Όλγα, πού βρίσκεσαι; δε μ’ ακούς; Τι; έκαμε ξαφνιασμένη και γύρισε απότομα προς το μέρος του. Τίποτα, της είπε χαμογελώντας ο Πέτρος, σε ρώτησα μόνο πού βρίσκεσαι, σαν ν’ άδειασε το πρόσωπό σου. Η Όλγα χαμογέλασε: Ξέρεις τι προσπαθώ; να φανταστώ αντικειμενικά, σαν ξένη την ιστορία μου με τον Μάρκο, δεν μπορώ όμως, ταυτίζομαι με πολλή εμπάθεια. Είναι νωρίς ακόμη, της αποκρίθηκε ο Πέτρος, σε λίγους μήνες, είμαι σίγουρος, το πολύ σ’ ένα χρόνο θα μπορείς. Μακάρι, του είπε η Όλγα, κουράστηκε το σώμα μου, θυμάσαι που μου είπες κάποτε, και καλά μυαλό ποτέ σου δε διέθετες, σωματικά όμως ακόμη δεν κουράστηκες; Μου ’χε κάμει εντύπωση, δεν το ’χα σκεφτεί ότι μπορεί να κουραστεί το σώμα μας στον ψυχικό πόνο, να κουραστεί τόσο, που να μην αντέχει παραπέρα, εγώ σωματικά από πολύ νωρίς δεν ήμουν πια ερωτευμένη με τον Μάρκο, τον αγαπούσα μόνο με το κεφάλι μου, κι όσο τον απωθούσε το σώμα μου, τόσο κυριαρχούσε στο κεφάλι μου, κάτι σαν θρησκεία ή σαν μεγάλη ιδέα. Ο Πέτρος γέλασε· από μικρή σε θαύμαζα, της είπε, θαύμαζα την ικανότητά σου να εξαντλείς ακόμη και εις βάρος σου ό,τι σου τυχαίνει, γι’ αυτό μην απελπίζεσαι, άνθρωποι σαν εσένα ποτέ δε θα γνωρίσουν την ξέρα της μοναξιάς.
Στο La Cité ερημιά – κάθισαν έξω, τους πλησίασε ένα καλοχτενισμένο γκαρσόνι, πρόσεξε η Όλγα τα δάχτυλά του χοντρά, κοντά, καθαρά. Ο Πέτρος παράγγειλε σαγανάκι, αυτή την πάστα αμυγδάλου· κελαηδούσαν τα πουλιά, ποτέ της δεν έχει ακούσει αηδόνι ή μπορεί και να ’χει ακούσει χωρίς να το ξέρει. Αισθάνομαι, είπε στον Πέτρο και σαν να φωτίστηκαν τα μάτια της, ότι μόλις επέστρεψα από ένα ταξίδι μακρινό, σ’ άλλη ήπειρο, κι ακόμη συνωστίζονται νωπές στο ζαλισμένο κεφάλι μου οι εντυπώσεις του ταξιδιού, με την αμφιβολία και την αγωνία μήπως δεν εμφανιστούν ποτέ, μήπως δεν αντέξουν στο φως και στον αέρα, και θα ’ναι τότε σαν να μην ταξίδεψα, σαν να σπατάλησα τον καιρό μου. Θα εμφανιστούν, της είπε ο Πέτρος, άφησε όμως τα υγρά να κατασταλάξουν, μην τα ταράζεις, μην επεμβαίνεις στις μυστηριώδεις ενώσεις που συντελούνται μέσα σου. Γέλασαν – μιλούμε λες και μας ακούνε, σχολίασε ο Πέτρος. Η Όλγα θυμήθηκε την Πλωτή Πόλη, έτσι λοιπόν αποβιβάστηκε απ’ το τριανταφυλλί βαπόρι του σπιρτόκουτου, κι απότομα, θαρρείς και φύσηξε μέσα της ο Βόσπορος, αιστάνθηκε την ανάγκη να είναι πολύ αισιόδοξη στη σκέψη ότι αυτή τη στιγμή θα πλέει κάπου αλλού με τα εορταστικά σημαιάκια του το τριανταφυλλί βαπόρι του εφτάχρονου Πιερ και κάποιοι άλλοι θα αποβιβάζονται και κάποιοι άλλοι θα ρεμβάζουν έξω απ’ τα φωτισμένα φινιστρίνια στις ατελείωτες θάλασσες. Έλα κι εσύ, αν θέλεις, στην Αίγινα, είπε στον Πέτρο.
Και τότε η Μαργαρίτα του Ορφέα θα μονολογήσει: Έρωτας είναι ο άντρας σου που τον περιμένεις να γυρίσει απ’ την δουλειά του, ν’ ακουμπήσει την παλάμη του στα παγωμένα σου οπίσθια και να εξοστρακίσει το δαίμονα που σε κυνηγά. Κλείνει το μυθιστόρημα που διαβάζει, την ερεθίζει ευχάριστα η σπανακόπιτα στην κουζίνα, τα παιδιά ακούγονται που παίζουν στο δωμάτιό τους. Η Μαργαρίτα τεντώνεται νωχελικά στην αναπαυτική πολυθρόνα και ψιθυρίζει: Εγώ συνήθως μ’ ένα άρλεκιν ξεχνιέμαι, αλλ’ αυτό ήταν ένα κακό άρλεκιν. Ο Ορφέας στρίβει το κλειδί στην κλειδαριά, ανοίγει την πόρτα κι εμφανίζεται φωτοστεφανωμένος, εισορμά θριαμβευτική η μουσική του Ραβέλ – θέλεις κούρεμα, του λέει η Μαργαρίτα, πολύ φουντώσαν οι μπούκλες σου.
Δεν είπαμε να μην ταράζεις τα υγρά; πάλι ο νους σου εκεί, ε; στις εντυπώσεις από το ταξίδι! Απέφυγε το βλέμμα του γιατί δεν ήθελε να τη δει βουρκωμένη, μα εσύ ξανακύλησες, θα της έλεγε, απορώ μ’ αυτούς τους γιατρούς, τι στο καλό σου έκαναν ένα μήνα; Του πρότεινε να παραγγείλουν καφέ και σκέφτηκε επιγραμματικά ότι ο κύκλος έκλεισε· έπειτα από ένα χρόνο αποθεωτικής προσήλωσης στον Μάρκο που είχε αγαπήσει, ανάσαινε τώρα τ’ αεράκι της Πεντέλης, θα ξάπλωνε το βράδυ αρτιμελής στο κρεβάτι της, θα κοιμόταν βαθιά με δροσερά νερά στον ύπνο της κι όταν ξυπνούσε θα ’χε κάθε δικαίωμα να ελπίζει ότι με τον καιρό και την υπομονή, αθόρυβα με τη δουλειά, θα τον κερδίσει αυτόν τον ένα χρόνο των νωπών ακόμη εντυπώσεων απ’ το υπερπόντιο ταξίδι με την Πλωτή Πόλη για να ζωντανέψει ευχάριστα την Αγγελική και τον Ορφέα. Ενόσω σταθερά κι ανεπαίσθητα θα εμφανίζονται στο φως και στον αέρα φριχτά ερωτήματα ταπεινωτικά – κι αυτή θα τ’ απαντήσει όλα δίχως αγριάδα και προκλητικότητα. Και θα ’ναι τότε μία κωμωδία ημιφωτισμένη από λεπτές κινήσεις αδιόρατες, ευγενικές, φιλήσυχες, πονετικές χειρονομίες, ένα λαχάνιασμα αμυδρό και το ανεξίτηλο χαμόγελο της ευθυμίας του ανθρώπου που διακρίνει παρηγορημένος το διάμεσο ζωής και τέχνης – κι εκεί αναπαύεται.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»
σελ. 363-366
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου