Το δίκιο και τ’ άδικο δύσκολα μπαίνανε στη ζυγαριά τέτοιες ημέρες.



Ο Σήφης τράβηξε το βλέμμα από πάνω της, θα προτιμούσε να ’ναι μόνος του γιατί τον αναστάτωνε τούτη η νεαρή λαφίνα, είχε τον φόβο του φυλακισμένου που για χρόνια δεν είχε σμίξει με γυναίκα, μαζί και τον φόβο του άντρα που ήδη σαραντάριζε γέρνοντας δώθε κείθε σαν καλάμι από τους δυνατούς ανέμους της πολιτικής. Η Παρασκευή δοκίμασε να πιει, έβηξε πνιγμένη, ξαναδοκίμασε αφού είχε τάξει στην υγεία του αδερφού της. Έκλεισε σφιχτά τα υγραμένα μάτια. Τα ξανάνοιξε και, απότομα, άρχισε να ξετυλίγει το νήμα του πρόσφυγα. Ήταν τριών χρόνων, είπε, δεν θυμόταν τίποτε από την ωραία Σμύρνη, αλλά μπορεί και να μην ήθελε να θυμάται τίποτε άλλο εκτός από τους ανθρώπους που πρόλαβαν να σωθούνε πάνω στα καράβια. Στο κατάστρωμα η μάνα της μοιρολογιόταν τον άθαφτο άντρα της. Ο αδερφός της ήταν αγκιστρωμένος από το φουστάνι της. Φλόγες. Τρόμος. Μια βουή. Πείνα και δίψα. Ένας μπόγος ρούχα. Μέσα του είχε χώσει μια πάνινη κουτσούνα. «Να τη, αυτό μόνον έχω απ’ τη Μικρασία», του είπε τραβώντας την κουρελιασμένη κούκλα από μια χαρτόκουτα κάτω από το ντιβάνι του Σήφη.
Ξανασήκωσε το βλέμμα του ο Σήφης, είδε την πάνινη κουτσούνα στα χέρια της Παρασκευής, είδε πίσω απ’ τη νεαρή γυναίκα, στην άκαυτη ακόμη Σμύρνη, μέσα στο τραμ τον εαυτό του έναν κουρελιασμένο στρατιώτη, είδε πιο πίσω τις προηγούμενες ημέρες τη διάλυση του ελληνικού μετώπου και την υποχώρηση. Ένα μερίδιο της οργής του είχε κατασιγάσει, μπορεί και με τα χρόνια να άλλαξε λίγο, αλλά σφίχτηκε ξανά το στήθος του. Τα σωθικά όμως είχαν ζεσταθεί, στήριξε το βλέμμα πάνω στην Παρασκευή, την έβλεπε τριγυρισμένη από τους άθαφτους όσο και απ’ τους λειτουργημένους της νεκρούς – διότι εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι η Παρασκευή είχε πένθος, μάλλον θα ήταν για τη μάνα της. «Ένα παιδί με τούτη τη γυναίκα», άκουσε την καρδιά του. Το κορμί του αναρρίγησε, όπως πριν από λίγες μέρες που ορκίστηκε εκδίκηση ενώπιον του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Ανυποψίαστη η Παρασκευή για την καρδιά του Σήφη, απέδωσε το ρίγος του κορμιού του στον πυρετό του και ανησύχησε, έτσι θα ανησυχούσε και για τον πυρετό του αδερφού της, μολονότι ο άντρας που έκρυβε με κίνδυνο δικό της ήταν πολύ πιο μεγάλος, πλην όμως – κοκκίνισε που το είχε σκεφτεί – το ίδιο ασίκης με τον αδερφό της. Ο φυγάδας σκέφτηκε ότι το κοκκίνισμά της θα οφειλότανε στη θέρμη της ρακής. Η κόρη προσπάθησε να ξαναπιάσει την ιστορία της για να βγει από την αμηχανία. Θυμόταν, είπε, καλά την ημέρα που πρωτοπάτησαν το πόδι στο λιμάνι του Ηρακλείου με το πρώτο πλοίο των προσφύγων, τον Σεπτέμβριο του είκοσι δύο. Κανείς δεν πρόσεξε αν έλιαζε ή αν έβρεχε, δεν πρόσεξε καν τον μεγάλο Κούλε στην άκρη του βραχίονα, όλοι τους στο πλοίο έκλαιγαν, και διότι καταστράφηκαν και διότι είχανε σωθεί. Μετά στριμώχτηκαν χειρότερα κι από σαρδέλες στο ανώγειο του στρατώνα, στο κέντρο της πόλης, κοντά στα Λιοντάρια, που το ισόγειό του έγινε προσφυγικό νοσοκομείο. Απέναντί τους έπαιζε ένα θέατρο, πολλοί κάτοικοι της πόλης πήγαιναν εκεί καλοντυμένοι, παιδάκι εκείνη χάζευε απ’ έξω τις φωτογραφίες και τα ωραία ρούχα των περαστικών. Οι κάτοικοι της πόλης τους βοήθησαν. Οι περισσότεροι. Θυμόταν ότι δέκα φούρνοι κάνανε ψωμί για τους δώδεκα χιλιάδες πρόσφυγες – τόσοι μαζεύτηκαν μέσα σε δύο χρόνια στο Ηράκλειο. Μα και τον φόβο των κατοίκων για τις μεταδοτικές ασθένειες, τα υποχρεωτικά εμβόλια. Τριγύριζε στους δρόμους με τον αδερφό της, έτσι κάνανε όλα τα προσφυγάκια αν δεν τα παίρνανε μαζί στο μεροκάματο οι γονείς τους, ή αν δεν δουλεύανε, τα πιο μεγάλα. Θυμόταν έντονα όταν πρωτοκατεβήκαν στο λιμάνι και αντίκρισαν τον Κούλε να αρμενίζει στη μέση του νερού έχοντας κεντημένα πέτρινα λιοντάρια πάνω του. Κατέβηκαν και μερικές φορές σαν έφευγαν οι Τουρκοκρητικοί, που τους στέλναν καραβιές καραβιές όλους στην Τουρκία, μιαν άγνωστη στους πιο πολλούς τους χώρα, ούτε λέξη τούρκικη δεν ήξεραν μερικοί απ’ αυτούς. Οι περισσότεροί τους ήταν Κρήτες χριστιανοί, οι πρόγονοί τους είχαν κάποτε αλλαξοπιστήσει, γέννημα θρέμμα της μεγαλονήσου, δεν τους έκανε καρδιά να φύγουν, όλο τέτοια λόγια άκουγαν τα προσφυγάκια που έτρεχαν να δουν την υποχρεωτική αναχώρηση των Τούρκων από τους ντόπιους, τους λίγους που κατέβαιναν επίσης στο λιμάνι να αποχαιρετήσουνε τους μουσουλμάνους φίλους τους. Αυτοί οι ντόπιοι κουβεντιάζαν αναμεταξύ τους, άκουγαν τα παιδιά ότι οι πιο ευκατάστατοι μουσουλμάνοι είχανε φύγει μετά τη σφαγή του ενενήντα οκτώ, τότε μπορούσε όποιος ήθελε να αναχωρήσει πουλώντας σε καλή τιμή κτήματα και αστική περιουσία, έτσι έφυγαν πολλοί, οι πιο τυχεροί.
Η Παρασκευή θυμόταν που καμιά φορά την έπιανε συμπόνια, θύμωνε κατόπιν κι έλεγε ότι καθόλου δεν έπρεπε να λυπάται τους γέρους και τα γυναικόπαιδα που μπαίνανε άρον άρον μέσα στο πλοίο «Κιρζαδέ» θρηνώντας, ούτε τον αρχηγό κάθε φαμίλιας που παρέδιδε στον χωροφύλακα του λιμανιού το κλειδί του σπιτιού του τυλιγμένο σε ένα χαρτί με τη διεύθυνσή του, αφού τα τούρκικα σπίτια θα τα παίρνανε με κλήρο αυτοί, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που ζούσαν στριμωγμένοι στον στρατώνα. Δεν ήθελε να τους λυπάται, αλλά δεν έφευγε κι απ’ το μυαλό της κάτι που τους είπε η μάνα τους μια νύχτα, είχαν ξαπλώσει οι τρεις τους στρωματσάδα στον στρατώνα, ότι η προσφυγιά είναι κακή για όλους, Ρωμιούς και Τούρκους, κι ότι ο πόλεμος βλάπτει πάντα τους αθώους πιο πολύ, αλλά να μη σκέφτονται τα βάσανα του κόσμου γιατί δεν θα ’ρχότανε ποτέ ο ύπνος να τους πάρει βόλτα στα ωραία περβόλια. Την ημέρα όμως η Παρασκευή έστηνε το αυτάκι, μάθαινε κι όλο μάθαινε, κάποτε ένας ψαράς που έραβε τα δίχτυα του στο παλιό λιμάνι άνοιξε κουβέντα με έναν γέροντα που είχε το καρότσι του γεμάτο φρέσκα ρεβίθια δεμένα σε ματσάκια και τα πούλαγε στους δρόμους. Ο ψαράς ζήλεψε τη δροσιά τους, αγόρασε ένα μάτσο, αγόρασε ένα και για την Παρασκευή με τον αδερφό της. Τα παιδιά κάθισαν και μασουλάγανε κοντά στα απλωμένα δίχτυα, οι δυο μεγάλοι είπαν ότι οι Τουρκοκρητικοί θα παίρναν τα ρωμαίικα πλουσιόσπιτα της Σμύρνης, θα παίρνανε τα καρπερά χωράφια τους στα μικρασιατικά εδάφη, μα πάνω απ’ όλα φεύγαν δίχως να ’χουν το μαχαίρι στον λαιμό, χωρίς να χύνεται το αίμα τους, φεύγανε με χαρτιά, με τάξη, με την προστασία της Μικτής Επιτροπής για την ανταλλαγή των εθνοτήτων, παίρνοντας και ό,τι μπορούσανε να κουβαλήσουνε μαζί τους. Μπορεί να ήταν αθώοι, είπαν, αλλά αυτοί δεν τους λυπόντουσαν. Έπειτα έμειναν αμίλητοι κοιτώντας τη γαλήνη του πελάγους. Και να τους συμπονούσαν, δεν θα φανέρωναν ποτέ τα αισθήματά τους, στα πέριξ είχαν ξεμυτίσει κάτι πασίγνωστοι χριστιανοί νταήδες, υπήρχαν φήμες για βιαιοπραγίες όχι μόνον εναντίον μουσουλμάνων, μα και των λιγοστών πια φίλων τους στην Κρήτη, το δίκιο και τ’ άδικο δύσκολα μπαίνανε στη ζυγαριά τέτοιες ημέρες.
Στη μάνα της Παρασκευής δεν κληρώθηκε ούτε καλό ούτε κακό τουρκόσπιτο μέσα στο Ηράκλειο. Επειδή δεν είχε ούτε τη δύναμη αντρικών χεριών κοντά της, δεν τη στείλανε με το ζόρι όπως άλλους πρόσφυγες σε μακρινά χωριά του νομού, να σκάβει και να γεωργεί τα πρώην τούρκικα χωράφια, δηλαδή το τίποτε που είχαν αφήσει για τους πρόσφυγες μετά την καταπάτησή τους οι γειτόνοι. Αργότερα μπήκανε οι τρεις τους σε τούτο το χαμόσπιτο, ο αδερφός της είχε μάθει τυπογράφος, κοντά του πρόλαβε να μάθει κι αυτή λίγο. Τα μάτια της κάναν έναν κύκλο αργό, δίσταζε. «Το σπίτι έχει πια καλό στοιχειό τη μάνα μας», ψιθύρισε στο τέλος.
«Το έχω καταλάβει», αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο ο Σήφης.
Η Παρασκευή θάρρεψε και του χαμογέλασε, είχε να κάνει με καρδιά σαν τη δική της.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
 σελ. 230-235



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου