Το γατάκι


Θέλω ένα ζώο. Οι κούκλες δεν μιλάνε. Δεν είναι ζεστές ούτε αναπνέουν. Ούτε με αγαπάνε. Ούτε με γλείφουν. Θέλω ένα ζώο. Να μ’ αγαπάει, να τ’ αγαπάω κι εγώ. Θέλω ένα γατάκι. Θα το βάζω δίπλα μου και θα το κοιτάω. Θα είναι δικό μου, θα του δώσω ένα όνομα, θα ξέρει κι αυτό το δικό μου.
Τη νύχτα στο κρεβάτι μου το σκέφτομαι. Ένα γατάκι, στρογγυλό σαν αβγό, να κοιμάται στα πόδια μου, να με ζεσταίνει, να το ζεσταίνω κι εγώ.
Το είπα στη γιαγιά, Παρασκευή.
«Όχι, θα λερώνει το σπίτι, θα κάνει πιπί και κακά στο σαλόνι, θα γδάρει και τις πολυθρόνες».
«Γιαγιά, θέλω ένα γατάκι».
«Όχι».
«Γιαγιά, ένα γατάκι, το θέλω, γιαγιά, θέλω ένα γατάκι».
«Όχι».
Θα μου το πληρώσει.
Το πρωί όταν ξύπνησα, Σάββατο, πήρα γάλα εβαπορέ και κατάβρεξα το σπίτι. Έκανα και κακά μου στο τζάκι, πιπί μου πάνω στον καναπέ «empire». Δεν με μάλωσε κανείς, απ’ τη σιχαμάρα.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, ένα γατάκι κίτρινο σαν μέλι με περίμενε στην τραπεζαρία. Άρχισα να τρέμω από αγάπη. Το πήρα στα γόνατά μου και κάθισα έτσι ως το βράδυ.
«Μόνο για μια εβδομάδα σ’ το έφερα», μου είπε η γιαγιά. «Είναι δανεικό».
Ποτέ δεν θα το δώσω πίσω. Καλύτερα να το σκοτώσω.
Πρώτη φορά που είμαι «ευτυχισμένη», όπως λένε οι μεγάλοι στο σαλόνι. Του αγόρασα ένα καλαθάκι κι έγινα η μαμά του. Το ’βγαλα και Δανειστούλη, κι αυτό με λέει μαμά. Το πάω περίπατο μες στο καρότσι για τις κούκλες, κι όταν έχει ήλιο ανεβάζω την κουκούλα για σκιά. Δεν έχει λερώσει το σπίτι μία φορά. Κάνει το πιπί του μέσα σ’ ένα κουτί που το ’βαψα χρυσό με ασημένιες ρίγες.
Αισθάνομαι μαμά, καμιά φορά γάλα τρέχει απ’ το στήθος μου, και λιώνω από γλύκα. Δεν βλέπω πια κανέναν. Οι μέρες με το Δανειστούλη περνάν σαν ζάχαρη, είναι Πέμπτη, οι μέρες με το Δανειστούλη περνάν σαν σαντιγί, είναι Παρασκευή. Το στόμα μου μένει χαμογελαστό, αδύνατον να το κλείσω. Τα βράδια κοιμάται μέσα στα σεντόνια μου, απάνω στην κοιλιά μου.
«Σ’ αγαπώ», του λέω, πριν πω τις προσευχές μου. Γουργουρίζει κι η κοιλιά μου ιδρώνει απ’ την αγάπη.
«Την Κυριακή θα το δώσω», μου λέει η γιαγιά. «Κυριακή το πήρες, Κυριακή θα σ’ το πάρω».
Η βδομάδα τελειώνει.
«Δανειστούλη μου». Το νανουρίζω σαν μωρό.
Άρχισα την άλλη μέρα, Σάββατο. Πρώτη φορά το ’δειρα πολύ. Δεν έκλαιγε, με κοίταζε και γουργούριζε. Νόμιζε πως το χαϊδεύω. Πήρα τα μανταλάκια για τα ρούχα και του τα ’βαλα για σκουλαρίκια. Με κοιτούσε. Καταλάβαινε πόσο τ’ αγαπώ. Ανάμεσα σε δυο κλοτσιές, έκλαιγα και το φιλούσα.
Το ’πιασα απ’ την ουρά κι άρχισα να το στριφογυρίζω σαν τ’ αλογάκια του λούνα παρκ. Δεν φώναζε. Με κοιτούσε και γουργούριζε. Το βράδυ το πέταξα αργά και ρυθμικά πάνω στον τοίχο. Έσπασε η ραχοκοκαλιά του, κι αυτό, σούρνοντας, ανέβηκε στα γόνατά μου και γουργούριζε.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, το κρέμασα με το κεφάλι κάτω, και του ’μπηξα βελόνες μες στα μάτια.
«Δανειστούλη μου», του έλεγα, «Δανειστούλη μου».
Τ’ απόγευμα, γέμισα το μπάνιο και το βάστηξα πολλή ώρα κάτω απ’ το νερό. Τα πόδια του χτυπούσαν την μπανιέρα για ν’ ανέβει ν’ ανασάνει, απ’ τα μάτια του τρέχανε κίτρινα ζουμιά.
Σαν δεν κουνούσε πια, το ’βαλα στο καλαθάκι του και το σκέπασα με τη ροζ κουβερτούλα, το πήγα στη γιαγιά.
Το άφησα στην τραπεζαρία. Κυριακή το βράδυ.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου