Καλά το έλεγε λοιπόν η μάνα του: Αυτά που βασανίζουν την ψυχή μας ποτέ να μην τ’ ακούν τ’ αφτιά μας. Ίσαμε που εκείνο το προτελευταίο βράδυ τους στην ταβέρνα με τις κληματαριές, καθώς της ιστορούσε πάλι τα δικά του, διαπίστωσε ξαφνικά μ’ έκπληξη και κάτι σαν οργή ότι η Όλγα ποτέ της δεν του εξομολογήθηκε το παραμικρό, ενώ αυτή ήξερε χαρτί και καλαμάρι όλα όσα τον αφορούσαν, αυτός, πέρα απ’ τα λεγόμενα της Μέλπως και τις κοινές διαδόσεις, τίποτα. Ένιωσε αφόρητα γελοίος, μουγκάθηκε κι άναψε τσιγάρο, ενόσω ηχούσε ακόμη στ’ αφτιά του ο κλαψιάρικος και κάπως νοσταλγικός τόνος της φωνής του, αισθανόταν σαν να ’πρεπε να βυθιστεί σε παγωμένο νερό. Η Όλγα τον κοίταζε με το συνηθισμένο βλέμμα της, σε λήθαργο, ύστερα συνοφρυώθηκε και τον ρώτησε τι σκέφτεται. Μολονότι τον ενοχλούν οι γυναίκες που κάνουν αυτή την αδιάκριτη ερώτηση και την κάνουν όλες λες κι είναι οι μάνες που επωμίστηκαν παρά τη θέλησή τους αυτόν το ρόλο, μολονότι έβραζε από θυμό, της χαμογέλασε άτονα, προσπαθώντας να φανεί και λίγο ο αφηρημένος που μόλις επανέρχεται στο χώρο του. Τίποτα, αγάπη μου, της είπε. Αναρωτιέμαι μόνο πώς κύλησαν οι μέρες, ο χρόνος δίπλα σου διαστέλλεται και συστέλλεται, πότε με βαραίνουν οι στιγμές που περνούν τόσο γρήγορα και πότε με διαποτίζει κάτι σαν αιωνιότητα κοιτάζοντάς σε. Τη χάιδεψε στο μάγουλο, σίγουρος πως την εντυπωσίασε. Πες μου για σένα, για τη ζωή σου. Του χαμογέλασε πειθήνια, σ’ αγαπώ, του ψιθύρισε. Αυτή ήταν, το ’ξερε πια, θα τον άφηνε έξω απ’ την άλλη της ζωή. Μήπως όσο κι αν την είχε προκαλέσει να του μιλήσει για τον εαυτό της, αυτή δεν ήταν πάντα λακωνική κι ουδέτερη; Λες κι επιθυμούσε να τον κρατήσει σ’ απόσταση, αμέτοχο σ’ ό,τι την αφορούσε. Μια φορά μάλιστα στο τηλέφωνο, που το ’φερε η κουβέντα και την παρακάλεσε να του πει για τον Ιάκωβο, έλα τώρα, της αστειεύτηκε, αφού γνωρίζω έτσι κι αλλιώς τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια απ’ τη Μέλπω, παρ’ ολίγο, αν δεν υποχωρούσε αυτός, να παρεξηγηθούν. Όχι μόνο εσύ, του αποκρίθηκε ξερά, μα και πολλοί άλλοι, που δεν τους γνωρίζω κι ούτε πρόκειται να τους συναντήσω ποτέ μου, ξέρουν καταλεπτώς καθετί για μένα, κι όλη τούτη την τιμή την οφείλω στην καλή μου φίλη, τη Μέλπω. Αγάπη μου, συγνώμη αν σε πείραξα, της είπε υποχωρητικά. Δεν είμαι τόσο ευάλωτη όσο φαντάζεσαι, του απάντησε σάμπως να τον προειδοποιούσε ή και να τον απειλούσε. Κι εκείνο το βράδυ στην ταβερνούλα με τις κληματαριές, πες μου κάτι, της επέμενε, πες μου τουλάχιστο για τη μάνα που σε γέννησε ή μήπως σ’ έφερε πελαργός; Την κοίταζε περιμένοντας, μα αυτή άναψε τσιγάρο σιωπηλή. Δε θα φάμε απόψε, της είπε, πετώντας το δικό του, κι έπιασε το πιρούνι ενοχλημένος. Ύστερα από λίγο δεν άντεξε και τη ρώτησε πού τρέχει ο λογισμός της. Στη χαμένη άνω τελεία, του αποκρίθηκε. Ποια άνω τελεία; Την άνω τελεία στο ποίημα. Ανάσανε βαθιά και του απάγγειλε: Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή. Η άνω τελεία χάθηκε στο τραγούδι και μισερώθηκε το νόημα, τι άλλο να σου πω για μένα; Της χαμογέλασε αμήχανος κι αμέσως την ειρωνεύτηκε αχ τι θ’ απογίνουμε μ’ εσάς τις ευαίσθητες γυναίκες! Ήταν η μόνη δυνατότητά του για ν’ απαλύνει τη δυσπραγία, κάτι σαν μειονεκτικότητα που τον βασάνιζε, μόνο και μόνο γιατί ενώ αυτός της είχε μιλήσει τόσο πολύ για τη ζωή του, αυτή δεν άνοιγε το στόμα της παρά μόνο για να του ψιθυρίζει γλυκόλογα και ασάφειες. Σ’ αγαπώ, Μάρκο, του ξανάπε, γι’ αυτό δε θα ’θελα να σε ζαλίζω με τα δικά μου, τίποτα δε θυμάμαι που ν’ αξίζει τον κόπο να σ’ το διηγηθώ. Ο Μάρκος τη φίλησε μετανιωμένος που της είχε φερθεί εχθρικά. Έφαγαν, ήπιαν άσπρο κρασί, όταν γύρισαν στο διαμέρισμα του Μιχάλη έκαμαν έρωτα μουγκοί, αποκοιμήθηκε επάνω της, ακόμη μέσα της, με τον ιδρώτα της στα ρουθούνια του ανασαίνοντας τα μαλλιά της. Ο ύπνος του όμως ήταν πολύ ταραγμένος· παρ’ ότι σπανίως του τύχαινε να θυμάται όνειρα ή μάλλον αυτό που συνήθως του απόμενε ήταν η μακρινή ανάμνηση, ο απόηχος περιπλανήσεων σ’ ανέγγιχτους οικείους τόπους, μυστικούς αλλά γνώριμους, όπως στα παραμύθια ανάμεσα σ’ ομίχλες και σκιές απόκρημνων πύργων με καλοπροαίρετες ψυχές και βασανισμένους αγίους – το άλλο πρωί όμως, τότε, θυμόταν λες και το ’χε ζήσει, με τη φωνή του ακόμη στον αέρα και την όψη της Σιμόν άγρια, πως όλη τη νύχτα λογόφερνε μαζί της σ’ ένα καράβι χωρίς τιμονιέρη σε φουρτουνιασμένη θάλασσα που έπλεε προς τη Σαντορίνη. Και τον αναστάτωνε η απουσία τιμονιέρη απ’ το καράβι, σαν ν’ απουσίαζε δηλαδή ο ίδιος, σαν να ’χε ο ίδιος αναιρέσει την κυριότερη ιδιότητά του. Ας του φαινόταν αφελής η ονειροκριτική του, όλο εκείνο το πρωινό αισθανόταν απαίσια, μ’ έναν πρωτόγονο τρόμο να τον πιέζει στο στέρνο. Δύσκολα κατάφερνε να μην το δείχνει στην Όλγα, την επομένη θα ’φευγε, απ’ τη μια λυπόταν που τελείωσε το λαμπρό δεκαήμερο, απ’ την άλλη ανυπομονούσε να φτάσει το συντομότερο σπίτι του, όταν κατά το μεσημέρι αυτή τον προκατέλαβε μ’ εκείνο το φρικτό που ξεστόμισε, καλύτερα να χωρίσουν, να παραμείνουν δυο στενοί φίλοι, τίποτ’ άλλο.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»
σελ. 84-87
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου