Το Γενάρη του 1915 καλέσανε την κλάση μου. Παρουσιάστηκα στο Κουσάντασι μαζί με καμιά εβδομηνταριά συγχωριανούς μου. Μας καταγράψανε και μας στείλανε στα σπίτια μας να ετοιμάσουμε τα ρούχα μας· σε δυο τρεις μέρες θα φεύγαμε για τα Τάγματα Εργασίας στην Άγκυρα.
Οι περσότεροι μόλις ακούσανε τον προορισμό, τρέξανε να κρυφτούνε. Εγώ συμφώνησα με τη γνώμη του φίλου μου, του Κώστα Πανάνογλου· επέμενε να πάμε στ’ Αμελέ Ταμπούρια της Άγκυρας. Ο Κώστας είχε τσακωθεί με τον πατέρα του για περιουσιακά κι ήθελε να φύγει, μήπως και συγκινηθεί ο γέρος κι αλλάξει γνώμη. Εγώ γιατί να κάνω την κουτουράδα να τον ακολουθήσω; Έλεγα: Έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε δυο στραβά κι ανάποδα. Το ένα κακό είναι να κρυφτείς· το ’ζησες και ξέρεις τι λογιώ είναι. Τ’ άλλο το άγνωστο είναι τ’ Αμελέ Ταμπούρια. Τα λένε για χειρότερα, μα πώς να τ’ αναμετρήσει ο λογισμός σα δεν τα ξέρει; Όσα κι αν είχα ακουστά για τα Τάγματα δε με τρομάζανε. Εγώ σκιαζόμουνα κείνα που είδανε τα δικά μου μάτια. Κάθε χτύπος στην πόρτα να κόβει χρόνια από το γονιό σου! Να σε κυνηγούνε παντού και να μην έχεις καντούνι να σταθείς. Να ζεις σαν ποντικός στα ταβάνια και στους υπόνομους, ακίνητος, θαμμένος ζωντανός. Χίλιες φορές καλύτερα τ’ Αμελέ Ταμπούρια. Εκεί θα παλεύεις με το θάνατο, μα θα παλεύεις στήθος με στήθος, χνότο με χνότο, ορθός σε πέτριν’ αλώνια. Τέτοια κρίση έβγαλα και πήγα.
Ήταν Φλεβάρης του 1915 όταν ξεκινήσαμε. Κανείς από το σπίτι δεν είχε καιρό για ξεπροβοδίσματα. Μονάχα ο Γιώργος καθώς μ’ αποχαιρετούσε κοντοστάθηκε· θυμήθηκε πως έφτανε όπου να ’ναι και η δική του αράδα. Ύστερα με ρώτηξε:
― Φοβάσαι;
― Δεν ξέρω. του αποκρίθηκα. Κείνο που ξέρω είναι πως δε θα πω στο θάνατο: κόπιασε! Θα παλέψω να ζήσω!
― Εμένα πολύ θα μου λείψεις, μου ’κανε και καβάλησε απότομα το μουλάρι, το κλότσησε κι έφυγε μπουρινιασμένος.
Πέντε μερόνυχτα η διαδρομή Σμύρνη-Άγκυρα. Τα τρένα πήγαιναν αργά γιατί δούλευαν με ξύλα. Όλο το τούρκικο κάρβουνο το τραβούσε η Γερμανία για τις δικές της ανάγκες. Μας είχαν αμπαρωμένους σε βαγόνια που μεταφέρνανε άλογα. Μονάχα μια φορά τη μέρα μάς ανοίγανε για να πάμε για σωματική μας ανάγκη. Από τετρακόσιους ογδόντα άντρες που είχε εκείνη η αποστολή, μόνο οι τριακόσιοι δέκα φτάσανε στον προορισμό τους. Οι εκατόν εβδομήντα το σκάσανε στο δρόμο. Η φρουρά – που ήταν μόνο δέκα άντρες – έκανε τα στραβά μάτια για να πάρει μπαχτσίσι και να πλιατσικολογήσει τους μπόγους μας. Για κείνους τους φουκαράδες διαβόλους ήταν αναπάντεχος θησαυρός οι πλούσιοι μπόγοι εκατόν εβδομήντα Ελλήνων, όπου η μητρική στοργή και η σελμπεσιά της απελπισιάς είχανε τραβήξει ό,τι καλύτερο διαθέτανε τα σπίτια σε ρούχα και σε τρόφιμα.
Πόσοι απ’ αυτούς που το σκάσανε θα κατορθώνανε να φτάσουνε ζωντανοί στα σπίτια τους! Τα βουνά ήταν αφιλόξενα, οργιά το χιόνι και λεφούσι οι Τούρκοι λιποτάχτες. Οι δρόμοι είχανε παντού φυλάκια. Έπρεπε να ’χεις μπόλικο παρά για να δωροδοκείς, να ’χεις και τύχη και μυαλά τετρακόσια για να γλιτώσεις απ’ τις παγίδες. Χιλιάδες Ρωμιοί βρήκαν έτσι το θάνατο. Κι ήταν οι τυχεροί. Γιατί όσους πιάναν ζωντανούς τους παραδίνανε στις αρχές· αυτοί ’ταν οι πιο δυστυχισμένοι. Κάλλιο να ’χανε πέσει από μαχαίρι και σφαίρα στο δρόμο, παρά π’ αξιώνονταν να φτάσουνε ζωντανοί στο τάγμα τους.
Με στείλανε στο «Ικιντζί Αμελέ Ταμπουρού», στο δεύτερο Τάγμα Εργασίας, ογδόντα χιλιόμετρα πέρα από την Άγκυρα, στο χωριό Κιλισλάρ. Δώδεκα τάγματα δουλεύανε σε δρόμους και σε μια σιδηροδρομική γραμμή, που την είχε αρχίσει πριν τον πόλεμο γαλλική εταιρία.
Μόλις με παραδώσανε στο τάγμα, είδα να φέρνουν τέσσερις λιποτάχτες. Τους υποχρεώσανε να γονατίσουν. Εμάς μας παρατάξανε γύρω τους. Ο ταγματάρχης, που θα μας έπαιρνε στους ορισμούς του, έβγαλε ένα σύντομο λόγο όλο βρισίδι και απειλές. Ύστερα άρπαξε ένα βούνευρο και ρίχτηκε πάνω στους δεμένους λιποτάχτες. Άκουγες τ’ αγκομαχητά τους, τις σφυριγματιές του βούνευρου και τη δύσκολη ανάσα του ταγματάρχη. Όταν απόκανε, πιάσανε κουρμπάτσι οι χωροφυλάκοι. Σπάζανε οι σάρκες των ανθρώπων και πεταγόταν ένα σκοτωμένο μαύρο αίμα. Ύστερα τους στήσανε ορθούς και τους περνούσανε στο λαιμό «βραχιόλια». Τα βραχιόλια ήτανε χοντροί χαλκάδες, ίσαμε τρεις οκάδες σίδερο ο καθένας. Οι δυο άκρες ενώνονταν με περτσίνια. Δίχως εργαλεία δεν μπορούσες να βγάλεις τους χαλκάδες. Μ’ αυτούς τρώγανε, μ’ αυτούς σκάβανε, μ’ αυτούς σπάζανε πέτρα, μ’ αυτούς πέφτανε να κοιμηθούνε. Είχανε γίνει ένα με το κορμί τους.
Τι σκαρφίζονταν οι άνθρωποι για να εξευτελίσουνε το συνάνθρωπό τους. Πάνω στα βασανιστήρια πέφτανε τα βρακιά, βγαίνανε τ’ αχαμνά στη φόρα, ανακατεύονταν με το αίμα, σάλια, μύξες, ούρα, κόπρανα και δάκρυα! Σοβαρούς, κιμπάρηδες ανθρώπους, προσπαθούσανε να τους κάνουνε ρεντίκολο!
Όταν τελείωσε η… υποδοχή, μας μαντρώσανε στους λόχους. Ανάμεσό μας μέτρησα διακόσιους άντρες με τέτοια σιδερικά στο λαιμό. Πώς τ’ άντεχαν οι χριστιανοί; Θηρίο είν’ ο άνθρωπος!
Το πρώτο βράδυ ανταμώσαμε στο λόχο άλλους έξι Κιρκιντζώτες, που με δάκρυα στα μάτια μάς είπανε:
― Πώς τ’ αποφασίσατε να ’ρθείτε σε τούτη την κόλαση; Τι τρέλα ήταν αυτή! Γιατί δεν τινάζατε καλύτερα τα μυαλά σας στον αγέρα; Εδώ θα πεθάνουμε ούλοι σαν τα σκυλιά στ’ αμπέλι.
Έκανα το θαρρετό, μα σαν έπεσα να κοιμηθώ έκλεινα τα μάτια μου κι έβλεπα βούνευρα και χαλκάδες. Πλάι μου ένας μεσόκοπος έλεγε σ’ ένα συνάδερφο ψιθυριστά:
― Άλλο είναι όταν σε πηγαίνουνε για ντουφέκι ή για κρεμάλα. Γίνεσαι μεμιάς από τίποτις κάτι. Τούτο δω είναι ασήκωτο βασανιστήριο!
Κι ο άλλος του αποκρίθηκε:
― Εγώ θα το σκάσω μια από τούτες τις μέρες. Κι ας μου βάλουνε χίλιους χαλκάδες· δεν αντέχω άλλο!
Διδώ Σωτηρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου