Ο Μηνάς, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, δεν μπορεί να κοιμηθή. «Ο ύπνος κι εγώ… Ο ύπνος ελαττώνει τη συνειδητή ζωή μας κατά ένα τρίτο. Στο βάθος του ξεσέρνει την ευφορία της χαράς, μα δεν συνεχίζει τη δυσφορία της πίκρας. Για τον ευτυχισμένο ο ύπνος είναι ανάπαψη· για το δυστυχισμένο παρηγοριά. Όποιος δύστυχος μπορεί να κοιμάται, μπορεί και να ζήση. Μπορεί να πη: υπομονή, ώσπου να κοιμηθώ και να ξεχάσω. Όταν ξυπνήσω, έχει ο Θεός… Όταν όμως ο ύπνος δεν λέει πια να μουδιάση το στηλωμένο βλέφαρο· όταν το μάτι μέσα στο σκοτάδι εξακολουθεί ν’ ατενίζη επίμονα το μισητό είδωλο της δυστυχίας· ή όταν ο ύπνος έρθει μαζί με το βραχνά, να συνεχίση το συναίσθημα της δυστυχίας μέσα στο κάρωμα μιας ψυχής που δεν αντέχει πια… Εγώ κι ο ύπνος… Από σήμερα ανοίγουμε περίπλοκους λογαριασμούς, εγώ κι ο ύπνος. Από σήμερα κι ως… Δεν υπάρχει ως, δεν υπάρχει τέρμα… Κάτω στα δάση της Τενεσή και της Σάουθ Καρολάινα η νύχτα είναι υγρή, βαριά και μαλακή, σαν ένας τεράστιος οδοστρωτήρας από βελούδο, που καταπιέζει, που πνίγει τα πάντα. Εκεί θα δώσω ευκολώτερα τη μάχη με τον ύπνο· γιατί πρέπει να κοιμάμαι. Πρέπει…»
Δίψασε. Ένιωσε δίψα αβάσταχτη: «Είναι το οινόπνευμα. Του ζήτησα φυγή· και μου ’δωσε μονάχη δίψα. Δεν είναι λύση· όχι, δεν είναι… Πρέπει να κρατήσω τη βιτρίνα της ανθρωπιάς μου. Το τάχα γεμάτο οίκτο κακεντρεχές χαμόγελο των ανθρώπων… Όχι, δεν πρέπει να υποψιαστούν οι άνθρωποι πως κατάντησα ένα κτήνος σαν κι αυτούς. Ενώ κάτω, στις ακροποταμιές του Μισισίπι και του Αρκάνσα, υποτίθεται πως πήγα να βρω μια μεγάλη τύχη. Είναι τόσο ανόητοι, που θα πιστέψουν.» Σηκώθηκε. Άνοιξε την πόρτα της κάμαρας του με προσοχή, να μην κάνη θόρυβο· περπάτησε ξυπόλυτος στο μωσαϊκό του διαδρόμου. Μπαίνοντας στην κουζίνα έκανε ν’ ανάψη το φως· μα δεν το άναψε. Πίσω απ’ το βουνό της Τήνος είχε ανατείλει το φεγγάρι της χάσης· μια μήνη γερτή και πορφυρή σα νύχι βουτηγμένο στο αίμα. Τίποτα δεν τάραζε τη γαλήνη· μονάχα ο πηχτός αέρας πήρε τη σκοτεινή διαφάνεια του ρουμπινιού. Η φωτερή λόγχη κοιτόταν ακίνητη, σαν πινελιά κόκκινης γιαπωνέζικης λάκας πάνω στο μαύρο μάρμαρο της θάλασσας. Όλο τούτο το φτωχό αντιφέγγισμα έμπαινε απ’ το παράθυρο της κουζίνας κι έδινε σχήμα στα πράματα. Ο Μηνάς άνοιξε το ερμάρι, πήρε ένα ποτήρι, το γέμισε κρύο νερό απ’ την παγωνιέρα και το ήπιε. Κάπως η δίψα του καταλάγιασε. Ένιωσε την ανάγκη να καπνίση. Στην τσέπη της πιτζάμας του βρήκε το πακέτο και τα σπίρτα. Άναψε τσιγάρο, προχώρησε στο παράθυρο κι ακούμπησε το μέτωπό του στο τζάμι. Από κείνη τη μεριά δεν φαινόταν η θάλασσα, μα τα σπίτια του Πισκοπιού και το βουνό, που ορθωνόταν στον ουρανό της δύσης. Κόκκινα ήσαν τα σπίτια, τα βράχια και τα δέντρα. Μονάχα ο ουρανός ήταν μαύρος, κι ωχρά τ’ αστέρια που τον στόλιζαν: «Βαπόρι για τον Πειραιά έχει αργά, το βράδυ. Δεν χρειάζομαι άλλο εδώ. Μόλις ξημερώσει θα προφασιστώ πως έχω δουλειά στη Σύρα. Θα γυρίσω κατά τις πέντε, να πάρω τη βαλίτζα μου, να χαιρετήσω τη μητέρα… Πρέπει να είμαι δυνατός, να προσποιηθώ· γιατί δεν πρόκειται να ξαναδώ τη μητέρα. Θα πεθάνη όταν θα βρίσκωμαι πέρα, μακριά. Ούτε την Αννούλα θα ξαναδώ, ούτε το Γιάννη. Εκτός αν έρθουν εκείνοι να με βρουν στην Αμερική. Αλλά δεν θα τους αφήσω να έρθουν. Δεν υπάρχει λόγος να έρθουν.» Όσο το φεγγάρι ψηλώνει, το αντιφέγγισμά του από πορφυρό μεταλλάζει σε πορτοκαλί. Κάπως απάλυνε το σκοτάδι τ’ ουρανού. Το γάβγισμα ενός σκυλιού τάραξε την ησυχία, για μια στιγμή· κι ύστερα, πάλι σιωπή. «Πρέπει να γυρίσω στην κάμαρά μου, να ξαπλώσω. Ίσως και κοιμηθώ.»Τραβήχτηκε απ’ το παράθυρο, πήρε στροφή, έκανε ένα βήμα προς την πόρτα· και στάθηκε. Στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν ασάλευτη η Μαρίνα.
Απόμειναν αντιμέτωποι, αμίλητοι. Τα μάτια της γυάλιζαν σαν πράσινα αστέρια· η ανάσα της ήταν κοντή κι άρρυθμη. Εκείνος ένιωσε τη ναρκωμένη δύναμή του να ξυπνάη, να τον πλημμυράη, να τον κάνη πρωτόγονο σερνικό, ως το στενό του κύτταρο. Πράσιν’ αστέρια γίνηκαν και τα δικά του μάτια. Ανοιγόκλεισε τα δάχτυλα, σαν τον τίγρη που δοκιμάζει τα νύχια του πριν επιτεθή. Τα χείλια του μισόπαιζαν και φάνηκαν τα τιγρίσια δόντια του, άσπρα κι απειλητικά. Η γυναίκα στυλώθηκε, έτοιμη ν’ αντιμετωπίση το θανατερό αγώνα που γύρευε, που προκαλούσε. Μέσα στ’ αδύναμο πορτοκαλί αντιφέγγισμα, τα δυο θεριά αναμετρήθηκαν απ’ την κορφή ως τα νύχια. Τα ρουθούνια τους έπαιξαν με παλμό σπασμωδικό, ανάσαιναν τις οσμές ο ένας τ’ αλλουνού. Ήσαν έτοιμοι.
Ο Μηνάς προχώρησε τρία βήματα, ήρθε κοντά της, στάθηκε απέναντί της. Δεν μίλησε αμέσως· την κοίταζε στα μάτια, την κοίταζε. Κι όσο την κοίταζε, τόσο το μίσος του θέριευε, τον πότιζε, γινόταν απόλυτο. Κι όταν ένιωσε πως αυτός και το μίσος γίνηκαν ένα, τότε της είπε με φωνή πνιχτή:
― Πουτάνα!
Την άρπαξε απ’ τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε τη βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της κι άρχισε να την χτυπάη στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε. Τα χτυπήματα ηχούσαν υπόκωφα, μουγγά στο ηχείο του κορμιού της. Τα δεχόταν δίχως μια φωνή, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Είχε κλείσει τα μάτια, είχε μισανοίξει τα χείλη. Στη μορφή της είχε χυθή η ύπουλη εκείνη έκφραση, που κυμαίνεται ανάμεσα οδύνη κι ηδονή. Ένα πιο δυνατό χτύπημα στο μηλίγγι τη ζάλισε. Λύγισε τα πόδια της, έπεσε γονατιστή.
― Μη με χτυπάς τόσο δυνατά, μουρμούρισε. Θα με σκοτώσης· και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα…
Σταμάτησε να την χτυπάη· την κοίταζε κι ανάσαινε βαριά. Τότε εκείνη, καθώς ήταν γονατιστή, του αγκάλιασε σφιχτά τα γόνατα, ακούμπησε το κεφάλι της στα μεριά του και χαϊδεύτηκε σα γάτα.
― Τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς, μουρμούρισε.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 270-273
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου