Τα μέλια


Ένα βράδυ του καλοκαιριού, αφού η μαμά με φίλησε στο αριστερό μάγουλο και μου είπε καληνύχτα, έσβησε το φως και βρέθηκα στη σκοτεινή κάμαρα. Καθώς τραγουδούσα για τον εαυτό μου, έβαλα το χέρι μέσα στο βρακάκι μου για να έχω λίγη συντροφιά. Μούδιασα όμως και χνούδιασα. Μια γλύκα με τύλιξε γύρω γύρω και δεν σταματούσα.
Όλο και πιο γρήγορα και πήγαινα να σκάσω. Κάτι βαρίδια σαν ζαχαρωτά ανέβαιναν από τις πατούσες μου στην κοιλιά μου και γέμιζα ζάχαρη. Πηχτά μέλια τρέχανε από παντού και πνιγόμουν στη γλύκα.
Ξάφνου, κι ενώ οι γλύκες είχαν πνίξει το λαρύγγι μου, άρχισε να τρέμει το σπίτι και να πέφτει βροχή από τον ουρανό. άνοιγε το χώμα και κατάπινε τα γύρω σπίτια, ένα ένα.
«Θεούλη μου», είπα, «συχώρεσέ με. Δεν θα το ξανακάνω. Μη μου κόψεις τη ζωή!»
Αλλά η γη γύρω γύρω εξαφανιζόταν όλο και παραπάνω. Ο Θεούλης είχε θυμώσει για τα καλά.
Έβαλα τότε κι εγώ το χέρι μου πάλι μέσα στο βρακάκι μου και οι γλύκες ξαναγύρισαν. Τραγουδούσα στον εαυτό μου.
Καθώς το σπίτι εξαφανιζόταν μέσα στο τρύπιο χώμα, τα μέλια με περιλούσαν, και πέθανα στη γλύκα.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου