Αρχίζω να κοιτώ τις λέξεις.
«Miss Benbridge, τι είναι αυτά τα σημαδάκια έξω απ’ τα μαγαζιά, στις πλατείες, και πάνω στα βιβλία, στοιβαγμένα στους τοίχους;»
«Words, words», μου λέει βαριεστημένη.
Πηγαίνοντας στο Βασιλικό Κήπο, σταματάει ν’ αγοράσει σοκολάτες. Μπροστά μου μια λέξη μακρουλή σαν φίδι: ένα δοχείο σαν το δοχείο της γιαγιάς, ένα καπελάκι, στη μέση ένα στόμα, πιο εκεί ένα ψαλιδάκι για τα νύχια, δυο βουναλάκια σαν το στήθος της Φανής, στην άκρη μια σκάλα. Μετράω τα σημαδάκια, τα κοιτάω καλά, μ’ αρέσει αυτή η λέξη.
Μόνο δεν ξέρω τι θα πει. Με πιάνει φόβος. Ιδρώνω. Το απόγευμα είμαι καλεσμένη στου Ζακούλη. Πώς θα πάω αφού δεν ξέρω να διαβάσω το δρόμο; Πώς θα μπορέσω να ζήσω μες στις λέξεις; Πότε θα τις μάθω;
Σκαλί, σκαμνί, τραπέζι, κήπος, Ζακούλης, φουστάνι, Φανή, γιαγιά–παππούς, κακά–φαΐ, μαζεύω στο μυαλό μου όσες λέξεις ξέρω, τις βάζω στην μπάντα για να τις γράψω πρώτες, όταν μάθω να διαβάζω.
Γι’ αυτό δεν καταλαβαίνω τον πίνακα του κυρίου Στρογγυλού. Ώρες τον κοιτούσα, αλλά πού να τη βγάλω τέτοια λέξη: Σημαδάκια τρελά, πλατιά, πλατιά, υγρά – όλο μπογιές –, το ένα μπαίνει στ’ άλλο, κι ο κύριος Στρογγυλός, όλο πονηριά, τα πιτσίλισε με πράσινη μπογιά και τα ’κανε αφηρημένα για να μας μπερδέψει.
Πέρσι είχα πάει στο Παρίσι για να δω τη μαμά. Με πήγε στο Μουσείο. Ένα σπίτι να χάνεσαι, έπιπλα τίποτα, και παντού στους τοίχους κρεμασμένες ζωγραφιές. Για να περπατήσεις, δύσκολο. Κάθε τόσο πέτρινοι κύριοι και κυρίες, τσίτσιδοι, σου κόβανε το δρόμο.
Τρελάθηκα εκεί μέσα. Όλες αυτές οι πέτρες και οι ζωγραφιές με κοιτούσαν, πότε από μπρος, πότε από πίσω. Φοβήθηκα κι έβαλα τα γέλια, τρέχει ένας κύριος με στολή και μου λέει να σκάσω.
Κόσμος πολύς σεργιανούσε μιλώντας σιγά – σαν να ’τανε νεκροταφείο. Δεν μ’ ένοιαζε που δεν ήξερα τα σημαδάκια για να διαβάσω τους γυμνούς και τις ζωγραφιές, αλλά όσο να ’ναι ζήλευα που έβλεπα τόσο κόσμο να σταματάει μπροστά στις πέτρες και να κλαίει από χαρά. Μια κυρία, έπιασε τον ποπό μιας όμορφης γυμνής και πήγε να σκάσει.
«Θα σε πάω να δεις τον πιο ωραίο πίνακα του κόσμου». Μ’ αρπάζει η μαμά και να ’μαστε στη ζωγραφιά. Μέσα σ’ ένα βελούδινο κουτί βλέπω μια ασχημομούρα να μου χαμογελάει, τα χέρια σταυρωτά πάνω στο φουστάνι, μαλλιά σαν σφουγγαρόπανο, κίτρινη σαν τη Φανή όταν είχε ηπατίτιδα.
Ο κύριος μας εξηγεί: «Απ’ όπου κι αν τη δεις, ανάποδα, στριφτά, ψαλιδιστά, τα μάτια της γυρνάνε να σε δουν».
Βγάζω τη γλώσσα μου στη ζωγραφιά.
«Είσαι ανυπόφορη». Η μαμά με πιάνει από τα μαλλιά, τρώω κι έναν μπάτσο.
«Άμα μεγαλώσεις, θα σ’ αρέσει το Λούβρο», μου είπε ένα χρόνο αργότερα ο κύριος Στρογγυλός. «Άμα μορφωθείς, παιδί μου, θα εισχωρήσεις στα άδυτα της τέχνης. Ah, l’ Art! Da Vinci, Greco, les Cubistes. N’ est-ce pas, chère Sapho?»
Η γιαγιά χαμογελάει παρθενικά.
«Κύριε Στρογγυλέ, αυτοί που δεν θα μάθουν ποτέ τα σημαδάκια;»
Με κοιτάει.
«Αυτοί που δεν θα μάθουν ποτέ τα σημαδάκια πώς θα καταλάβουν τις ζωγραφιές και τους γυμνούς; Κύριε Στρογγυλέ, πόσα χρόνια θέλεις για να διαβάσεις την κυρία Μόνα Λίζα;»
«Φανή! Το τσάι!» προστάζει η γιαγιά.
Μαργαρίτα Καραπάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου