Πόσο χρειάζεται να βράσει το κύμα;


Ο Χαρίτος είχε πια φτάσει στο μικρό δάσος τα πεύκα, στους τρεις λόφους που χώριζαν τον κάμπο της Αναβύσσου απ’ την περιοχή της Βάρης. Δεν είναι πέρασμα ανθρώπων από κει. Είναι ολότελα έρημα, σιωπή θανάτου βασιλεύει. Πάνω στην παρθένα γη, όπου τα ξερά φύλλα των δέντρων έχουν κάμει πυκνό στρώμα, σβήνουν τα ίχνη του ανθρώπου που περπατά ξυπόλυτος.
Ο Χαρίτος αισθανόταν να είναι χαρούμενος. Σφύριζε. Έστριψε ένα μικρό ψήλωμα και βρέθηκε ξαφνικά μέσα σ’ ένα μέρος κλειστό. Γύρω-γύρω ήταν πεύκα, μονάχα κατά τα δυτικά ήταν ένα άνοιγμα όλο φως και γαλήνη, προς τη θάλασσα του Σαρωνικού, προς τις Φλέβες. Κ’ εκεί, απ’ αυτή την πλευρά της γαλήνης, λίγα μέτρα πιο πέρα, με το κορμί σκυμμένο στη γη, με το κεφάλι χαμηλωμένο στη γη, ένα σώμα, δυο νεανικά πόδια, ένα κορίτσι ήταν.
― Ε! φώναξε ο Χαρίτος, σταματώντας μπρος στο θέαμα της χαράς.
Η φωνή του γέμισε τη γαλήνη. Το σκυμμένο κορμί σηκώθηκε, τα δυο γυμνά πόδια πατήσαν πιο γερά στη γη. Η Άννα γύρισε τρομαγμένη:
― Α, εσύ ’σαι;
Κι αμέσως, μόλις αναγνώρισε την ασήμαντη ύπαρξή του, συνέφερε.
― Φοβήθηκα…, μουρμούρισε.
Ύστερα δυνατότερα:
― Πού τραβάς; τον ρώτησε.
― Γυρίζω απ’ τη Βάρη στην Ανάβυσσο. Εσύ;
― Εγώ μαζεύω χόρτα.
― Α, χορτάρια…
Αν μάζευε κι αυτός;
― Λοιπόν, γεια σου! λέει η Άννα, κι αδιάφορη ξανάσκυψε πάλι στη γη.
Καμιά απάντηση. Ένα λεπτό, δυο.
Ο κορμός του κοριτσιού σηκώνεται πάλι. Παραξενεμένη, γυρίζει πίσω να δει γιατί δεν την αντιχαιρέτησε.
― Δεν έφυγες;
― Όχι. Θα μαζέψω κ’ εγώ χορτάρια.
― Καλά.
Η Άννα ξανασκύβει στη γη. Το μέρος που βρίσκεται είναι ανηφορικό. Τα γυμνά της πόδια τώρα, καθώς σκύβει, γυμνώνουνται πιο πολύ πάνω απ’ τα γόνατα· η σφιχτή της η σάρκα σφύζει, λάμπει εκεί. Πόσο χρειάζεται να βράσει το κύμα; Ο Χαρίτος σκύβει να βγάλει ένα χορτάρι, παλεύει να ξεφύγει την έλξη, μα το γυμνό φως είναι κει, πιο πάνω, – τα γόνατα. Τα μάτια του καρφώνουνται, φοβισμένα και ύπουλα, εκεί. Τα χαμηλώνει, πάλι γυρίζουν μοναχά τους. Πόσο χρειάζεται να βράσει το κύμα; Ανεβαίνει σιγά, ζεστό, καυτό στο δασύ του μούτρο, το βάφει, μολεύει το αίμα, μολεύει το μυαλό. Γύρω-γύρω είναι η γαλήνη, είναι ερημιά θανάτου, είναι ο τόπος όλος ένα κορμί γυμνό.
Τα μάτια του καίνε. Προχωρεί αργά κατά το μέρος της.
Άκουσε τα βήματά του, απ’ τον αλαφρό θόρυβο που έκαναν στα ξερά πευκόφυλλα.
Σηκώθηκε. Γύρισε και τον κοίταξε μες στα μάτια.
― Τι είναι;
Μπλέκουν τα μάτια, σκαλίζουν, ψάχνουν να μαντέψουν.
― Τί είναι; ρωτά πάλι η Άννα, ανίκανη να φανταστεί.
Μα το άλλο, το εχτρικό σώμα δεν απαντά. Όλοι οι πόροι του, όλο του το αίμα, τα κόκαλα και η σάρκα γινήκαν μονομιάς μνήμη, τίποτα άλλο δε βλέπουν εξόν από μια εικόνα μακρινή, εκεί στο μικρό ρέμα της Αίγινας, κάτω απ’ το δέντρο: το κορίτσι γυμνό να βογκά, κι απάνω του να βογκά ο άλλος, ο φίλος της.
― Τι είναι; ρωτά για τρίτη φορά η Άννα, κι άξαφνα, ψάχνοντας μες στο βάθος της ματιάς του αγριμιού που έστεκε μπροστά της, κατάλαβε κ’ έμπηξε μια φωνή.
Χίμηξε απάνω της, την άρπαξε.
― Έλα!
Έκαμε απελπισμένη προσπάθεια να του ξεφύγει κι άρχισε να τρέχει, φωνάζοντας σπαραχτικά:
― Βοήθεια!... Βοήθεια!...
Μα ο Χαρίτος, πιο άγριος τώρα, την πρόφτασε, την άρπαξε πάλι, τη χούφτιασε, την έριξε καταγής. Το άγγιγμα με το νέο σώμα έδωσε μια ακόμα κίνηση στο αίμα, το ανατάραξε άλλη μια φορά.
― Στάσου! μούγκριζε γονατισμένος απάνω της. Στάσου κατά πώς στάθηκες στον άλλον.
Μα οι φωνές της ολοένα γίνονταν πιο δυνατές. Και ο αγώνας να του ξεφύγει, ο αγώνας να την κρατήσει. Βάζοντας όλη τη δύναμή της η Άννα, μια στιγμή, μπόρεσε να μισοσηκωθεί, άρπαξε μια πέτρα με τα χέρια της και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αυτός τότε, έξω πια απ’ τον εαυτό του, χούφτιασε το χέρι της, το στραμπούληξε και, με την ίδια πέτρα, άρχισε να τη χτυπά με λύσσα στο κεφάλι, να τη χτυπά, να τη χτυπά. Το αίμα της τινάχτηκε και πιτσίλισε το μούτρο του, αυτός ολοένα χτυπούσε, ίσαμε που οι κραυγές της σιγά-σιγά αδυνάτισαν κ’ έγιναν ρόγχος, σαν παράπονο.
Τότε, λεύτερος πια, με την αντίστασή της νικημένη, ο Χαρίτος γύμνωσε το νέο κορίτσι και το βίασε, και τα μουγκρητά του σκέπασαν το ρόγχο, το παράπονο, που σιγά έσβησε μες στη γαλήνη του λόφου.
Ηλίας Βενέζης
«Γαλήνη»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου