Στη Σύρα


Οι Συριανοί είναι άνθρωποι ευγενικοί και πρόσχαροι. Όπως όλοι οι νησιώτες έχουν χαραχτήρα μαλακό, πάθη συγκρατημένα από την πολιτιστική αγωγή που τους χάρισε η γειτονιά της θάλασσας. Οι βιολόγοι απέδειξαν πως η ζωή γεννήθηκε στο αρμυρό νερό, για να ξεστρατίση αργότερα στη στεριά. Το ίδιο και οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε αμφίβιος και χίμηξε στη θάλασσα, να βρη τον πολιτισμό. Πως ό,τι ωραίο κι ανώτερο κερδίσαμε, η θάλασσα μας το ’δωσε: ο μεγάλος τούτος δρόμος της πανανθρώπινης επικοινωνίας, που μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης. Πάνω στα κύματά της δεν κυκλοφορεί μονάχα ο υλικός, μα κι ο ηθικός πλούτος της γης. Ο ναύτης, στα μακρινά λιμάνια, μαζί με τη σερμαγιά εμπορεύεται και τις ιδέες του. Γυρνώντας στην πατρίδα, δεν φέρνει μόνο το καράβι του φορτωμένο πραμάτιες ξωτικές, αλλά και το μυαλό του γεμάτο νοήματα ενός άλλου κόσμου. Πάνω στα κύματα σφυρηλατήθηκε η νοημοσύνη του ανθρώπου. Όποιος έσχισε τη θάλασσα έμαθε πολλά· κι όποιος την κρατάει γερά, κρατάει τα πάντα τούτης της γης μέσα στα χέρια του. Αρκεί να δης ένα ηλιοβασίλεμα στη μέση του πελάγου, για να νιώσης πολλά κρυφά, μυστήρια αμέτρητα. Η σοφία των λαών ένιωσε βαθιά τούτη την αλήθεια· τη στέριωσε, την ανύψωσε σε σύμβολο· κι ανακήρυξε πατέρα του πολιτισμού τον Οδυσσέα, τον αλήτη των ταραγμένων νερών.
Στη Σύρα, ο φτωχός κόσμος ζει ξένοιαστα, με γλύκα και χαρά. Οι άντρες δουλεύουν για το ψωμί τους με το χαμόγελο στα χείλη, και γλεντούν με την αμεριμνησία της ευκολοχόρταστης ψυχής. Οι γυναίκες πάλι έχουν τη χάρη από τα τόσα αίματα που κυλάν στις φλέβες τους: αίμα ελληνικό της ειδωλολατρίας και του βυζαντινού χριστιανισμού· αίμα λατινικό, γεμάτο ορθολογισμένη θέληση· αίμα σαρακηνό, φλογισμένο στους άμμους της Αφρικής· αίμα ιταλικό, ποτισμένο ύπουλο αισθησιασμό· αίμα φράγκικο, περήφανο κι ερωτιάρικο. Είναι μικρόσωμες, πλούσια σαρκωμένες, με ψυχή παιγνιδιάρα. Μεγάλη τους φροντίδα είναι ο έρωτας, ο πιο σύμφωνος με τη φυσιολογική του σημασία, δηλαδή τη χαρά των αισθημάτων και των αισθήσεων. Όλη η περιορισμένη νοημοσύνη τους αφιερώνεται σε τούτο το σπαρταριστό παιγνίδι. Οι στοχασμοί, οι ώρες της μέρας και της νύχτας, οι κουβέντες, ολόκληρη η βιοτική τους δραστηριότητα, δεν έχουν άλλο σκοπό. Περί το βράδυ, στις κάτασπρες ανηφοριές, τις χρωματισμένες από το βαθυγάλανο της ερχόμενης νύχτας, θα ιδήτε τα ζευγαράκια να περιδιαβάζουν τη σμιχτή τους ευτυχία.
Στη Σύρα, τα πάθη του κορμιού είναι παντοδύναμα. Οι λιγοστές ικμάδες του άδροσου βράχου έχουν ποτίσει τους ιστούς των ανθρώπων· έχουν κορέσει τις σάρκες, αφήνοντας την πέτρα κατάξερη. Οι αισθήσεις κυβερνούν· παρεπόμενη συνέπεια του κυρίαρχου αισθησιασμού είναι τα αισθήματα. Δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου, ηθική γραμμή υποκειμενική ή αντικειμενική. Η γυναίκα που επιθυμεί έναν άντρα πιστεύει πως τον αγαπάει· και του δίνεται απλά, πρόσχαρα, δίχως μεγάλο προηγούμενο αισθηματικό έλεγχο, σαν να εκτελή κάτι το ψυχικό, το αναπότρεπτο. Έτσι, τα ερωτικά μικροδράματα, οι μικροτραγωδίες του πάθους, της ζήλειας και του πληγωμένου εγωισμού δεν έχουν μετρημό. Τα πάντα όμως περνούν απαρατήρητα κι ασχολίαστα μέσα στο ρέμα της αμέριμνης κι ηδονιστικής ζωής, που δικαιολογεί τα πάντα. Ο απατημένος παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες. Η μοιχαλίδα, τις πιότερες φορές, ξαναγυρνά συχωρεμένη στο νόμιμο κρεβάτι· κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά.
Ο άλλος κόσμος – ο αστικός – είναι πιο σύνθετος σε νοοτροπία, αρκετά αταξινόμητος μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το μεγάλο εμπόριο έφερε στην Ερμούπολη μια πανσπερμία από Έλληνες, διαφορετικούς σε καταγωγή και κοινωνική εξέλιξη, μα που τους ένωσε ο κοινός σκοπός του κέρδους. Χιώτες κουτοπόνηροι, Αντριώτες δουλευταράδες κι αφελείς, Μοραΐτες σκοτεινοί και δίβουλοι, Κασιώτες απλοϊκοί και τίμιοι κρατώντας, κατά κάποιο τρόπο, τις τοπικιστικές φατρίες τους, ενώθηκαν σε σύνολο ρευστό κι απροσδιόριστο, με βασικό κριτήριο το χρήμα. Αν εξαιρέσουμε τους λιγοστούς που  η μόρφωση και κάποια ψυχική ανωτερότητα ξεχώριζε απ’ τη μάζα, οι άλλοι θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής. Δημιούργησαν μια κοινωνική ζωή βασισμένη στην επίδειξη του πλούτου, που δίνει ξώπετση εντύπωση πολιτισμού. Λέσχη πολυτελής, σπιτικά καλοβαλμένα, τρόποι ευπροσήγοροι, γλώσσα συγκρατημένη, φιλοξενία παροιμιακή. Κάτω όμως από τούτη τη βιτρίνα, τα πάθη που γεννάει η έλλειψη βαθύτερης καλλιέργειας σαλεύουν παντοδύναμα. Δεύτερη συνέπεια της γνωστικής φτώχιας, είναι ένας άκρατος μοντερνισμός κι ένας αδιάλλαχτος κοσμοπολιτισμός, που φυτρωμένοι σ’ έδαφος ανέτοιμο να τους δεχτή δημιουργούν στενόχωρες τραγελαφικότητες. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο, οι Κασιώτες αποτελούν παρήγορη παραφωνία. Οι «παλιοί» τους θεωρούν νεόπλουτους, μολονότι οι χρονολογίες του πλουτισμού και των δυονών δεν χωρίζονται από μεγάλη απόσταση. Μα οι Δωδεκανησιώτες θαλασσινοί έχουν την εξυπνάδα να βλέπουν τα πράγματα στις πραγματικές διαστάσεις τους. Ζουν άνετα και διακριτικά, σ’ ένα μισόφωτο ανάλογο με το φτωχικό τους ξεκίνημα. Χωρίς να ξιπαστούν από το χρήμα – που γνωρίζουν τη σχετική του αξία – προσπαθούν να ανυψώσουν την κοινωνική τους στάθμη στο οικονομικό τους επίπεδο κι όχι να την ξεπεράσουν. Εργάζονται σκληρά κι ευσυνείδητα στα βαπόρια τους και τα γραφεία τους της Σύρας, του Πειραιά και του Λονδίνου, ακριβώς όπως μοχθούσαν οι πατεράδες τους στα καραβόσκαρά τους. Και περιμένουν την ώρα τους υπομονετικά, απόλυτα βέβαιοι πως κάποτε θα φτάση*.


* Από τότε που έγραφα τις γραμμές αυτές, πέρασαν δεκαεφτά χρόνια, που απέδειξαν ότι δεν είμαι και τόσο κακός προφήτης. Στο διάστημα αυτό οι Κασιώτες εφοπλιστές κέρδισαν πλούτο αμύθητο.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 74-77

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου