Ήλιος και βροχή


Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία: Τους είχαν φέρει.
― Πάμε, μου είπε ο Βασίλης.
Ο Αράπης είχε βυθίσει στο βρόμικο νερό του μαστέλου του μια σαμπρέλα, ψάχνοντας να εντοπίσει την τρύπα. Πήραμε τα ποδήλατα, γράψαμε οι ίδιοι την ώρα στο τετράδιο του πάγκου και αμοληθήκαμε.
Πέρα από τη μάντρα του νεκροταφείου φαίνονταν οι γραμμές του τρένου, και πέρα από τις γραμμές εκείνο το περίφρακτο μοναχικό σπίτι. Ξέραμε τα πάντα γι’ αυτό. Σχεδόν τα πάντα. Πώς μπαίνεις, τι κάνεις, τι κάνεις έπειτα, όσο περιμένεις μοναχός σου στο δωμάτιο. Είχαμε μαζέψει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Αλλά δεν είχαμε τολμήσει ακόμη να περάσουμε το κατώφλι του.
Στην είσοδο του νεκροταφείου υπήρχε ένας σκοπός με εφ’ όπλου λόγχη. Σταματήσαμε σε κάποια απόσταση και κατεβήκαμε από τα ποδήλατα. Μια σειρά κυπαρισσιών μας εμπόδιζε να δούμε τι γινόταν πίσω από τη μάντρα. Υποθέταμε μόνο. Τότε με σκούντηξε ο Βασίλης. Ακολούθησα τη ματιά του.
― Αυτή είναι, μου είπε.
Μια νεαρή γυναίκα διέσχιζε ήδη τις γραμμές και ερχόταν προς εμάς.
― Την είδα το πρωί, είπε ο Βασίλης. Στο μόνιππο.
― Η Νταίζη; ρώτησα.
― Ναι. Κάθε Πέμπτη πάνε στον γιατρό. Όλες. Πάνε, του σηκώνουν τα πόδια και τις εξετάζει.
Δε με ξάφνιασε ο κυνισμός του.
Η απόσταση ανάμεσα στην Νταίζη και εμάς λιγόστευε σταθερά. Μπορούσαμε να διακρίνουμε τώρα τι κρατούσε στην αγκαλιά της· μερικά τριαντάφυλλα και ένα μικρό μαξιλάρι.
― Ξέρεις πού το χρησιμοποιούν αυτό, είπε ο Βασίλης.
Δεν ήξερα.
― Στους γοφούς τους. Στη μέση τους. Για να μην κουράζεται.
Ένα εργαλείο λοιπόν.
Οι γοφοί της Νταίζης, η μέση της, οι μηροί της. Τα στήθη της επίσης. Η Νταίζη δεν περπατούσε. Λικνιζόταν. Και εγώ την είχα ξεγυμνώσει.
Πλησίασε τον σκοπό. Ο σκοπός της χαμογέλασε με ένα αίσθημα συνενοχής και τη άφησε να περάσει χωρίς άλλη κουβέντα.
― Πάμε κι εμείς, είπε ο Βασίλης.
Αλλά ο σκοπός μας σταμάτησε.
― Απαγορεύεται.
― Να δούμε μόνο, είπε ο Βασίλης.
Ο σκοπός μας κοίταξε.
― Να δείτε και να φύγετε, είπε στο τέλος.
Μπήκαμε ένα βήμα μέσα από τη σιδερένια μαντρόπορτα. Σύρριζα στον τοίχο και κατά τη γραμμή των κυπαρισσιών υπήρχαν δεκατρία φορεία. Η Νταίζη ήταν η τελευταία. Είχαν προηγηθεί άλλες τέσσερις Μαγδαληνές από το περίφρακτο σπίτι.
Αυτές, ακολουθώντας την αρχαία παράδοση του επαγγέλματός τους, είχαν πλύνει τα πρόσωπα των νεκρών στρατιωτών και τους είχαν κλάψει. Και όλων τα κεφάλια αναπαύονταν πάνω σε μικρά μαλακά μαξιλάρια.
Η κηδεία τους έγινε την επομένη στις 11, πάνδημη. Οι φλαμουριές της πλατείας Αγίου Βασιλείου είχαν ανοίξει. Το γυμνάσιό μας, σε χαλαρούς ζυγούς, κατέλαβε την αριστερή πλευρά. Το Θηλέων τη δεξιά. Ένα ελαττωματικό μεγάφωνο, κρεμασμένο στον κεντρικό στύλο φωτισμού, αναμετάδιδε, σε χαμηλούς τόνους, την ακολουθία «εις κεκοιμημένους».
Ξαφνικά, και χωρίς να χαθεί ο ήλιος, άρχισε μια ήπια βροχή. Δεν κράτησε πολύ. Ένα περαστικό σύννεφο. Άνοιξαν πάντως δύο τρεις ομπρέλες και στις γραμμές του Θηλέων δημιουργήθηκε ένας μικρός πανικός. Είδα ανάμεσά τους τη Μάχη Βατατζή. Τίναξε τα μαλλιά της και το πρόσωπό της άστραψε για μια στιγμή. Ύστερα χάθηκε ανάμεσα σε άλλες ποδιές.
― Γη ει και εις γην απελεύσει, είπε ο Βασίλης που παρακολουθούσε.
Ήξερε το αγκάθι στην καρδιά μου και συχνά γινόταν ανήλεος. Δεν πρόλαβα να απαντήσω. Ο κύριος Ασάνης στάθηκε κοντά μας.
― Γη ειμί και σποδός, είπε αποτεινόμενος στον Βασίλη.
Δεν επρόκειτο ακριβώς για παιχνίδι. Το κλίμα το επέβαλλαν τα στιχηρά της ακολουθίας και οι φωνές των παπάδων που νανούριζαν μέσα από το μεγάφωνο.
― Τα πιστεύετε αυτά κύριε; είπα εγώ.
Ο κύριος Ασάνης προσπαθούσε διακριτικά να κρύβει το αναμμένο τσιγάρο του.
― Πρόκειται για ποίηση εξαιρετικού επιπέδου, απάντησε αμφίσημα.
― Δεν εννοώ αν τα πιστεύετε ως ποίηση.
― Τότε ως τι;
― Ως προοπτική.
― Για ποιον;
― Για όλους. Ιδιαίτερα γι’ αυτούς εκεί μέσα.
Ο κύριος Ασάνης δίστασε λίγο.
― Μπορώ να μιλήσω μόνο για μένα, είπε.
Νόμισα ότι τον είχα στριμώξει.
― Αυτό όμως είναι υπεκφυγή.
― Ίσως, μου είπε ο κύριος Ασάνης. Αλλά για ορισμένα πράγματα δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Δέλτα Ασάνης. Δημήτριος ο Μυροβλύτης. Ο φανατικός της νικοτίνης. Μας γοήτευε με την ανεκτική ευστροφία του. Με τα μικρά του πάθη επίσης. Ίσως ήταν μια τακτική: Να μας εμπιστεύεται. Να μας θεωρεί ίσους του. Δηλαδή να μας κάνει να πιστεύουμε ότι μας θεωρεί ίσους του.
Ένας χτύπος από την γκρανκάσα της μικρής στρατιωτικής μπάντας ήχησε σαν σύνθημα. Οι γυμναστές έπιασαν τις σφυρίχτρες.
Μια φευγαλέα μαλακή βροχή άρχισε πάλι. Ο κύριος Ασάνης τράβηξε βιαστικά την τελευταία ρουφηξιά και πέταξε το τσιγάρο του κάτω.
― Ήλιος με βροχή, είπε με εντελώς άλλο τόνο και απομακρύνθηκε.
― Ήλιος με βροχή – που παντρεύονται οι φτωχοί, κάγχασε πίσω του ο Βασίλης.
Η γκρανκάσα ξαναχτύπησε και η μπάντα άρχισε να παιανίζει ένα πένθιμο εμβατήριο. Ο κόσμος σάλεψε και κινήθηκε στον ρυθμό της μουσικής.
 Ο Βασίλης με έπιασε από το μπράτσο και έσκυψε στο αυτί μου με ζέση.
― Αύριο είναι οι τελευταίοι Χαιρετισμοί. Θα πάμε. Θα είναι όλες εκεί.
Με παρηγορούσε – με τον τρόπο του.
Θανάσης Βαλτινός
«Εθισμός στη νικοτίνη»

Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου