαν το πράγμα καλά, να την πάρει – αυτός είχε ένα μικρό μαγαζάκι και του το έδινε προίκα. Είχε και ένα δωμάτιο σπίτι σε άλλο μέρος και το έδινε και αυτό. Τότε το αποφάσισαν. Ήταν παραμονή του Αγίου Νικολάου.
Εμείς με τον Αρίστο φύγαμε στην Πάτρα, να ψωνίσει ο καθένας τα πράγματα που ήθελε. Κατεβαίνοντας από το τρένο κανονίσαμε να σμίξουμε μετά τις δουλειές μας, να φάμε παρέα. Πήγα πρώτα στους αδελφούς Σκανδάμη και ρώτησα για δέρματα εξωτερικού, γαλλικά. Ήθελα βακέτες του Φρουρίου, μέχρι οχτώ εννέα οκάδες. Αυτοί είχαν από δώδεκα οκάδες και πάνω. Έφυγα από κει, πήγα στο εργοστάσιο Ζαφειροπούλου. Αυτός εμπορευόταν μονάχα ελληνικά, σκάρτα πράγματα. Όλο σβέρκους και λάπες. Μόλις τις ακούμπαγες στο νερό ρούφαγαν αμέσως, σφουγγάρια. Γύρισα πολλά δερματοπωλεία αλλά δεν βρήκα ό,τι ήθελα και έμεινα άπρακτος.
Το μεσημέρι βρήκα τον συμπέθερό μου Αρίστο στο εστιατόριο. Αυτός είχε ψωνίσει, τα είχε μαζέψει τα πράγματά του εκεί. Φάγαμε, ήρθε το τρένο από την Αθήνα, μπήκαμε μέσα, γυρίσαμε στη Γαστούνη.
Την άλλη μέρα φάνηκε ο γερο-Αντριανός και μας είπε ότι θα είχε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήθελα να πάω. Του κακοφάνηκε. Ήταν καλαποδάς, του είχα παραγγείλει να μου φτιάξει τριάντα ζευγάρια καλαπόδια αμερικάνικο σχέδιο, διάφορα νούμερα. Και ήταν υποχρεωμένος σε μένα.
Το αποφάσισα και πήγα με τον αδερφό μου και τα δύο αδέρφια του Αρίστου. Πήγαμε, μας καλοδέχτηκαν. Μας έφεραν τα γλυκά, το πιοτό. Ύστερα εσυζητήσαμε. Όταν έγινε το φαΐ καθίσαμε καθένας στη θέση του. Έκατσα εγώ, ύστερα ο αδερφός μου, ύστερα τα αδέρφια του Αρίστου, κοντά στον Αρίστο η νύφη. Έφεραν το φαγητό, αρχίσαμε και τρώγαμε. Μετά παρουσίασαν και άλλα διάφορα πιάτα. Τσιμπάγαμε, πίναμε. Στο τέλος κουβάλησαν και ψημένα κοτόπουλα.
Όσο πέρναγε η ώρα η νύφη όλο φυλαγόταν, δεν την έβλεπα στα καλά της. Ήταν και μια λάμπα μπροστά, δεν έδειχνε σώμα και πρόσωπο. Τότε λέω στους άλλους, να φύγουμε, είναι αργά. Μας κέρασαν μία ακόμα, είπαμε να ζήσουν, σηκωθήκαμε.
Το πρωί πάει στον Αρίστο ένας φίλος του, του λέει, η γυναίκα που παίρνεις δεν είναι τίμια. Τα είχε με κάποιον και ίσως την έχει γκαστρώσει. Τότε αυτός δεν βγήκε έξω καθόλου. Στης νύφης χόρευαν και περίμεναν τον γαμπρό. Ο γαμπρός πουθενά – στο κρεβάτι. Φτάνει ο πεθερός του, ρωτάει τι έγινε, του λέει η αδερφή του, έχει κάποια δουλειά και θα ’ρθει. Ο Αρίστος να μη θέλει να βγει από μέσα.
Την άλλη μέρα ετοιμάστηκε και πήγε στην Αμαλιάδα. Πήγε στο υποθηκοφυλακείο, να δει για το μαγαζί, αν ήταν εντάξει. Το βρήκε υποθηκευμένο. Γύρισε, λέει της αδερφής του, το μαγαζί είναι χρεωμένο, δεν γίνεται τίποτα. Είναι και κάτι ακόμα. Αυτή τα είχε με κάποιον και να το πεις του Αντριανού.
Βρίσκει η αδερφή του τον Αντριανό, του λέει, το μαγαζί σου είναι χρεωμένο χίλιες δραχμές. Και τα χρήματα ήσαν τότε πολύ ακριβά. Λέει αυτός, θα το ξεχρεώσω. Είναι και κάτι άλλο ακόμα, του λέει εκείνη. Η κόρη σου είναι γκαστρωμένη, δεν είναι καλά. Κοίτα να την πορέψεις αλλού.
Έτσι ο γερο-Αντριανός δεν τόλμησε να πει τίποτα. Και τράβηξε και έφυγε για το σπίτι του. Ήταν ο καημός της μοναχοκόρης του Αργυρώς.
Σε λίγο καιρό βρήκε έναν χωριάτη και του την φόρτωσε. Αυτή είχε ζώνη και σφιγγόταν και δεν φαινόταν για έγκυος. Εκείνος την πήρε για κορίτσι. Και σε έξι μήνες του γέννησε. Τώρα τι απόγινε, αν την κράτησε, αν την έδιωξε, δεν το μάθαμε. Είχε αρχίσει ο πόλεμος έξω, ο κόσμος χανότανε.
Θανάσης Βαλτινός
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη –
Βαλκανικοί – ’22»
σελ. 220-222
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου