Παραμύθι του 1922


«Η μητέρα του να μη μάθει τίποτα», του είχε ξαναπεί ικετευτικά ο γερο-Βένης. «Μπορεί να περιμένει όλα τα χρόνια που της μένουν και να μη λυγίσει. Αλλά να μην έχει να περιμένει, – αυτό δεν το μπορεί.»
Και για να μη μάθει εκείνη η μητέρα τίποτα, ο Αντρέας κάθησε και της είπε μια ιστορία. Ήταν ένα παραμύθι όλο χρώμα και συγκίνηση, γεμάτο από καλοσύνη, για δυο παιδιά που βρέθηκαν μέσα στο μπουρίνι του πολέμου, γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα.
«Ο Άγγελος θα ’ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θα ’ρθει», ήταν ο πρώτος λόγος που είπε στη μητέρα του φίλου του.
Κ’ ύστερα, σαν ξεμοναχιαστήκαν το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό της, η θεία-Μαρία τον έβαλε και της είπε απ’ την αρχή όλα, ένα-ένα, το πώς πέρασαν στην αιχμαλωσία όλες οι μέρες τους, δεκατέσσερις μήνες.
Ήταν και η δική του μητέρα πλάι του, η θεία-Σοφία. Ν’ ακούσει κι αυτή το παραμύθι και τίποτα άλλο να μη μάθει ποτέ. Αυτοσχεδίαζε τα γεγονότα, οι σκληρές γραμμές σβήναν μες στο παραμύθι, έτσι όπως γίνεται στα παραμύθια με τους δράκους και με τα θεριά, που τα λες μια νύχτα σ’ ένα παιδί να το αποκοιμίσεις. Η νύχτα είναι ήσυχη, πλάι εκεί κάθεται ένας μικρός άγγελος και χύνει το φως του προσώπου του απάνω στα μάτια του παιδιού, περιμένοντας να ’ρθει η ώρα για να τα σφαλήσει. Όλα είναι ήρεμα, οι δράκοι και τα θεριά σιγά-σιγά σβήνουν μες σε τούτο το θερμό φως, μπερδεύουνται, παίρνουν σχήματα απροσδιόριστα, το παιδάκι χαμογελά και τα μάτια αργά-αργά βασιλεύουνε. Το παιδί αποκοιμήθηκε. Η ειρήνη να είναι μαζί του! Μια μητέρα πρέπει αποκοιμηθεί. Ο Θεός να είναι μαζί της!
Έλεγε, λοιπόν, το παραμύθι που είπε ο Αντρέας στη θεία-Μαρία:
«Στο δρόμο που πηγαίνανε, λέει, στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής, περπατούσαν όλο μέσα σε μεγάλα δάση, ανάμεσα σε καταρράχτες και σε σκιερά φαράγγια. Επειδή δεν είχαν δάση στα μέρη τους, εξόν απ’ τα δάση τις ελιές, ήταν πλημμυρισμένοι από έναν αλλόκοτο φόβο, μια παράξενη γοητεία. Άγνωστα πουλιά πετούσαν από δω κι από κει, απίθανα χρώματα, και το βράδυ, σαν έπεφτε ο ήλιος, οι σκιές μεγαλώναν και χάνονταν σ’ ένα βάθος όπου σταματούσε η ματιά του ανθρώπου. Στρατοπεδεύανε όπου τους έβρισκε η νύχτα, μες στα δάση και μες στα σκιερά φαράγγια. Σα βγαίναν τα πρώτα άστρα πάνω στον ουρανό, το δάσος γέμιζε απ’ τις άγριες φωνές των θεριών που ξεμπούκερναν απ’ τις φωλιές τους να βρουν να φάνε. Οι αιχμάλωτοι δε φοβόνταν, γιατί άναβαν μεγάλες φωτιές που τους προστατεύανε. Οι φλόγες πετούσαν ψηλά, και τα κλωνιά των αιωνόβιων δέντρων γέρναν από πάνω τους, σα μια επίκληση στην ιερή φλόγα να τα πάρει και να ησυχάσουνε, γιατί πολύ ζήσαν και πολύ περίμεναν. Τα θεριά, τότες, δεν πλησιάζανε· μονάχα τις φωνές τους ακούγανε. Ώσπου κι αυτές, όσο η νύχτα προχωρούσε, σιγά-σιγά αδυνάτιζαν. Αδυνάτιζαν ώσπου γίνονταν ένα σιγανό βογκητό, σιγανό και σχεδόν ανθρώπινο, που δενόταν πάνω στα φύλλα και στους σκληρούς κορμούς, πάνω στον αγέρα και στους ανθρώπους, για να τους αποκοιμίσει.
»Αυτό γινόταν τις νύχτες. Τις μέρες, στην πορεία, τους σταματούσαν σε καθαρά τρεχάμενα νερά και πίναν, σε στάνες και καλύβες.
»Οι χωριάτες τους φιλεύαν ψωμί σταρένιο και γάλα, ύστερα βγαίναν στις πόρτες και τους εύχονταν ο Θεός να ’ναι μαζί τους στο δρόμο τους. Αυτοί οι χωριάτες δεν ξέραν αν ήταν ακόμα πόλεμος για είχε τελειώσει, δεν ξέραν τίποτα. Ξέραν μονάχα πως άνθρωποι τους γύρευαν ψωμί, και το δίναν με την απλότητα που έχουν όλες οι μεγάλες πράξεις.
»Μια βραδιά νυχτωθήκαν σε κάποιο χωριό σκαρφαλωμένο σ’ ένα βουνό γεμάτο πεύκα. Από κει, στο μεγάλο εκείνο ύψος, ήταν η τελευταία φορά που είδαν τη θάλασσα.
»Έπεφτε ο ήλιος, όταν κάποιος γύρισε πίσω και την είδε. Ήταν ένα μακρύ γαλανό στρώμα, μια λουρίδα που μόλις ξεχώριζε μέσα απ’ το άνοιγμα του βουνού.
»― Παιδιά, είπε ο σύντροφός τους. Η θάλασσα!
»Όλοι, τότε, γύρισαν προς τη φευγαλέα γραμμή, που σε λίγο θα χανόταν για πάντα από τα μάτια τους. Την κοιτάζαν. Είχε αγέρα, κ’ εκεί κάτω θα ήταν ταραγμένη η θάλασσα και τα κύματα θ’ ανεβοκατέβαιναν, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Τα υποψιάζονταν. Μα στα μάτια τους, που μέναν στηλωμένα εκεί, δεν έφτανε μήτε η ελάχιστη κίνηση. Τίποτα. Το πέλαγο έμενε έτσι ακίνητο, με τις μεγάλες ραβδωτές γραμμές που θα ήταν τα κύματα, έτσι ακίνητα γιατί βαρέθηκαν.
»Αυτό στάθηκε η μοναδική τους πίκρα, ύστερα από τόσες μέρες πορεία. Μα σαν μπήκαν στο χωριό του δάσους, οι γυναίκες τρέξαν να τους φιλέψουν. Τους βάλαν σε μια μεγάλη καλύβα, τους φέραν ζεστό σπιτίσιο τραχανά και φάγανε, τους φέραν και δαδιά και τ’ άναψαν, γιατί η νύχτα ήταν κρύα. Με τον Άγγελο πλάγιαζαν μαζί ο Αντρέας, πάντα αγκαλιασμένοι, και βυθίζονταν σ’ έναν ύπνο μακάριο και ατάραχο.»
― Μα αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέραν, λοιπόν, τίποτα απ’ τον πόλεμο; ρωτούσε η θεία-Μαρία συγκινημένη.
― Α όχι, δεν ξέραν τίποτα κει πάνω! της έλεγε ο Αντρέας. Δεν ξέραν τίποτα, σα να τους είχαν ξεχάσει μες στην ερημιά τους οι άλλοι άνθρωποι. Σα να τους είχε ξεχάσει κι ο ίδιος ο Θεός. Έμειναν απλοί και καλοί. Ζούσαν με τα πρόβατά τους και με τα γεννήματα που τους έδινε η καλή γη, που τη βρέχαν με τον ίδρο τους. Κ’ έτσι που ξεπέφταν τούτοι οι δυστυχισμένοι ξαφνικά μες στην ειρήνη τους, ήταν σαν πλάσματα που τα έστελνε ο Προφήτης για να δοκιμάσει αν η καρδιά τους έμενε πάντα καθαρή και αλέκιαστη.
Οι δυο μητέρες, του Αντρέα και του Άγγελου, κάθονταν εκεί και κλαίγαν όσο ξετυλιγόταν το παραμύθι. Ήταν δάκρυα που χύνονταν από ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο, γιατί έμεινε καλός.
«Σαν τέλειωσε η πορεία πιάσαμε δουλειά στα τρένα, συνέχισε. Αδειάζαμε βαγόνια φορτωμένα με γεννήματα. Μια εύκολη δουλειά. Ύστερα μας πήγαν σ’ ένα χωριό. Ήταν χειμώνας πια κ’ είχε πέσει το πρώτο χιόνι. Σ’ εκείνο το χωριό, μια μέρα, μες στο θαλάμι που σταλιάζαμε ήρθε και μας βρήκε ο Κιαμήλ μπέης, ένας γιατρός. Μας τράβηξε από κει μέσα και μας έδωσε ζεστά ρούχα. Μας ρώτησε τι κάναμε στην πατρίδα μας, και του είπαμε πως πηγαίναμε ακόμα στο Γυμνάσιο. Ήταν κ’ εκείνος νέο παιδί, – ό,τι είχε τελειώσει τις σπουδές του, – κ’ ήμαστε οι τρεις σαν αδέρφια.
»Ύστερα φύγαμε πάλι και πιάσαμε δουλειά σ’ ένα τσιφλίκι. Ήταν ήμερα εκεί, σα να μην ήταν πόλεμος. Μπορούσαμε να κάνουμε την προσευχή μας, αν θέλαμε· μπορούσαμε να τραγουδούμε, κανένας δεν μας εμπόδιζε. Σαν έρχονταν οι αφέντες να κυνηγήσουν αγριογούρουνα, μας παίρναν κ’ εμάς μαζί τους μες στο ρουμάνι. Εκεί, σ’ εκείνη την ήσυχη γωνιά, μας βρήκε η ειρήνη. Εμένα με πήρε η πρώτη αποστολή για την Ελλάδα. Ο Άγγελος θα ερχόταν με την άλλη, ή με την άλλη.
»Σαν αποχωριστήκανε, λέει, με τον Άγγελο, ο τελευταίος λόγος εκεινού ήταν να ’ρθει στη μητέρα του και να της φέρει χαιρετίσματα. Πήγαν, λέει, μαζί με τον Άγγελο πάνω απ’ τάφο ενός συντρόφου τους, που είχε πεθάνει ήσυχα μια απ’ τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Δεν είχε τίποτα ο σύντροφός τους, μονάχα μια ανεξήγητη μελαγχολία που αυτοί δεν την καταλαβαίναν. Τον είχαν θάψει κοντά σ’ ένα ρέμα, κάτω από μια λεύκα. Οι ροδοδάφνες γέρναν τα κλωνιά τους πλάι, και σαν έπαιρνε να βραδιάσει του κάνανε σκιά. Εκεί που πήγε ο Αντρέας ν’ αποχαιρετήσει, για τελευταία φορά, τον πεθαμένο φίλο τους, εκεί, πάνω απ’ τον τάφο του, αποχαιρετιστήκαν και με τον Άγγελο. “Να πας στη μητέρα μου χαιρετίσματα και να της πεις πως είμαι καλά και δε θ’ αργήσω”.
……………………………………………………………………..
Έτσι τελείωσε το παραμύθι. Ο Αντρέας φοβόταν πως οι δυο μητέρες δε θα τον πίστευαν. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από φοβερές αφηγήσεις. Στόμα με στόμα, το συναξάρι της Ανατολής προσπαθούσε να σχηματιστεί μες στη φαντασία των ανθρώπων που δεν το έζησαν.
Γι’ αυτό ο Αντρέας φοβόταν πως η θεία-Μαρία δε θα τον πίστευε. Μα, φαίνεται, ήταν ζεστή η φωνή του. Κ’ έπειτα, πάσχει κανείς μονάχα για να ελπίζει. Είναι, ίσως, αυτό η πιο καθαρή συνείδηση του μέλλοντος.
― Πόσο διαφορετικά τα φανταζόμαστε τα πράματα εμείς εδώ, του είπε μονάχα η μητέρα του φίλου του. Γιατί έλεγε ο κόσμος…
― Ο κόσμος έχει φαντασία, της αποκρίθηκε. Το κακό ήταν που δε μπορούσαμε να σας γράψουμε. Αλλιώς θα ξέρατε.
― Ναι, είπε εκείνη. Η σιωπή ήταν φοβερή.
Ηλίας Βενέζης
«Γαλήνη»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου