Σώσε με!


Για ώρα πολλή παρακολούθησε τη ζωή του ρηχού και μικρού βυθού. Δεν συλλογιζόταν τίποτα, ούτε κι αισθανόταν. Είχε κουραστή απ’ την προσπάθεια μιας ανεπιθύμητης ζωής. Κι έξαφνα θυμήθηκε πως κάπου εδώ κοντά έβγαλε η θάλασσα το κουφάρι του Μηνά. «Ναι, ναι. Έτσι άκουσα να λεν. Εδώ, εδώ…» Θάρρεψε πως τον έβλεπε ανάσκελα, με ανοιχτά χέρια κι ανοιχτά μάτια, μια να τον φέρνη το κύμα στη στεριά, μια να τον αποδιώχνη στη θάλασσα το αντιμάμαλο: «Ούτε η γης, ούτε η θάλασσα τον ήθελαν τον αμαρτωλό, τον πικροαίματο.» Κάτι σα δάκρυ ήρθε στην άκρη του βλεφάρου της· μα τ’ απόδιωξε: «Όχι· ούτε μ’ αγάπησε, ούτε τον αγάπησα. Οι σατανάδες φώλιασαν στα σωθικά μας και μηχανεύτηκαν να τα σμίξουν σε ηδονή θανατερή. Έλυωσαν από επιθυμία τα κορμιά μας, φλογίστηκαν από εγωισμό οι ψυχές μας, σπάραξαν από γλύκα οι σάρκες μας· κι έσπειραν το Χάρο παντού, παντού, παντού… Όχι, δεν τον αγάπησα. Μονάχα ορέχτηκα να εξουσιάσω το κρέας και την ψυχή του. Άλλον άντρα απ’ το Γιάννη δεν αγάπησα. Άλλον άντρα απ’ τον άντρα μου, δεν αγαπώ.» Σήκωσε τα μάτια· κι είδε πέρα, στον Τσικνιά, ανάμεσα Τήνο και Μύκονο, τον άνεμο να ξεσέρνη έναν καπνό. Κιτρίνισε. Τα χέρια της, όλο νεύρο, γαντζώθηκαν στα χαλίκια της γης. Στήλωσε τα εκστατικά της μάτια στο καπνό και στο μαύρο σημαδάκι που κρεμόταν κάτωθέ του, ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Το μελτέμι έπαιρνε τον καπνό και τον πήγαινε κατά τη Μύκονο. Το σημαδάκι όμως έρχονταν προς τα εδώ, πλησίαζε, μεγάλωνε, έπαιρνε μορφή βαποριού.
― Η «Χίμαιρα». Η «Χίμαιρα»…
Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στην αναπόληση του παλιού καιρού. Ένα καλοκαιριάτικο δειλινό, που έριχνε πορφύρες και θαμπά χρυσάφια πάνω στ’ αργοκύλητο νερό του μεγάλου ποταμού. Πέρα στη Δύση, ο ορίζοντας του ωκεανού φλεγόταν ολόκληρος. Ένα βαπόρι ανέβαινε σιγανά, κόντρα στο ρέμα. Ένα βαπόρι με παράξενο όνομα: «Χίμαιρα».
― Χίμαιρα, μουρμούρισε· και χαμογέλασε πικρά.
Χίμαιρα ενός κόσμου άγνωστου και ονειρεμένου. Καράβι-μύθος, που έπλεγε προς τη χώρα της ευτυχίας, τη ζωή της χαράς. Και την πήρε το μαγικό καράβι· την οδήγησε στην περιοχή της μαγγανείας. Θυμάται… Ναι, θυμάται μια μέρα ηλιόλουστη· τόσο ηλιόλουστη που δυο φορές σφάληξε τα μάτια, γεμάτη δέος. Ένα νησί ολόχρυσο και μια πολιτεία κάτασπρη, λουσμένη φως κυρίαρχο. Κι εκείνη πάνω στη «Χίμαιρα», πλάι στον άντρα της με την ψυχή πλημμυρισμένη από την προσμονή της ευδαιμονίας…
Ανοίγει τα μάτια. Να, το καράβι. Να, η «Χίμαιρα» ίδια κι απαράλλαχτη, όπως τότε· όπως την πρωταντίκρισε πάνω στα νερά του Σηκουάνα, βαρυφορτωμένη και μεγαλόπρεπη. Μόνο που τώρα δεν φαντάζει σκοτεινή, μέσα στην αντίθεση του δειλινού ουρανού. Ο ήλιος του Αιγαίου τη λούζει με τα φωτεινά χρυσάφια του. Κι όμως, κι όμως…
Σηκώθηκε με κόπο, στάθηκε όρθια. Οι βίαιες πνοές του μελτεμιού την κλόνισαν, την ανάγκασαν να πισωδρομήση. Στη μορφή της είχε χυθεί βαριά εγκαρτέρηση. «Γιατί ματαιοπονώ; Τι ελπίζω;» Από τον κόρφο της έβγαλε το άσπρο τριαντάφυλλο και το μύρισε με λαχτάρα. «Έχει την ευωδιά του κορμιού της. Έτσι μύριζε το κορμάκι της όταν το ’σφιγγα στην αγκαλιά μου, όταν το φιλούσα. Αυτή την ευωδιά δεν θα την ξανανιώσω ποτέ, ποτέ, ποτέ.» Ένας χτύπος στο βάθος της μήτρας της την έκανε να τιναχτή. Ήταν το άλλο παιδί της που στριφογύριζε στα σπλάχνα της, που ωρίμαζε, που διακήρυσσε τα δικαιώματά του για ζωή κι ευτυχία. «Όχι! Όχι! Εσύ δεν θα ’χης την ευωδιά της Αννούλας μου! Εσένα δεν σε γέννησε η αγάπη. Εσένα σε γέννησε η βρωμερή λαγνεία δυο κορμιών αποκτηνωμένων. Εσύ βλάστησες πάνω στην κόπρο του θανάτου. Τι δικαίωμα έχεις εσύ στη ζωή;»
Όχι, όλ’ αυτά είναι μάταια· και τα σχέδια της Ρεΐζαινας, κι οι δικές της ελπίδες. Δυο λύσεις μονάχα υπάρχουν: ο άντρας της κι ο θάνατος. Ή ο Γιάννης έπρεπε να καταλάβη τώρα, αμέσως, και να την σώση. Ή ο θάνατος να έρθη τώρα, αμέσως, να την λυτρώση.
Ο θάνατος. Έκανε ένα βήμα προς το γκρεμό. Κι άξαφνα άρπαξε την κοιλιά της με τα δυο της χέρια, σα να ’θελε να την υπερασπίση από κίνδυνο. Μέσα της, το μητρικό φίλτρο ξύπνησε πρωτόγονο, άγριο. Τραβήχτηκε προς τα πίσω, με φρίκη. Το παιδί. Το παιδί της!
Τα χέρια κρεμάστηκαν άτονα πλάι στο κορμί της, που το κλυδώνιζε ο άνεμος. «Όχι, δεν έχω το κουράγιο να το σκοτώσω. Πρέπει να ζήσω. Και μονάχα ο Γιάννης μπορεί να με βοηθήση να ζήσω. Ο Γιάννης, ο Γιάννης…»
Στήλωσε τα μάτια της στο βαπόρι που προχωρούσε, που έφτανε. Το κοιτούσε με αγωνία, θέλοντας να μαντέψη το νέο ριζικό που της έφερνε. Τη ζωή ή το θάνατο; « Ο Γιάννης. Πρέπει ο Γιάννης να καταλάβη και να με σώση. Μα θα καταλάβη;» Κάτι σα λόξιγγας άρχισε να παιδεύη το στήθος της. Από τα μηλίγγια της κυλούσαν δυο αυλάκια θολού ιδρώτα. Τα ξαίματα χείλια της ανάδευαν, σα να ’θελαν κάτι να πουν, χωρίς να το καταφέρνουν.
Η «Χίμαιρα» πλησιάζει, στεφανωμένη μαύρους καπνούς, τριγυρισμένη λευκούς αφρούς. Η ίδια όπως τότε, όπως άλλοτε. Η ίδια; Όχι… Άλλοτε, πάνω απ’ το μαύρο σκαρί, οι χαβαλέδες και τ’ άρμπουρα υψώνονταν κάτασπρα· άλλοτε οι παντιέρες της κυμάτιζαν χαρούμενα στην κορφή των κονταριών. Τώρα, οι χαβαλέδες είναι βαμμένοι χρώμα μαβί· τώρα, οι παντιέρες είναι μετζάστρες. Το καράβι των Ρεΐζηδων πενθεί τους Ρεΐζηδες που πέθαναν. Είναι θλιμμένο κι αποκαρδιωμένο, σαν τους Ρεΐζηδες που απόμειναν.
Πάνω στην τιμονιέρα ένας άνθρωπος στέκεται – μια σκιά ανθρώπου. Γερμένος στο παραπέτο κοιτάει ακίνητος μιαν άλλη σκιά: μια μαυροφορεμένη γυναίκα, με μαύρα φλογερά μάτια, που όρθια στο μουράγιο του λιμανιού, ασάλευτη κι αμίλητη κι αυτή, περιμένει.
Ένιωσε ένα χτύπο στην καρδιά της: «Να τος! Αυτός είναι! Θα καταλάβη! Θα καταλάβη!»
Σηκώνει τα χέρια της προς το καράβι, προς τον άντρα της.
― Γιάννη! Γιάννη! Σώσε με! Γλίτωσέ με!
Αυτό μονάχα μπορεί να πη. Με την ελπίδα που μονάχα ο απελπισμένος βρίσκει μέσα του ορμάει προς τα εμπρός, προς το καράβι, προς τον άντρα της, προς το γκρεμό.
― Σώσε με! Σώσε με!




. . . . . . . . . . . . . . . . . . .




Τα κεφαλόπουλα σκόρπισαν τρομαγμένα. Τρύπωσαν οι γωβιοί μέσ’ τα θαλάμια τους. Η πέρκα έκανε σαν τρελή. Μονάχα ο κάβουρας κατέβηκε απ’ το βράχο του αργοπερπατώντας, σα να μη γίνηκε τίποτα. Και με δαγκάνες ανοιχτές στραβοδρόμησε προς την καινούργια τροφή του.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 319-322

1 σχόλιο: