Τα μαζεύουμε και φεύγουμε


Το καλοκαίρι του ’82 οι ταραχές στην Αίγυπτο κατέληξαν σε επανάσταση. Ο Ουράμπι Πασάς ξεσήκωσε τους Άραβες, έγινε ματοκύλισμα, σφαγές: την πρώτη μέρα των ταραχών ο νονός του Μάρκου, ο θείος Λεονάρδος, που δούλευε γραφιάς στην πρεσβεία, κατέφτασε με κομμένη την ανάσα στο σπίτι του Ασημάκη, ιδρώνοντας και τραυλίζοντας:
― Τουφε-φεκάνε τα σκυ-σκυλιά, είπε. Ρί-ρίχνουνε στο ψαχνό.
― Ποιος τουφεκάει τα σκυλιά; ρώτησε ο Στέφανος για να τον εκνευρίσει λίγο περισσότερο.
― Τουφε-κάνε τα σκυ-λιά! φώναξε ο θείος. Τα σκυ-σκυλιά, οι αράπηδες! Ρίχνου-νε όπου βρού-νε!
Ο Στέφανος σκέφτηκε πως, άμα οι Αιγύπτιοι διώξουνε τους Ευρωπαίους, θα χάσει τη δουλειά του, όπως κι ο θείος Λεονάρδος: μπορούν όμως μόνοι τους οι αραπάδες να κάνουν δημόσια έργα;
Αλλά η Ανθώ έκρυψε τα χρυσαφικά της, σφάλισε καλά τις πόρτες, έκλεισε τα παιδιά στα δωμάτιά τους, και είπε: Ψυχραιμία, θείε, και μακριά απ’ τις αράπικες συνοικίες.
Το ’πε γιατί έλεγαν πως ο νονός, αν και θεοσεβούμενος, εκκλησιαζόμενος και τα λοιπά, επισκεπτόταν Αιθιοπίδα στο Αζ-Ζαμαλίκ. Ωραίες, ευγενικές φυλές ! σκεφτόταν ο Στέφανος και γελούσε από μέσα του. Ο θείος Λεονάρδος έμεινε μαζί τους δυο βδομάδες, δεν πήγε καθόλου στο Αζ-Ζαμαλίκ κι ούτε ξεμύτισε απ’ το σπίτι, περιμένοντας να επέμβουν «οι Αγγλογάλλοι».
― Θείε, έλεγε η Ανθώ, άλλο οι Άγγλοι, άλλο οι Γάλλοι. Οι Άγγλοι είναι εκείνοι οι ξεπλυμένοι που παίζουνε κρίκετ. Οι Γάλλοι, πρόσθεσε, είναι οι ξεπλυμένοι που δεν παίζουνε κρίκετ.
Και πράγματι, επειδή ήταν «άλλο», άργησαν να επέμβουν: τρώγονταν μεταξύ τους κι άφησαν να φαγωθεί κι ο φτωχός κοσμάκης που τριγυρνούσε στους δρόμους μέρα-νύχτα φωνάζοντας, Η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους, η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους! μέχρι που ο βρετανικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια κι όλα ησύχασαν. Ούτε μια επανάσταση δεν είν’ άξιοι να κάνουν οι φελάχοι – οι επαναστάσεις, βρε, δεν γίνονται με ναμπούτια, γίνονται με σφαίρες! σχολίασε η Ανθώ κι η ζωή της ξαναγύρισε στην ομαλότητα: έβγαλε τα διαμαντικά απ’ την κρυψώνα τους κι έστειλε πάλι τα παιδιά στο σχολείο – αλλά ο Στέφανος είχε τρομάξει σχεδόν όσο ο θείος Λεονάρδος.
Γι’ αυτό, την πρώτη φορά που η Ανθώ είπε, Θέλω να πάω στην Αθήνα, θέλω να δω το σπίτι μου, τους τάφους, ο Στέφανος απάντησε:
― Εντάξει, άντε, τα μαζεύουμε και φεύγουμε.
Η Ανθώ έμεινε άφωνη: δεν περίμενε πως ο Στέφανος θ’ άφηνε ποτέ την Αίγυπτο.
Απ’ την αρχή του καλοκαιριού ήθελε να φύγουν. Ξαφνικά, του φαινόταν πως η Αίγυπτος τον κατάτρωγε: από τότε που είχε φύγει η Αννί ένιωθε πως είχε έρθει η σειρά του να φύγει, όχι για να πάει να τη βρει – ούτε λόγος –, αλλά γιατί ένιωθε πως υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή πέρα απ’ τη ζέστη και τη σκόνη. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε αλλά ονειρευόταν ένα μέρος ειρηνικό, γεμάτο εργοτάξια, μηχανές, εργάτες που σκάβουν με μηχανήματα, γερανούς, τροχαλίες, και εργολάβους που επιβλέπουν. Αμφέβαλλε ότι η Αθήνα ήταν τέτοιο μέρος, αλλά δεν είχε πού αλλού να πάει: ήταν υπάλληλος των Γάλλων, και οι Γάλλοι ετοιμάζονταν τώρα να φτιάξουν τον Ισθμό της Κορίνθου, ένα έργο που ο Στέφανος δεν ήθελε να χάσει. Η Πελοπόννησος, σκεφτόταν, θα γίνει νησί! Τον ενθουσίαζε αυτό.
Άρχισαν να ετοιμάζονται προτού νικηθεί ο στρατός του Ουράμπι στο Ταλ-αλ-Καμπίρ και προτού ο στρατηγός Γούλσλι καταλάβει το Σουέζ. (Όταν το κατέλαβε, τον επαίνεσε θερμότατα ο Βρετανός πρωθυπουργός, ο Γλάδστων, και τον έκανε βαρώνο – τότε η Ανθώ είπε, Σιγά το κατόρθωμα, μωρέ!) Πάντως, λίγο πριν απ’ τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου, έριξε τα χαρτιά για να μάθει την τύχη του Ουράμπι Πασά, παιδεύτηκε ώρα πολλή, κάθε τόσο έλεγε, φτου, φτου, ο Στέφανος αναρωτιόταν πως μια κόρη Αθηναίου νηματουργού λέει «φτου». Τέλος, η Ανθώ αναφώνησε:
― Θα γλιτώσει! Θα γλιτώσει!
Ο Στέφανος απορούσε πώς του είχε τέτοια συμπάθεια: ήταν ένας αιμοσταγής Μωαμεθανός – και περίμενε ότι θα τον τουφέκιζαν: όλοι έλεγαν πως ο Γούλσλι θα συμμαχούσε με τους ντόπιους εχθρούς του και θα τον καταδίκαζε σε θάνατο. Αλλά η Ανθώ είδε στα χαρτιά, είπε, μεγάλη θάλασσα, ανοιχτό πέλαγος. Και τον Ουράμπι να σαλπάρει με αγγλικό καράβι. Πράγματι ο Ουράμπι σώθηκε, κατέφυγε στην Κεϋλάνη – και γύρισε στην Αίγυπτο είκοσι χρόνια αργότερα, όταν ο Γούλσλι διέπρεπε στον πόλεμο των Μπόερς κι ο διάδοχος του Ουράμπι είχε πια πεθάνει.
Σώτη Τριανταφύλλου
«Το εργοστάσιο των μολυβιών»

Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου