Τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια ο Βάγκαλης ασφυχτιούσε στο Λένινγκραντ. Όχι μονάχα επειδή ασφυχτιούσε παντού, κι επειδή δεν είχε ησυχία, αλλά γιατί ένιωθε πως όλο και λιγότερα τον έδεναν με τους μπολσεβίκους: εργαζόταν στην οργάνωση των εργοστασίων, και ταξίδευε πολύ, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, έκλεινε εμπορικές συμφωνίες – δεν ήταν άσχημη δουλειά, μονάχα που βαριόταν τα τρένα, «σιχαίνομαι τα σιδηροδρομικά ταξίδια», έγραφε στον Μάρκο. «Μακάρι να ’ρθει γρήγορα ο καιρός που θα ταξιδεύουμε με τα αερόστατα ή με τα αεροπλάνα –» Εξάλλου, είχε πάρε-δώσε με το υπουργείο Βιομηχανίας και οι κομισάριοι της Βαριάς Βιομηχανίας του φαίνονταν ηλίθιοι. Engstirning, Idioten, έβριζε στα γερμανικά. Ευχόταν ν’ αποκτούσε ένα φίλο, σαν τον Μάρκο ας πούμε, αλλά στη Ρωσία συναντούσε μονάχα συντρόφους, «ταβάρις» - δεν ήταν το ίδιο. Κι ο Βαλόντια Μαγιακόβσκι ήταν πολύ νεότερος, κι όλο ταξίδευε κι αυτός, δεν τον χωρούσε ο τόπος – έτρεχε για ένα περιοδικό της πρωτοπορίας, και διάβαζε ποιήματά του στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στο Παρίσι· έφτιαχνε ρεκλάμες για τα κρατικά μαγαζιά, έγραφε παιδικά βιβλία (ο Βάγκαλης τα έβρισκε υπερβολικά διδακτικά, Σύντροφε Βαλόντια, του έλεγε, κάνε κράτει! Μερικά πράγματα θα τ’ ανακαλύψουν τα παιδιά μόνα τους – κι αν δεν τ’ ανακαλύψουν, δεν πειράζει!), ανέβαζε θεατρικά έργα – δεν περνούσε συχνά απ’ το Λένινγκραντ κι όταν περνούσε έμενε λίγο. Ίσα-ίσα για ν’ απαγγείλει δυο-τρία μακροσκελέστατα ποιήματα.
Όλοι οι άνθρωποι που του άρεσαν ήταν πολύ νεότεροί του, Είναι νέοι, σκεφτόταν ο Βάγκαλης – ερωτεύονται και υποφέρουν, παντρεύονται, χωρίζουν, κι έχουν ένα σωρό σχέδια – σαν αυτόν τον νεαρό Αμερικανό, που τον έλεγαν Αρμάνδο Χάμμερ κι είχε έρθει στη Μόσχα για ν’ ανοίξει εργοστάσιο μολυβιών – γιατί τα ρώσικα μολύβια ήταν ακριβά και επιπλέον απαίσια· ο Βάγκαλης αναρωτιόταν πώς θα ένιωθε ο Μάρκος αν συναντούσε αυτόν τον νεαρό εκατομμυριούχο που του άρεσαν όλα, η Αμερική, η σοβιετική Ρωσία, τα λεφτά, η τέχνη, ο ουίσκυ –όλα– κι ήθελε να γίνει αθάνατος. «Ίσως χρειαστεί να μην πεθάνω ποτέ», έλεγε, «γιατί με χρειάζεστε, δεν μπορείτε χωρίς εμένα!» Όλοι φαίνονταν νέοι, «οι καλύτεροι», σκεφτόταν ο Βάγκαλης, «είναι νέοι. Οι παλιότεροι, είναι πιο Σλάβοι, λιγότερο ταξιδεμένοι – πατριώτες μεγαλωμένοι χωρίς δημοκρατικά ιδανικά».
Στο 15ο συνέδριο του κόμματος, που έγινε τον Δεκέμβριο του ’27, ο Τρότσκι διαγράφτηκε κι ο Βάγκαλης είπε μονάχα: Σύντροφοι, κάνετε φριχτό λάθος.
Δεν είπε τίποτ’ άλλο, πράγμα που παραξένεψε και τον ίδιο. Είχε ετοιμάσει μια ακόμα μακροσκελή εισήγηση που αναφερόταν κυρίως σε όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη, στην Ιταλία, στη Γερμανία – ήθελε να τη διαβάσει στους συνέδρους, να πει, Ας αφήσουμε την ομφαλοσκόπηση, σύντροφοι, έξω απ’ τα σύνορά μας ετοιμάζονται στρατιωτικές δικτατορίες, αλλά δεν τη διάβασε· όταν κατάλαβε πως το συνέδριο θα διέγραφε τον Τρότσκι, αποφάσισε να πει μονάχα: Φριχτό λάθος.
Τον Ιανουάριο του 1929 ο Τρότσκι έφυγε από τη σοβιετική Ρωσία – πολλοί είπαν πως ήταν καλύτερα, αφού όλο προκαλούσε διαφωνίες, αφού απειλούσε να διασπάσει το κόμμα και τη χώρα· αλλά πολλοί άλλοι, μαζί τους κι ο Βάγκαλης, είδαν στην αναγκαστική φυγή του την αρχή ενός τέλους. Η σοσιαλιστική δημοκρατία πάει στο διάολο, είπε ο Βάγκαλης, άμα διώχνουμε τον ηγέτη της επανάστασης, σημαίνει πως τα ’χουμε κάνει σκατά. Ο Όσιπ Πότνεφ κούνησε το κεφάλι του: Ίσως να ’χει δίκιο ο σύντροφος Στάλιν, είπε, αλλά χωρίς πεποίθηση, πως ο Τρότσκι προσπαθεί να υπομονεύσει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Τον θεωρεί μενσεβίκο αιρετικό.
― Μπούρδες, είπε ο Βάγκαλης. Δεν είμαστε τάγμα ιησουιτών, που να με πάρει και να με σηκώσει! Ή είμαστε; ρώτησε προκλητικά τον Όσιπ, που κοιτούσε επίμονα την επιφάνεια του τραπεζιού.
― Όχι, σύντροφε, απάντησε εκείνος υπομονετικά. Αλλά ο Βάγκαλης είχε γίνει έξαλλος.
― Άκου «μενσεβίκο αιρετικό»! συνέχισε, ουρλιάζοντας σχεδόν. Ε, τότε, να τον κάψουμε ζωντανό όπως έκαψαν οι παπάδες τον Τζορντάνο Μπρούνο!
― Μην εξάπτεσαι, σύντροφε, είπε ο Όσιπ.
― Θα εξάπτομαι όσο θέλω, φώναξε ο Βάγκαλης. Κι έπειτα πρόσθεσε, πιο ήρεμα: Σύντροφε Όσιπ, θα καταντήσουμε χειρότεροι κι απ’ τους χριστιανούς – άκου «μενσεβίκο αιρετικό»! επανέλαβε κι άρχισε να εξάπτεται πάλι. Ούτε το Ισλάμ δεν ξεπέφτει σε τέτοιου είδους ηλιθιότητες – το Ισλάμ, σύντροφε, δεν αναγνωρίζει το «έγκλημα της αίρεσης»!
― Να, απλώς, σύντροφε, ο Τρότσκι ήταν πάντα στην αντιπολίτευση. Έχει μακρά ιστορία στην αντιπολίτευση.
― Μα, συνέχισε ο Βάγκαλης όλο και πιο μεγαλόφωνα, ο Τρότσκι δεν είναι μουζίκος! Αν ζούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, θα σήκωνε τον κόσμο στο πόδι, θα ξεμπρόστιαζε τον Στάλιν κι όλους τους άλλους! Αλλά δεν ζει! Όπως δεν ζουν και πολλοί άλλοι, σύντροφε, που είχαν γνώμη –
Ο Όσιπ κούνησε πάλι το κεφάλι του.
― Από δω και πέρα, σύντροφε, συνέχισε ο Βάγκαλης, χειρονομώντας, όποιος έχει γνώμη θα στέλνεται στο πυρ το εξώτερον, εδώ θα ’σαι και θα το δεις.
― Μπορεί ναι, μπορεί και όχι, είπε ο Όσιπ.
Ο Βάγκαλης αγανακτούσε με τις διφορούμενες απαντήσεις των Ρώσων. Άφησε τα χέρια του να πέσουν δίπλα στο σώμα του.
― Είμαι κουρασμένος, είπε. Μ’ έχει κουράσει αυτή η καταραμένη πόλη. Γιατί δεν έρχεται ποτέ η άνοιξη;
― Έρχεται, σύντροφε, είπε ήρεμα ο Όσιπ.
― Έρχεται στις τριάντα μία Ιουλίου και φεύγει την πρώτη Αυγούστου! κάγχασε ο Βάγκαλης. Απορώ γιατί ο Μεγάλος Πέτρος έχτισε εδώ πέρα το αναθεματισμένο θερινό ανάκτορο!
― Γιατί έχτισε ολόκληρη την πόλη, σύντροφε, είπε πάλι ήρεμα ο Όσιπ.
Σώτη Τριανταφύλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου