Ο Πράσινος


― Έτσι θα γίνει, είπε ο Γλάρος αποφασιστικά. Θα μιλήσω στον ξένο απ’ τα Καλύβια. Στον Πράσινο…
Ήταν, ο ξένος απ’ τα Καλύβια, ένας αψηλός άντρας, με κίτρινο μούτρο, με ψαρά μαλλιά, μ’ ένα μυτερό πηγούνι και πράσινα μάτια, παγερά και σκληρά. Μιλούσε πολύ λίγο· κανένας δεν ήξερε πολλά πράματα για τη ζωή του. Απ’ τις πρώτες μέρες που οι Φωκιανοί φτάσαν στην Ανάβυσσο, ήρθε κι αυτός, έστησε μια μεγάλη σκηνή κι άρχισε να πουλά στους πρόσφυγες ψωμί και τροφές, που τις έφερνε απ’ το πιο κοντινό χωριό πίσω απ’ τους λόφους. Ο ίδιος δεν ανακατευόταν στη διαχείριση της καντίνας, γιατί είχε φέρει μαζί του έναν υποταχτικό, που έκανε τούτη τη δουλειά. Το αφεντικό με τα πράσινα μάτια καθόταν λίγο για να επιβλέπει τη σκηνή, να κουβεντιάζει με τους πρόσφυγες που έρχονταν για να ψουνίσουν, να τους γυρεύει νέα για τις δουλειές τους. Τον πιο πολύν καιρό τον περνούσε γυρίζοντας στο μικρό κάμπο, στα μέρη που ξεχέρσωναν οι Φωκιανοί. Ήταν λιγομίλητος, αλλά πάντα τους εγκαρδίωνε.
«Τι να ’ναι, άραγες, αυτός; λέγαν συναμεταξύ τους οι πρόσφυγες. Τι να θέλει από μας;»
«Ένας που θέλει να κερδίσει. Τι άλλο!»
Στην αρχή νόμισαν πως μπορούσαν να μάθουν πιο πολλά για τον πράσινο άνθρωπο απ’ τον υποταχτικό του, ένα χωριάτη με βαριές κινήσεις και καστανά μάτια, γεμάτα προσποιημένη αφέλεια και πονηριά, απ’ το γνώριμο τύπο που βρίσκει κανείς στ’ αρβανιτοχώρια της Αττικής.
Τον ρωτούσαν:
― Ο αφεντικός σου φαίνεται να έχει πολύν πλούτο. Τι γυρεύει να κερδίσει από δω;
Ο Αρβανίτης, τότε, σήκωνε τα πονηρά μάτια του στον ουρανό, τα γέμιζε ένα στρώμα αγαθοσύνη και αποκρινόταν:
― Αγαπά τα μέρη που έχουν θάλασσα. Γι’ αυτό ήρθαμε. Στα Καλύβια δεν έχει θάλασσα.
Η αλήθεια είναι πως, και να ήθελε να πει πολλά, δε θα ’ξερε μήτε ο υποταχτικός για το αφεντικό του. Στα Καλύβια ο Πράσινος είχε έρθει απ’ το Λαύριο την εποχή – 1911 – που γινήκαν στην Ανάβυσσο ανασκαφές των αρχαίων τάφων. Δούλεψε στο σκάψιμο, μα ενώ οι άλλοι που δουλεύαν μαζί του είδαν σε τούτο το έργο μονάχα μια αναπάντεχη τύχη για την τροφή τους ενός καλοκαιριού, ο Πράσινος είχε φαντασία και είδε πιο πολλά μέσα στα χώματα. Είδε, πιο πολύ, μέσα στα πρόσωπα των αρχαιολόγων που έκαναν τις ανασκαφές. Απ’ την έκφρασή τους σε κάθε νέο εύρημα, έκανε για τον εαυτό του μια απλή και σοφή διαβάθμιση των αξιών. Έμαθε να μελετά τη σύσταση τους εδάφους, πού ήταν πιθανόν το χώμα να κρύβει αρχαίους τάφους και πού όχι, έμαθε να διαισθάνεται. Μια μέρα, άξαφνα, βρήκαν έναν από τους πιο αρχαίους τάφους. Στο τρίτο στρώμα της γης αναπαυόταν μια κόρη. Τα κόκαλά της είχαν δεθεί με το χώμα, που τα σκέπασε τριάντα αιώνες, κ’ είχαν γίνει σώμα ένα μαζί του. Ο χωριάτης απ’ το Λαύριο πήγε να τραβήξει το ένα το χέρι της νεκρής κόρης, σα να ’θελε να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Και τότε το κόκαλο τρίφτηκε μες στις χούφτες του κ’ έγινε χώμα. «Μη!» φώναξε ο σοφός από πάνω. «Μην το αγγίζεις!» Σκάψαν, τότε, με προσοχή γύρω-γύρω στην κόρη, ίσαμε που βρήκαν ένα θαυμάσιο αγγείο με απλές φιγούρες. Δεν ήταν τίποτα φανταχτερό. Το πρόσωπο ήταν σχεδιασμένο απ’ τη μια του μεριά, και στην κόχη της μύτης φούσκωνε ένα μεγάλο άτεχνο μάτι. Άλλα αγγεία που είχαν βρεθεί είχαν πιο όμορφα σχέδια. Ωστόσο η ταραχή στο πρόσωπο των σοφών έδειχνε πως εκείνο θεωρούσαν το πιο καλό τους εύρημα. Κι ο χωριάτης απ’ το Λαύριο συλλογιζόταν: «Αυτό το σχέδιο, τώρα να κάτσω, θα μπορούσα να το κάμω κ’ εγώ, τη στιγμή που τ’ άλλα δε θα μπορούσα.» Και από κει έφτασε στο συμπέρασμα να εκτιμά ό,τι δείχνει πως θα μπορούσε να το κάμει ο καθένας, έφτασε στην ουσία των απλών και μεγάλων έργων.
Ύστερα τελειώσαν οι ανασκαφές, οι αρχαιολόγοι πήραν τα αγγεία και φύγανε, κι ο τάφος της κόρης έμεινε ανοιχτός, ώσπου ήρθε ο καιρός των βροχών κ’ έκαμε τα κόκαλά της λάσπη και χώμα. Ο άνθρωπος απ’ το Λαύριο έμεινε μονάχος να γυρίζει σα φάντασμα και να σκάβει τη γη της Αναβύσσου, όταν μια μέρα, άξαφνα, η φήμη γέμισε στα Καλύβια πως έκαμε πλούτον μεγάλο, χωρίς κανένας να ξέρει  αν βρήκε χρυσάφι ή άλλο θησαυρό.
Πολλές κοπέλες γυρέψαν τότε να τον παντρευτούν. Αρνήθηκε επίμονα κάθε φορά. Η απομόνωσή του με τους αρχαίους τάφους ολοένα τον έκανε να ξεμακραίνει απ’ τους ζωντανούς ανθρώπους. Δεν κουβέντιαζε με κανένα, τα μάτια του είχαν γίνει πιο πράσινα και το πρόσωπό του ακόμα πιο κίτρινο. Ένα-δυο χωριάτες απ’ τα Καλύβια είχαν μπει στη δούλεψή του και σιγά-σιγά αφομοιωθήκαν με τη σκοτεινή προσωπικότητα του κυρίου τους. Γινήκαν αμίλητοι και πονηροί. Χτυπούσαν τη γη για λογαριασμό του. «Δε θέλω τεμπέληδες, τους είχε πει· αν βρείτε τίποτα, θα ’χετε την πλερωμή σας· αν δε βρείτε, δε δουλεύετε για μένα.»
Κι αυτό βάσταξε καιρό, ίσαμε που ήρθε στην Ανάβυσσο το καραβάνι των Φωκιανών.
Ηλίας Βενέζης
«Γαλήνη»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου