Ο θείος Χαρίλαος έπαιζε σκάκι με πολύ ωραίο τρόπο. Έπαιζε και με τον παππού και πηγαίναμε με τη γιαγιά να τους δούμε.
Κουνούσαν κάτι ξύλα από δω κι από κει και έπειτα καθόντουσαν ακίνητοι και κοιτούσαν τις μύτες των παπουτσιών τους για πολλή ώρα. Και έπειτα πάλι κουνούσαν τα ξύλα. Εγώ έπινα πορτοκαλάδα και κοιτούσα το αυτί του θείου Χαρίλαου που ήτανε ακριβώς μπροστά μου.
Μια μέρα ο θείος Χαρίλαος εξαφανίστηκε. Τον ψάξανε για πολύ καιρό, ώσπου τον βρήκαν στον Μπάτη, μέσα στην άμμο, κάτω από τη θάλασσα. Στο λαιμό του είχε μια πέτρα και την είχε δέσει μ’ ένα σπάγκο για να μην του φύγει.
Σκέφτηκα τότε το αυτί του θείου Χαρίλαου, που ήτανε τριχωτό και που μέσα είχε κάτι κιτρινίλες.
«Αυτοκτόνησε», μου είπε η γιαγιά κλαίγοντας.
«Αυτοκτόνησε», φώναζαν όλοι μαζί οι κύριοι και οι κυρίες που είχαν έρθει σπίτι με τα μαύρα και που τρώγανε κάτι ζαχαρωμένα φασόλια.
«Κανένα καινούργιο παιχνίδι θα ’ναι», σκέφτηκα καταχαρούμενη.
Μαργαρίτα Καραπάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου