Η ίδια του η ζωή σαν όνειρο



Προς τα χαράματα τον ευεργέτησε βαθύς και δίχως όνειρα ύπνος, επάνω στον δερμάτινο καναπέ του γραφείου του. Είχε σκεπαστεί με την μπατανία που του έστειλε η γυναίκα του Σκεύω Κριεζή, από το μεγάλο υδραίικο σόι, όταν της μήνυσε πως αυτή τη νύχτα ήθελε να ξαπλώσει στο γραφείο του. Ελάχιστος του φάνηκε ο ύπνος του όταν άκουσε τη φωνή του υπηρέτη, που είχε αναλάβει το καθήκον να τον ξυπνήσει πολύ πριν φέξει, αρκετός όμως ώστε να καταλαγιάσει η χθεσινή του αναστάτωση, που δεν οφειλόταν μόνο στην αγωνία του για την ανασκαφή. Ώρες μετέωρος ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο, ονειρευόταν δίχως να κοιμάται. Για να ακριβολογήσει, ο τρόπος που περάσανε αστραπιαία και ακατάστατα εικόνες, σκέψεις κι αισθήματα από το μυαλό του δεν ήταν όνειρο. Ήταν η ίδια του η ζωή σαν όνειρο. Επρόκειτο για το αναστοχασμό των τριάντα πέντε χρόνων που είχε ζήσει, για την ενδόμυχη μάλλον ανάγκη του να εξομολογηθεί και να απολογηθεί, σαν να επρόκειτο να κοινωνήσει το επόμενο πρωί στην εκκλησία αντί να κάνει την ανασκαφή.
Χρόνια προετοιμαζόταν γι’ αυτή την ανασκαφή, γι’ αυτή την αυτογνωσία θα μπορούσε να πει, μελετώντας σε ώρες σχόλης τα παλιά βιβλία περί της Κνωσού. Εκτός από την απόλαυση του αναγνώστη, εκτός από την ικανοποίηση της φιλομάθειας ενός καλλιεργημένου μεγαλοαστού, ο στόχος του ήταν να ανακαλύψει στην οθωμανική Κρήτη τη χαμένη στα βάθη του χρόνου «μεγάλην πόλην», την Κνωσό. Την πρώτη ανάμεσα στις εκατό πολιτείες της νήσου Κρήτης την εποχή του Ομήρου, την πόλη του Μίνωος, του βασιλιά πάνω στη γη, του δικαστή κάτω απ’ τη γη στον Άδη. Την πόλη την ταυτισμένη με τον μύθο του Λαβυρίνθου.
Τυχαίο παιχνίδι ή βούληση της μοίρας; Αυτό το βράδυ το σκεφτότανε πιο έντονα από ποτέ. Ο πατέρας του ήθελε να τονίσει την ελληνική καταγωγή των απογόνων του, ακολουθώντας το πνεύμα των καιρών, και βάφτισε τα περισσότερα παιδιά του με αρχαία ελληνικά ονόματα. Το Μίνως όμως ήταν το παλαιότερο από τα ελληνικά ονόματα των υπόλοιπων παιδιών. Παρέπεμπε στην αθέατη μεριά των αγαλμάτων, στην ανεξερεύνητη ομίχλη πίσω από το αττικό εκείνο φως, σε υποθέσεις με δυο λόγια, όχι σε αβεβαιότητες. Με τα αρχαία ελληνικά ονόματα ήταν αλλιώς. Ακούγοντάς τα έβλεπες το πρόσωπο των αγαλμάτων, μπορούσες να σκεφτείς τον έφηβο να αθλείται στην παλαίστρα, τον γενειοφόρο άντρα να ακούει δύσπιστος τους ρήτορες στην αγορά, να μυείται στην παράσταση μιας τραγωδίας, να κουβεντιάζει με ομοτράπεζους εταίρους σε κάποιο λιτό αττικό αίθριο. Ενώ το όνομα Μίνως, όνομα κρητογενές, βασιλικό, μυθικό πάνω απ’ όλα, δεν παρέπεμπε σε πράγματα ορατά ή σε γνωστές συνήθειες και ήθη. Σε τίποτε άλλο, εκτός από μερικά εδάφια αρχαίων κειμένων που μυθολογούσαν για τον βασιλιά, τον νομοθέτη, τον σοφό και δίκαιο δικαστή στον Άδη Μίνωα. Φιλοδωρούσε ωστόσο τη νησί της Κρήτης με τη φήμη ενός μεγάλου παρελθόντος, αντίστοιχου με εκείνο που η ύπαρξή του τα μέγιστα είχε βοηθήσει τη μεγάλη επανάσταση των Ελλήνων και την ίδρυση, πριν από πενήντα χρόνια ακριβώς, του Ελληνικού Κράτους. Τούτη λοιπόν η φαντασιακή πατρίδα, η φαντασιακή Κρήτη, έπρεπε πάση θυσία να ξαναβρεθεί, να γίνει πραγματικότητα, για να υποστηρίξει πρώτα απ’ όλα την ιστορική συνέχεια και την εθνική συνείδηση της νήσου, σκεφτόταν ο Μίνως Καλοκαιρινός, ήδη καταγοητευμένος με την πολύ πρόσφατη ανακάλυψη της Τροίας από τον Σλήμαν, όσο και με τις σύγχρονες ιστορικές θεωρίες περί συνέχειας του ελληνισμού. Σκοπός της ζωής του είχε γίνει να ανακαλύψει πρώτος το μυθικό χαμένο παρελθόν της γενέτειράς του Κρήτης.
Υπήρχε όμως κι άλλος λόγος που έκανε τον Μίνωα Καλοκαιρινό να σκέφτεται αν ήταν τυχαίο παιχνίδι ή βούληση της μοίρας το όνομά του. Το σκεφτότανε από παλιά, από τότε που φοιτούσε στη Νομική Σχολή των Αθηνών, την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μετά το πρώτο έτος επειδή πέθανε ο πατέρας του κι έπρεπε να κουμαντάρει, μαζί με τον αδερφό του Λυσίμαχο στην αρχή, τον ανθηρότατο εμπορικό τους οίκο, τις φάμπρικες, τα σαπουναριά, τα λιοτρίβια και τις αχανείς εκτάσεις της αγροτικής περιουσίας τους στα πλησιόχωρα του Ηρακλείου. Η μισή περίπου απ’ αυτή την αγροτική περιουσία προερχόταν από τη γιαγιά του Αργυρώ Κρασάκη. Συγκεκριμένα ο λόφος της Κεφάλας, στον οποίο ήταν σίγουρος ότι βρισκόταν θαμμένη η μινωική Κνωσός, ανήκε από παλιά στην εκ μητρός γιαγιά του, μιαν αρχόντισσα φραγκοκρητικής καταγωγής – και αναστέναξε πάλι με τη σκέψη ότι η μάνα του, η Μαριόρα Κρασάκη, πέθανε όταν εκείνος βάδιζε στα πέντε του και τον ανέστησε η αγαπημένη του γιαγιά Αργυρώ, η πάλαι ποτέ κάτοχος του λόφου της Κεφάλας και των γειτονικών γαιών, που είχε μάλιστα ζητήσει να ενταφιαστεί στα εκεί πατρογονικά της κτήματα όταν απεβίωσε, πριν από λίγα μόλις χρόνια.
Η άλλη μισή αγροτική περιουσία προερχόταν από τις γαίες του στενού φίλου του πατέρα τους, του Μουσταφά πασά του Γκιριτλή, δηλαδή του Κρητικού. Ο πασάς αναγκάστηκε να την πουλήσει όταν ο σουλτάνος, διαπιστώνοντας σε μιαν επίσκεψη στην Κρήτη τον πλούτο που διέθετε ο Μουσταφά πασάς ο Γκιριτλής και φοβούμενος μήπως κι αυτός αποστατήσει, ακολουθώντας το παράδειγμα του γείτονά του Αιγύπτιου Μωχάμετ Άλη, τον μετέθεσε από την Κρήτη. Ο ίδιος μάλιστα ο Μίνως Καλοκαιρινός συνόδεψε σε μια μάλλον μελαγχολική επίσκεψη στα πρώην κτήματά του τον Μουσταφά πασά τον Γκιριτλή, τότε που έτυχε να ξαναγυρίσει στην Κρήτη ως αρχιστράτηγος της Πύλης μαζί με τον Αιγύπτιο Ισμαήλ Φερίκ πασά, έναν Κρήτα εξωμότη καθώς εφημολογείτο, για να καταπνίξουνε την επανάσταση του εξήντα έξι. Ο Μουσταφά πασάς είχε ζητήσει από τους παλιούς του φίλους και κατόχους πλέον των γαιών του να τις ξαναδεί. Ο Μίνως έδειξε στον πασά τα κτήματα που του ανήκαν, επειδή είχαν μοιράσει πια την περιουσία με τον αδερφό του τον Λυσίμαχο. Ίππευαν ώρες στα απέραντα κτήματα, που τα είχε φαίνεται αγαπήσει ο πασάς, αφού μετά από τόσα χρόνια, μετά από τόσες αλλαγές της τύχης, σχολίαζε το κάθε τι με αίσθημα, διαλέγοντας πολύ προσεκτικά τις λέξεις του.
Μόλις ξύπνησε, ο Μίνως Καλοκαιρινός κοίταξε έξω τον ουρανό αναζητώντας ένα σημάδι για την έκβαση της μέρας. Ξανά μαργαριτάρι και τριαντάφυλλο, χρώματα που έδεναν το χθεσινό ηλιοβασίλεμα και τούτο το ξημέρωμα στο ίδιο διάφανο στεφάνι. Κανένας οιωνός. Ανέβηκε στο άλογό του και ξεκίνησε.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
σελ. 17-21

2 σχόλια:

  1. Κάνεις πολύ καλή δουλειά. Επίσης το νέο look του blog είναι πολύ καλό!

    Δημήτρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ doctor.
    Συνεχίζω να σε διαβάζω κι εγώ, καθημερινά από το Google Reader, και βλέπω ότι επέστρεψες δριμύτερος μετά το πρόβλημα που είχες με το blog σου. Συνέχισε. Χρειάζεται...

    ΑπάντησηΔιαγραφή