Ύστερ’ από την πρόσκαιρη κι απόλυτη γαλήνη, το καινούργιο ξέσπασμα του Σορόκου ήταν βίαιο, ξέφρενο. Η θάλασσα δέχτηκε το χίμημα της πνοής με βαθύ αναστεναγμό κι ανασκάφτηκε ξανά σε ψηλά και μακριά κύματα, που πήραν το δρόμο του Μαΐστρου. Ήρθαν και τα σύννεφα τα χαμηλά, να γονιμοποιήσουν τους αρμυρούς αφρούς με τις χλιαρές απανωτές σταγόνες τους. Ένα τεράστιο ουρλιαχτό απλώθηκε σ’ όλα τα πάντα.
Καθώς μια δυνατή πνοή τράνταξε τα τζάμια, η Ρεΐζαινα ξύπνησε απότομα, ξαφνιασμένη και σκιαγμένη. Στα ορθάνοιχτα, τα τρομαγμένα μάτια της πλανιόνταν ακόμα οι στερνές εικόνες του βραχνά που κυβερνούσε το λαφιασμένο ύπνο της. «Ο Αρχάγγελος! Ο Αρχάγγελος κρούει τις φτερούγες του! Το παιδί! Αχ, το παιδί!» Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι τρεκλίζοντας. Τα χέρια της έτρεμαν: «Ήρθε ο Αρχάγγελος. Ήρθε ο Αρχάγγελος.» Έκανε να προχωρήση, μα κοντοστάθηκε. «Είμαι τρελή. Αν γινόταν τίποτα, θα μ’ είχαν ξυπνήσει.» Έστησε αυτί, αφουγκράστηκε. Εξόν απ’ το ουρλιαχτό του ανέμου, τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν. «Δόξα Σοι, Κύριε! Όνειρο ήταν. Όνειρο.»
Αναστέναξε· φόρεσε τη ρόμπα, τις παντόφλες της. «Πάω να δω. Γιατί δεν με ξύπνησαν; Ποιος παραστέκει το παιδί; Ο Μηνάς ή εκείνη;» Με μιας, μόλις θυμήθηκε τη νύφη της, το πρόσωπό της αγρίεψε, γίνηκε σκληρό. «Ας δώση ο Θεός να ζήση το παιδάκι μου. Όσο γι’ αυτήν…» Καθώς έσαχνε πρόχειρα τα μαλλιά της, θυμήθηκε τ’ όνειρο που το ’κοψε το τράνταγμα τ’ ανέμου.
«Ναι. Ο Μηνάς. Ο Μηνάς μου. Για το Μηνά μου ήταν τ’ όνειρο. Αμάν!» Λιγοψύχησε· στηρίχτηκε στο κρεβάτι, να μην πέση. «Ο Μηνάς! Ο Μηνάς μου!» Παραπατώντας, σκοντάφτοντας, αγκομαχώντας βγήκε στο διάδρομο: «Παιδί μου, Μηνά… Τι όνειρο, Θεέ μου! Τι όνειρο…» Να, η πόρτα της κάμαρας του Μηνά, μισανοιχτή, σκοτεινή. Τρέχει, όσο την αφήνουν τα τρεμάμενα πόδια της. Φτάνει στην πόρτα, στέκεται· σκύβει το κορμί της, χώνει το κεφάλι της στο άνοιγμα, να ιδή. Οι γρίλιες είναι κλειστές. Σκοτάδι, δεν καλοβλέπει. Στο κρεβάτι κάποιος είναι ξαπλωμένος. Ο Μηνάς πρέπει να ’ναι. «Μηνά!» θέλει να φωνάξη. Μα η φωνή πάγωσε στο λαρύγγι της. Είδε. Μ’ ένα πήδημα πετάχτηκε πίσω κι απόμεινε σαν άγαλμα από μαύρο μάρμαρο και σταχτή γρανίτη. Στη στυγνή μορφή της, τα δυο μάτια φάνταζαν σαν μαύρα, τυφλωτικά – φώτα της οργής. «Δεν ήταν ο Αρχάγγελος που έκρουγε τις φτερούγες του· ήταν ο Σατανάς.»
Τώρα πια δεν κλονίζεται· τώρα με πόδι σταθερό και θέληση ατσαλένια προχωρεί στην κάμαρα της Αννούλας. Είναι έτοιμη γι’ αυτό που θ’ αντικρίση. Ξέρει πως μαζί με το Σατανά ήρθε κι ο Αρχάγγελος: «Ένα κακό δεν έρχεται ποτέ μονάχο.» Έχει ξημερώσει. Από το παράθυρο μπαίνει το πρώτο φως της μέρας, να δώση κάποιο πλάσμα ζωής στο νεκρό κεφαλάκι, κάποια σπίθα στα μισάνοιχτα γυαλένια μάτια. «Παιδάκι μου, σε σκότωσαν. Σε σκότωσαν…» Με χέρια που τα χαλύβδωνε η οργή πήρε το μικρό λείψανο απ’ το κρεβάτι και το ’σφιξε παράφορα στο ξερό, το γεροντίσιο στήθος της. «Σε σκότωσαν, οι ανόσιοι! Σε σκότωσαν, οι δαιμονισμένοι!»
Έτσι, με το πεθαμένο αγγόνι της αγκαλιά βγαίνει απ’ την κάμαρα. Περπατάει με κορμί στητό, με πόδι σταθερό, με μάτι τρομερό από το ξέσπασμα του θυμού που έδιωξε τη φρόνηση. Προχωρεί στο διάδρομο. Με μια κλωτσιά ανοίγει την πόρτα της κάμαρας του Μηνά. Ο βρόντος έκανε δυο σκιές – δυο ανθρώπους – να ξυπνήσουν άξαφνα και ν’ αναγερθούν πάνω στο κρεβάτι. Τα σκοτισμένα απ’ τον ύπνο μάτια τους βλέπουν μέσα στο μισόφωτο το φοβερό διακαμό της γριάς να προχωρή προς αυτούς, να στέκεται πάνωθέ τους. Οι καρδιές τους πάγωσαν, σταμάτησαν· τα κορμιά τους παράλυσαν. Περίμεναν τ’ αστροπελέκι του Θεού, που θα τους κάψη και θα τους λυτρώση από μια ζωή αβάσταχτη: «Θεέ! Λυπήσου μας! Σκότωσέ μας! Τώρα, αμέσως, τούτη τη στιγμή!»
Αυτό που η Ρεΐζαινα κρατάει στην αγκαλιά της… Αυτό το κορμί…
― Το παιδί μου! ουρλιάζει η Μαρίνα.
Η Ρεΐζαινα καγχάζει στριγγά:
― Χαχά! Πάρε το παιδί σου! Σκρόφα!
Και με μανία, με λύσσα, πετάει το μικρό πτώμα πάνω στα δυο γυμνά κορμιά.
― Το παιδί μου! στριγγλίζει η Μαρίνα. Το παιδί μου!
Αρπάζει το νεκρό κορμί, τα πασπατεύει, το αγκαλιάζει, το κοιτάει με μάτια ξέφρενα. Δε θέλει να πιστέψη. Δεν μπορεί…
― Τι το κοιτάς; σαρκάζει η γριά. Είναι πεθαμένο το παιδί σου!
Η Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει το μικρό πτώμα πάνω στο γυμνό της στήθος, με χέρια ξυλιασμένα. Κοιτάει πέρα, πουθενά, με μάτι γυμνό από φρόνηση. Τότε η Ρεΐζαινα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπο του Μηνά, που κοιτόταν ασάλευτος κι ανέκφραστος, σα χτυπημένος από κεραυνό. Τον κοιτάει στα μάτια, με μάτια που σπαράζουν από σιχασιά, από μίσος. Και σουρώνοντας τα γέρικα χείλη της, τον φτύνει κατάμουτρα.
― Φτου σου! Άτιμε!
Αναστήλωσε ξανά το κορμί της. Ανάσανε με λυτρωμό. Και στητή, και μεγαλόπρεπη, και φοβερή βγήκε απ’ την κάμαρα.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 274-277
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου