Η πλημμύρα


Πώς γέμισε άξαφνα τόσα σύννεφα ο ουρανός;
Καθώς είναι κλειστός ο ορίζοντας απ’ τους λόφους, τα βουβά μαύρα τέρατα ξεπετιούνται πίσω από κει, το ένα ύστερα απ’ το άλλο, σαν κινημένα απ’ τα έγκατα της γης. Δεν έχει δέντρα εδώ στον κάμπο να σαλέψουν τα φύλλα με το προμήνυμα της θύελλας που έρχεται. Δεν αστράφτει, και δεν πέφτουν κεραυνοί. Είναι μια βουβή και σκοτεινή μάζα σαν το θάνατο. Τι τόπος είναι αυτός; Α, εκεί στην ακρογιαλιά της Ανατολής, πόσο όλα ήταν διαφορετικά! Η βροχή που ήταν να ’ρθει, και το κρύο, και οι ζεστές μέρες, όλα έρχονταν στην ώρα τους, στέλναν πρώτα ένα μήνυμα, ύστερα άλλο. Τίποτα δεν ήταν απότομο και βίαιο, κ’ οι άνθρωποι προετοιμάζονταν, το σώμα ετοίμαζε τις δυνάμεις του ν’ αντισταθεί.
Η Ελένη κάθεται έρημη στον ξένο τόπο και νιώθει σιγά-σιγά να την κυκλώνει ο σκοτεινός όγκος τ’ ουρανού. Αισθάνεται πως είναι ολοένα απροστάτευτη και μονάχη πάνω απ’ τον ανοιγμένο λάκκο. « Ο Θεός ας φυλάγει τους ανθρώπους.»
Τότε, άξαφνα, άνοιξαν οι καταρράχτες. Ήταν μια δύναμη απίθανη και τρομαχτική. Αγέρας δε φυσούσε, κι αυτό έδινε ελευθερία στο νερό να πέφτει κατακόρυφα με δύναμη φοβερή.
Η γη ήπιε, ήπιε, ήπιε. Κ’ ύστερα, ανίκανη πια να πάρει άλλο νερό, άρχισε να το διώχνει, στη θάλασσα. Εδώ κ’ εκεί τα χαντάκια γέμισαν, γινήκαν μικρά ποτάμια που τρέχαν προς τα χαμηλά. Πέρασε μια ώρα, ύστερα άλλη, άλλη. Το κακό δεν έλεγε να σταματήσει. Η Ελένη έχει απαγκιάσει κάτω απ’ τα ερείπια του ξωκκλησιού, κι ολοένα κάνει την προσευχή της.
― Θε μου, τόσο νερό… Είναι πολύ. Δε θέλαμε τόσο…
Έτσι που η ατμόσφαιρα είναι θολή, κοιτάζοντας ολοένα μες στα πυκνά κύματα της νεροποντής, σιγά-σιγά τα μάτια της κουράζονται, καθώς κ’ η δύναμή της ν’ αντισταθεί σε ό,τι και να ’ναι. Τι καλά που θα ναι έτσι, να μην έχουν οι άνθρωποι να προσπαθήσουν για τίποτα, επειδή θα είναι μάταιο, γι’ αυτό θα κάθουνται βυθισμένοι μες σ’ αυτή τη βεβαιότητα, με ξεκούραστα μέλη, ατυράννιστα. Πόσες φορές στη ζωή της έζησε πραγματικά, μπόρεσε να είναι ξεκούραστη, να δει γύρω της τα πράματα του κόσμου; τόσα πράματα: ένα λουλούδι, έναν άντρα, ένα άστρο, ένα άλογο. Πολλά φαίνεται να είναι όμορφα, στον κόσμο ετούτον. Μα κείνη πώς να το ξέρει; Αυτή κι όσοι είναι στη σειρά της μπορούν να ξέρουν μοναχά για το τι είναι χρήσιμο, και με το μέτρο τούτο μπορούν να μετρούν την αξία του: το σύννεφο που θα ρίξει στην ώρα του τη βροχή, η ξάστερη νύχτα που δεν έχει φόβο, η πράσινη γη που θα δώσει την τροφή της χρονιάς και το σπόρο της άλλης· το πεύκο είναι δέντρο καλό γιατί θα δώσει το ρετσίνι και τα ξύλα της φωτιάς. Είναι δεμένη αυτή και τα πράγματα με το ένστιχτο, που είναι βαθύτερο απ’ το αίσθημα. Μα έτσι είναι το ίδιο σα να καταργεί τη μορφιά τους, γιατί τα όρια της μορφιάς αρχίζουν μετά την ανάγκη.
Πόσες ώρες να πέρασαν; Η βροχή αρχίζει να λιγοστεύει. Η αλλαγή ενεργούσε απάνω στον αποκοιμισμένο οργανισμό της φτωχής γυναίκας σαν κέντρισμα. Τίναξε τα χέρια της ένα-δυο φορές.
― Τι ώρα να είναι άραγες; συλλογίστηκε.
Κ’ ύστερα, τι να ’γιναν, κάτω στα καλύβια, τα μωρά της; Η Ζαμπέτα θα πρόλαβε να τα συμμαζέψει όλα; Και ο άντρας της που τράβηξε στο Θυμάρι; Πού ν’ απάγκιασε άραγες; Η έγνια για τους άλλους, ο μόνος σκοπός που γνώρισε, την κυρίεψε πάλι μόλις οι δυνάμεις της άρχισαν να ξυπνούν απ’ τη νάρκη.
Η βροχή έπεφτε λίγη τώρα. Για να ξεμουδιάσει, αποφάσισε να βγει έξω απ’ το ξωκκλήσι, να κάμει λίγα βήματα. Γύρω της ακουγόταν ο αλαφρός θόρυβος, τα ρυάκια που έτρεχαν θολό νερό, εδώ κ’ εκεί.
Προχώρησε ακόμα λίγο. Τότε, άξαφνα, το πρόσεξε.
Πάνω απ’ το θόρυβο που έκαναν τα ρυάκια, ένας άλλος, βαθύς και υπόκωφος, ακουγόταν καθαρά απ’ τη μεριά των λόφων ίσαμε τα καλύβια τους.
«Μπας κ’ είναι η θάλασσα;»
Όχι, δεν ήταν κύματα. Αν ήταν, θα μπορούσε να ξεχωρίσει τον εναλλασσόμενο θόρυβό τους.
Κ’ ύστερα, τούτο το βουβό πράμα ερχόταν από ψηλά.
«Τι να ’ναι;»
Τότε, μες στη βουή του νερού, της φάνηκε πως ξεχώριζε καθαρά και φωνές ανθρώπων.
Έστησε το αφτί της κι αφουγκράστηκε. Σαν ένα βαρύ, πνιγμένο μουγκανητό ερχόταν απ’ το μέρος των καλυβιών.
Έκαμε ένα βήμα, άλλο ένα, πιο νευρικά. Κ’ ύστερα άρχισε να τρέχει. Η σκοτεινή βουή, όσο προχωρούσε, ολοένα γινόταν πιο καθαρή. «Είναι ποτάμι», συλλογίστηκε άξαφνα, κι απόρεσε πώς δεν το είχε σκεφτεί πιο νωρίς. Μα πώς έγινε αυτό; Και το ποτάμι πού να χύνεται τάχα;
Οι φωνές των ανθρώπων ξεχώριζαν τώρα πιο  ζωηρά μες στο θόρυβο του νερού.
«Μπας και το νερό έφτασε μες στο χωριό;»
Ένα σωρό τρελές φαντασίες άρχισαν να παίζουν μπρος στα μάτια της. Έβλεπε τα μωρά της, μονάχα κι απροστάτευτα, να παλεύουν με τον υγρό δαίμονα, άκουγε τις απελπισμένες φωνές τους μες στις φωνές του πλήθους.
― Θε μου! έλεγε, κι ολοένα έτρεχε πιο γρήγορα. Θε μου, φύλαξέ μας…
Ήταν μούσκεμα απ’ το νερό, τα γυμνά ποδάρια της χώνονταν μες στις λάσπες ίσαμε τα γόνατα.
― Φύλαξέ μας!... ικέτευε ολοένα.
Σε λίγο έφτασε στο τείχος του νερού.
Ήταν ένα φαρδύ ποτάμι, που κατέβαζε με ορμή το νερό απ’ τους λόφους. Το μεγάλο βαθύ μονοπάτι το γεμάτο άμμο, που τραβούσε στα χωράφια, τώρα είχε γίνει ποτάμι που έτρεχε. Πώς, λοιπόν, δεν το είχαν υποψιαστεί; Κι αυτό το βαθύ μονοπάτι περνούσε μες απ’ τα καλύβια τους και τελείωνε στη θάλασσα.
― Αχ, Θε μου! είπε η Ελένη. Το καλύβι θα πλημμύρισε…
Εκείθε απ’ το ποτάμι δεν ξεχώριζε τίποτα απ’ τη θολούρα. Οι φωνές γίνονταν ολοένα πιο καθαρές, επίμονες και απελπισμένες.
«Δε μπορεί να ’ναι βαθύ», συλλογίστηκε.
Κ’ ύστερα, κινημένη απ’ τις κραυγές, έκαμε το σταυρό της, μπήκε στο ποτάμι.
Προχωρεί δειλά, ένα βήμα, άλλο ένα. Μες στα μάτια της παίζει ο τρόμος. Δεν απόμεινε τίποτε άλλο. «Βοήθησέ μας, Θε μου!» λέει ολοένα. Άλλο ένα βήμα. Κι άξαφνα νιώθει το ένα πόδι της να μην πατά. Βυθίζεται βαθιά μες στο ποτάμι, κάνει άλλο ένα βήμα, με το άλλο πόδι, ν’ αγαντάρει και να βγει απ’ τη λακκούβα. Το θολό νερό κατεβαίνει με ορμή, σέρνοντας μαζί του ξύλα, κορμούς από δέντρα. Καταλαβαίνει πια πως δεν πατά. Απλώνει τα χέρια της, μα είναι μάταιο.
Το νερό, μαζί με τα ξύλα, κατεβάζει τώρα κι αυτό το σώμα.
……………………….
Την ίδια νύχτα στα κονάκια τους οι βλάχοι περίμεναν το σύντροφό τους, που τον είχαν στείλει να δει τι απόγινε κει κάτω, στην Ανάβυσσο, με τη νεροποντή.
― Λοιπόν; ρώτησε ο γέροντας, μόλις φάνηκε ο απεσταλμένος τους.
― Έγινε καθώς το ’χες πει. Το νερό πέρασε μες απ’ τα καλύβια τους και τα πιο πολλά τα γκρέμισε. Σκούζουνε κει κάτου.
― Να δούμε λοιπόν ποιος απ’ τους δυο θα βαστάξει, αυτοί για εμείς! είπε ο γέρος.
Κ’ ύστερα, γυρίζοντας σ’ όλους τους άλλους:
― Τσιμουδιά, μην τύχει και μαθευτεί το τι έγινε ψηλά με τα ρέματα: Αλλιώς τα ’χουμε σκούρα.
Κι όλοι συμφωνήσαν να μη βγάλουν μιλιά για το πώς έγινε και, σε μια απ’ τις τελευταίες νύχτες, φράξαν όλα τα χαντάκια όπου σκορπιζόταν το νερό, μόλις ξεμπούκερνε απ’ τις ρίζες του λόφου, και το νερό το πήγαν έτσι απ’ όλες τις μεριές να χυθεί μες στο βαθουλωμένο μονοπάτι που περνούσε μέσα απ’ τα καλύβια της Αναβύσσου.
Ηλίας Βενέζης
«Γαλήνη»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου