Ο φόβος άλλαξε τώρα κονάκι


Τους Τούρκους δε τους φοβόμαστε πια εμείς· αυτοί μας τρέμανε. Είχαμε μεταλλάξει θέση, αντί ν’ αλλάξουμε κεφάλι. Στην παλιά Έφεσο, στ’ αρχαία οι Γερμανοί είχανε μπαρουταποθήκες. Εκεί βρήκαμε πολεμικό υλικό όσο θέλαμε. Οι Τούρκοι τζανταρμάδες, που έπρεπε να το παραδώσουνε στους συμμάχους, όπως όριζε η ανακωχή του Μούδρου, το παρατήσανε και ξαφανιστήκανε. Είχανε κάψει τόσες χριστιανικές οικογένειες, που τρέμανε.
Χρόνια και χρόνια ξαρμάτωτος ο ραγιάς, υπόμενε κάθε ταπείνωση και συφορά και τώρα που πέσανε στα χέρια του όπλα, θα τ’ άφηνε; Δύσκολο, πολύ δύσκολο να σβήσεις τα μίση και την αγριίλα του πολέμου μεμιάς. Το αίμα κι ο τρόμος φέρνει τρόμο. Τα γυρίσματα σαν έρθουν ξαφνικά, φέρνουνε καινούργιες συφορές.
Οι καμένοι Κιρκιντζώτες παίρνανε νύχτα τα μονοπάτια για την παλιά Έφεσο και δε βρήκαν ησυχία, παρά σαν κουβαλήσανε στο χωριό όλο το μπαρούτι και τα όπλα. Τότε αρχίσανε να νιώθουνε λεύτεροι· τα κυρτωμένα κορμιά τους στυλωθήκανε. Και τα πιο σεμνά παλικάρια βάλανε φισεκλίκια στο ζουνάρι και στο στήθος και περπατούσανε με νταηλίκι· κουνούσανε καμαρωτά το κορμί, σαν να λέγανε στους Τούρκους: Αν σας βαστάει, κοπιάστε τώρα!
Ο Κοσμάς Σαράπογλου οπλίστηκε πρώτος. Πήρε το τουφέκι του και τράβηξε ίσια στο νεκροταφείο. Εμείς οι άλλοι τον ακολουθούσαμε βουβά. Τρομάξαμε μην έχει τάμα να σκοτωθεί. Μ’ αυτός άρχισε το τουφεκίδι. Ύστερα έσυρε φωνή σπαραχτική.
― Σηκωθείτε, παλικάρια. Ήρτε η λευτεριά!
Η γριά Χρυσάνθη, η Σωκιανή, το ίδιο βράδυ έλεγε πως είδε με τα μάτια της τις σκιές των νεκρών κι άκουσε το κλάμα και το παράπονό τους.
― Γιαδέτσι! έκανε κι έδειχνε τις σκιές του φεγγαριού.
Όσοι θέλανε να τήνε πιστέψουνε λέγανε πως τους είδανε που παραφυλάγανε, λέει, μήπως κι αποξεχαστούμε με την καλοπέραση και δεν πάρουμε εκδίκηση.
Οι Τούρκοι απ’ τα γειτονικά μας χωριά, μόλις μάθανε πως οπλιστήκαμε, παρατήσανε σπίτια και χωράφια, και τραβήξανε για τα Σώκια και το Κουσάντασι. Ο φόβος άλλαξε τώρα κονάκι.
Μόλις μαθεύτηκε πως στη Σμύρνη ξεμπάρκαρε ο ελληνικός στρατός, και τα πέντε γειτονικά τουρκοχώρια γίνηκαν στάχτη! Νέα στάχτη, νέες συφορές που θα φέρουνε κι άλλες κι άλλες! Μα ποιος μπορούσε να κάνει τέτοιον απλό λογαριασμό μέσα στο μεθύσι της νίκης…
Πρώτοι ξεμπαρκάρανε στο Αγιασουλούκ οι Ταλιάνοι. Ο κόσμος σκιάχτηκε μην είτανε συμφωνημένο απ’ τους Μεγάλους να πέσουμε σε νέο αφεντικό. Δε μείνανε όμως πολύ· τράβηξαν για τα Σώκια και το Κουσάντασι.
Τη μέρα που έφτασε ο ελληνικός στρατός στο χωριό μας, ο κόσμος έχασε το νου του. Από νωρίς να χτυπούν οι καμπάνες, μα δεν ήτανε ο συνηθισμένος χτύπος· ήτανε κατιτίς το πρωτάκουστο.
Η είδηση φτερούγισε από σπίτι σε σπίτι, από χωράφι σε χωράφι. «Έφτασε ο ελληνικός στρατός!» Οι άνθρωποι παρατούσανε τις δουλειές, στεκόντανε λίγο, το λέγανε μέσα τους συλλαβιστά να το χωρέσει ο νους. Κι ύστερα το φωνάζανε και δυνατά και τρέχανε να το πούνε και σ’ άλλους. Κάνανε το σταυρό τους, αγκαλιαζόντανε και κλαίγανε.
― Χριστός Ανέστη!
Τι ’ναι αυτή η χαρά που ξεπερνά όλες τις άλλες, γάμους, γέννες, πλούτο, δόξα! Μεμιάς ανθίσανε όλες μαζί οι καρδιές. Ο κόσμος έβαλε τα γιορτινά του, πήρε βάγια στο χέρι, ανθόνερο και ρύζι να ράνει το στρατό. Έστρωσε με κιλίμια τα καλντερίμια της σκλαβιάς. Το χωριό γέμισε σημαίες μεγάλες και μικρές που τις ράψανε οι γυναίκες τους τελευταίους μήνες.
Σαν ακούστηκαν οι πρώτες σάλπιγγες, γέροι, νιοι, γυναίκες, παιδιά, όλοι γονάτισαν το κούτελο στο χώμα· χύνανε δάκρυα και λέγανε με πάθος:
― Ελλάδα! Ελλάδα μας! Μητέρα μας!
Η παρέλαση στο χωριό άρχισε με τα παιδάκια που κρατούσαν τα ξαφτέρυγα· ακλοθούσαν οι παπάδες με τα χρυσά άμφια, κι οι διάκοι με τα θυμιατά. Κι ανάμεσα στα ράσα, ένας γίγαντας, ο Κοσμάς, με τις τσόχινες βράκες και τα κεντημένα τουζλούκια, βημάτιζε αργά, επίσημα, όπως ταίριαζε σε κείνη τη μεγάλη στιγμή της ιστορίας. Στα χέρια του σήκωνε την εικόνα του Αι-Δημήτρη, που δυο άντρες ιδρωκοπούσανε άμα την περιφέρανε.
Το βράδυ στρώσαμε τραπέζια στους δρόμους, σουβλίσαμε αρνιά. Κουβαλήσαμε με τα βαρέλια το κρασί. Μεθύσαμε, τραγουδήσαμε. Κι όλο απλώναμε τα χέρια πάνω στους Έλληνες φαντάρους, για να βεβαιωθούμε πως ήτανε αληθινοί και όχι πλάσματα της φαντασίας μας.
Η ζωή ξαφνικά έγινε κάτι το πολύ σπουδαίο. Νομίσαμε πως ήμασταν η ευτυχισμένη γενιά των ραγιάδων που θα εισπράξει την πλερωμή για πέντε αιώνες αίμα και δάκρυ.
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»
Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου