Είταν έτοιμος να παραδοθεί, δεν ήξερε σε τι, σε ποιον



Τώρα μασούλιζε την ψίχα του και βαριότανε. Είχε εγκαταστήσει το καβαλέτο του πίσω από την Αφροδίτη της Μήλου και σχεδίαζε άκεφα τις γραμμές της. Μα δεν έμεινε πολλή ώρα χωρίς παρέα. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε η δ. Ιουλία Ασημάκη με μια πελώρια ψάθα στο κεφάλι και μ’ ένα κόκκινο τουλπάνι στο λαιμό. Κρατούσε κι ένα ομπρελίνο με φούντες. Ο Λεωνής κοκκίνισε ως τα φρύδια.
― Μόνος! είπε η δεσποινίς γελαστά.
― Καλημέρα; σας, αποκρίθηκε ο Λεωνής και εξακολούθησε να δουλεύει με περισσότερο ζήλο παρά πριν.
Εκείνη προχώρησε αδιάφορη στο εργαστήριο και βάλθηκε να σιγοτραγουδά το περιβόητο βαλς της Εύθυμης χήρας. Ένα ελαφρό γυναικείο άρωμα χύθηκε ολόγυρά της κι ανακατώθηκε με τη μυρωδιά της ζωγραφικής. Είτανε μεγάλη κοπέλα, είχε ένα πρόσωπο ζωηρό και ευχάριστο, φουσκωτά μαλλιά κι ένα δέρμα απαλότατο, σχεδόν διάφανο, που θαρρείς δεν το είχε δει ποτέ ο ήλιος. Είταν ονομαστό το δέρμα της, ο καθηγητής όλη την ώρα το σχολίαζε και το θαύμαζε. Είχε πολύ θάρρος μαζί της ο καθηγητής, δεν έχανε καμιά ευκαιρία να της πιάνει τα χέρια και τα μπράτσα.
Ο Λεωνής δούλευε με το κεφάλι σκυμμένο, σχεδίαζε κι έσβηνε νευρικά και δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε. Η δ. Ασημάκη έβγαλε το ψάθινο καπέλο της, φόρεσε την ποδιά της, κι άρχισε να ετοιμάζει το καβαλέτο της χωρίς ν’ αφήνει το τραγουδιστό μουρμούρισμά της.
Δεν είχανε βρεθεί ποτέ μόνοι, οι δυο τους, ως εκείνη τη μέρα, και δεν είχαν ανταλλάξει πολλές φράσεις, είχαν όμως συμβεί ανάμεσά τους κάτι πράματα καθόλου ασήμαντα. Μια μέρα δουλεύανε σε απόσταση περίπου ένα μέτρο ο ένας από τον άλλον και αρκετά μακρύτερα από τους λοιπούς μαθητές. Η δ. Ασημάκη πολεμούσε με τις λαδομπογιές κι έμοιαζε εντελώς απορροφημένη από την εργασία της. Είχε το ένα πόδι απάνω στο άλλο και την παλέτα της ακουμπισμένη σ’ ένα σκαμνί. Έσκυβε όλη την ώρα προς την παλέτα για να πάρει χρώμα. Σε μια ορισμένη στιγμή, ο Λεωνής παρατήρησε ότι, μ’ ένα τέτοιο σκύψιμό της, τραβήχτηκε τόσο πολύ το φουστάνι της ώστε μπορούσε να δει όχι μόνο τις γάμπες της, αλλά και μια καλτσοδέτα κι ένα δάχτυλο σάρκα απάνω από την καλτσοδέτα. Κι όταν γύρισε το σώμα της στην κανονική του θέση, το φουστάνι της έμεινε τραβηγμένο απάνω και εξακολούθησαν να φαίνονται όλα αυτά τα μυστικά πράματα. Ο Λεωνής τα έχασε, κοκκίνισε, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Αισθανότανε σε πολύ δύσκολη θέση, μα δεν ήξερε τι του συνέβαινε και τι ακριβώς ήθελε. Από τη μια μεριά ήθελε να φύγει κι από την άλλη κάτι τον έσερνε με δύναμη προς το ανασηκωμένο ύφασμα. Τριγύρω, οι άλλοι μαθητές δούλευαν ολοένα. Άκουες το κάρβουνο που έτριζε απάνω στο σκληρό χαρτί και μερικές σιγανές κουβέντες. Ο Λεωνής ύψωσε πάλι το κεφάλι, σε δυο-τρία λεπτά. Το φουστάνι είχε κατεβεί, σκέπαζε τις γάμπες ως τα μισά. Ο Λεωνής ανάσανε, μα δεν μπόρεσε πια να ησυχάσει, ο νους του είταν εκεί. Ξαναστράφηκε σε λίγο, το φουστάνι είχε σηκωθεί ξανά, ψηλότερα από την προηγούμενη φορά. Έβλεπες τώρα μια πλατιά περιοχή της σάρκας που έσβηνε και χανότανε μες σε σκοτάδια και μυστήρια, μες σε κάτι βαθύ, υγρό και ζεστό, που σε τραβούσε και, θαρρείς, θα σ’ έλυωνε. Η δ. Ασημάκη δούλευε σοβαρότατα, χωρίς να κοιτάζει τριγύρω της. Ο Λεωνής όμως δεν μπόρεσε να τραβήξει μια σωστή γραμμή εκείνο το πρωινό. Το κάρβουνο έτρεμε στα δάχτυλά του, το κορμί του έκαιε κι ένοιωθε πως, αν σηκωνότανε, τα πόδια του δε θα τον κρατούσανε καλά. Η σκηνή αυτή επαναλήφτηκε άλλα δυο πρωινά. Την τελευταία όμως φορά το ζήτημα είχε λάβει διαστάσεις γιατί, σε μια ορισμένη στιγμή, ο Λεωνής, που είχε ξεχαστεί αρκετή ώρα κοιτάζοντας εκεί, αισθάνθηκε τη ματιά της Ιουλίας Ασημάκη απάνω του. Σήκωσε κι αυτός το βλέμμα και την κοίταξε και τότε αυτή του χαμογέλασε μ’ έναν πολύ παράξενο τρόπο που είτανε σαν χάδι, μα και σαν κοροϊδία. Ο Λεωνής κατάπιε όση ψίχα κρατούσε, χωρίς να τη μασήσει…
Το μουρμούρισμα της Εύθυμης χήρας σταμάτησε. Η δ. Ασημάκη άρχιζε να δουλεύει, το κάρβουνο της έτριζε σκληρά. Στα δάχτυλα του Λεωνή το κάρβουνο έτρεμε πάλι. Δεν βάσταξε, έστρεψε πάλι. Το φουστάνι είτανε κατεβασμένο όσο το δυνατό χαμηλότερα. Ο Λεωνής ανάσανε. Μα σε λίγο ακούστηκε η φωνή της.
― Πώς πάει λοιπόν η ζωγραφική; ρώτησε.
Ο Λεωνής παράτησε το κάρβουνο και την ψίχα, στράφηκε προς το μέρος της, συλλογίστηκε τι να πει και, στο τέλος, είπε με αρκετή προσπάθεια.
― Δεν είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου.
Η δ. Ασημάκη χαμογέλασε:
― Ώστε είσαι φιλόδοξος, βλέπω. Κι απ’ αυτή την ηλικία! Μπράβο, θα πας μπροστά.
Συνέχιζε τη δουλειά της, χωρίς να τον κοιτάζει.
― Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; ξαναρώτησε.
― Ζωγράφος, φυσικά.
― Γιατί φυσικά;
― Από τότε που θυμούμαι τον κόσμο η μανία μου είναι να ζωγραφίζω.
― Θες να γίνεις μεγάλος ζωγράφος, δεν είναι έτσι;
― Ω ναι, μεγάλος, αλλιώς δεν αξίζει ο κόπος. Μεγάλος σαν εκείνον το Θεοτοκόπουλο από την Κρήτη.
― Και πού τον ξέρεις το Θεοτοκόπουλο;
― Διάβασα γι’ αυτόν σε κάτι περιοδικά.
― Με τρομάζεις. Φοβερά σχέδια έχεις στο νου σου.
― Ω, δεν ξέρω – μην τα παίρνετε όλα και πολύ σοβαρά – μα, να δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος με τον εαυτό μου…
― Για να δω τι κάνεις.
Η δ. Ασημάκη πλησίασε, πήρε ένα σκαμνί και κάθησε πλάι του, εξέτασε την εργασία του με προσοχή. Ύστερα, πήρε το κάρβουνο και του διόρθωσε μερικές γραμμές.
― Να έτσι, είπε, έτσι πρέπει να κάνεις για να φτάσεις μια μέρα το Θεοτοκόπουλο.
Πήρε το σφοντύλι κι άρχισε να κάνει μουντζούρες.
Ξαφνικά ο Λεωνής παράλυσε. Ένιωσε τα μέλη της που ακουμπούσαν απάνω του, μαλακά, βαριά, ζεστά. Μια καυτερή γλύκα σ’ όλο το σώμα του και μια απέραντη χαρά που τον πλημμύριζε και τον νάρκωνε. Είτανε κάτι εξαίσιο, ποτέ δεν είχε αισθανθεί μια τόσο μεγάλη χαρά, μια τέτοια γοητεία, μια τέτοια εξουθένωση. Είταν έτοιμος να παραδοθεί, δεν ήξερε σε τι, σε ποιον – παραδινότανε. Στράφηκε και την κοίταξε στα μάτια ντροπαλά, ικετευτικά. Εκείνη παράτησε το κάρβουνο και το σφοντύλι και του χαμογέλασε. Του έκαμε ένα νεύμα με το κεφάλι, σαν να τον ρωτούσε τι ήθελε και σαν να ρωτούσε κάτι που το ήξερε. Ο Λεωνής κατέβασε τα μάτια, αισθάνθηκε τα αυτιά του που έκαιαν. Ύστερα ένοιωσε το χέρι της που περπατούσε απάνω του απαλά και σταθερά, σαν να γύρευε κάτι.
Γιώργος Θεοτοκάς
«Λεωνής»
σελ. 62-65



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου