Γύρω του, αργά, ξετυλιγότανε το παραμύθι του δρόμου


Κοιτάζοντας τον ανήφορο, έχεις το σπίτι στ’ αριστερά σου. Μπαίνεις στο μεσαίο από τον πλαϊνό δρόμο. Εκεί είναι η σούδα με το φύκο, πλάι μια στενή, πολύπλοκη αυλή – σκαλοπάτια, χαγιάτια, πόρτες, άλλες σκάλες. Αντίκρυ σου, ο δρόμος ανηφορίζει σκαλώνοντας στο ψαχνό του βράχου και σημαδεύει στο κάστρο που κρέμεται μεσούρανα. Τα πέτρινα σκαλοπάτια είναι δαμασμένα από τα βήματα του καιρού και τις βροχές που αμόλησαν οι αμνημόνευτοι χειμώνες. Πάρε όμως το πλαϊνό δρομάκι, αριστερά.
Χώνεσαι τώρα στην επικράτεια του άλλου αυτού κόσμου, του ξένου από την πολιτεία κάτω, τη μεγάλη, τη λαμπρή. Εδώ ο δρόμος δεν είναι πετρωμένος, τρεκλίζει, οι τοίχοι έχουν ζωή, κυματίζουν ανασαίνοντας, οι όψεις των σπιτιών γνέφουν ή σφίγγουν τα χείλη τους. Τα παραθύρια τσίμπλιασαν, μια βελούδινη μαύρη γάτα κόβει λοξά το δρόμο, ιερατικά συμβολική.
Μέσα σε φέγγη ξαφνικά, από άγνωστες εστίες, έβλεπε ο Παραδείσης περνώντας, κομμάτια της σκηνογραφίας να προβαίνουν και να ξεκόβονται. Είταν ένα σώμα ανάερο, σα δίχως βάση, που γέρνει έτοιμο να σωριαστεί μέσα στο δρόμο βουβά, δίχως πάταγο. Σκιά. Μια ξύλινη καγκελωτή σκάλα, ανεβαίνει σβέλτα από στενή λουρίδα χώμα, που το έχει βελουδώσει πρασινωπή η μούχλα. Είναι ένα άρρωστο όνειρο περιβολιού, που το κάνει λες κάποιος τρελλός. Το ασθενικό χαγιατάκι δρομίζει ψηλοκρεμαστά, γερμένο παράτολμα, και δεν πάει πουθενά. Από το ιριδιστό τζαμιλίκι της παράγκας με τ’ αβυθομέτρητα σκοτάδια, ένα γαϊτανάκι ξεφεύγει κι’ ανεμίζεται, βραδινός καπνός, η παιδιάστικη φωνή που τραγουδάει ψελλίζοντας, τσευδή. Και το γεράνι στον ασβεστωμένο τενεκέ πυρώνει μ’ αιδημοσύνη, που το πρόλαβες εκεί-μέσα, στους άτιμους βούρκους. Κ’ η κληματαριά η λυμφατική διανεύει με τσάκισμα ερωτιάρικο, να σου ξεφύγει. Είναι ένα κομμάτι από κοσμογονικό κατακλυσμό που σώθηκε άγνωστο πώς, σκαλωμένο στο πλευρό του γέροντα βράχου.
Από τότε, θα του τύχαινε συχνά να παίρνει τους δρόμους αυτούς και να βωλοδέρνει. Πήγαινε άσκοπα, χαζεύοντας, με τα μάτια πνιγμένα. Τα καλοκαίρια, βράδι-βράδι οι κυράδες έβγαζαν τις καρέκλες τους έξω από το πορτί και κάθονταν να κουβεντιάσουν ή να ονειρευτούν. Αυτός, περνούσε. Γύρω του, αργά, ξετυλιγότανε το παραμύθι του δρόμου, μ’ αδυσώπητη συνέπεια έπιανε κι’ έδενε σ’ ένα βουβό τραγούδι, το ίδιο πάντα τραγούδι: Το λυωμένο σκαλοπάτι, ο τενεκές που άσπρισε σαν προγονικό κόκκαλο, ένα ανθοπέταλο από γεράνι που ταξιδεύει στο βραδινόν αέρα, μια γάτα μονόφθαλμη και τραγική.
Ξαφνικά, εκεί που πήγαινε, κάτι τοίχοι ξεπρόβαιναν γκαστρωμένοι από το κρυφό σπυρί της υγρασίας. Ή και σα να τους σπρώχνουν από μέσα οι ανθρώπινες υπάρξεις, οι θαμμένες, να βγουν στο φως. Παντού η ίδια αγωνία για τη δημιουργία χώρου, μια έγνοια που έγινε ψύχωση και κατάντησε σαρκασμός. Είναι οι ανάπηροι σανιδένιοι εξώστες, οι ριγμένοι μ’ απόγνωση στο κενό. Είναι οι παράγκες από φτενή τάβλα και σκουριασμένους γκαζοντενεκέδες. Οι κατοικίες έμειναν έμβρυα, βγήκαν μ’ έκτρωση στον κόσμο. Μια συκιά χυμάει έξαλλη, σπάζοντας τη μάντρα, να γλυτώσει από το βιασμό· τα μπράτσα της στρίβονται απελπισμένα. Στο ανώγι, μεγάλο σα ντεπόζιτο, κι’ έτσι σκουριασμένο, όλο λαμαρίνα κατσαρή, μαντεύεις την έρημη ψυχή που κόβει βόλτες τη νύχτα. Τα βήματά της σφυροκοπάνε το σάπιο πάτωμα, και το χτίριο ολάκερο σείεται. Πώς αντέχουν οι άνεμοι να μη συνεπάρουν τα πυργωμένα τούτα σαρίδια που παρασταίνουν τις κατοικίες; Κάποια στενά, φρεσκολουσμένα στην ώχρα, ανασαίνουν χωματίλα, σαν τάφοι νιόσκαφτοι. Λίγο πριν από την αγκωνή, δεξιά σου, στραχωμένο με τις άλλες τρώγλες, βρίσκεις το εκκλησάκι. Έβλεπε ο Παραδείσης την πόρτα του πάντα σφαλιστή, σανίδι τυφλό και βουβό, νεκρόκασσα. Πότε μπήκανε και του ανάψανε τα καντήλια; Θα είταν μια φορά, μια και καλή, για την αιωνιότητα. Σκύβεις στο παράθυρο, το μικρό, τζαμωτό, που δεν έχει ποτέ ανοίξει, και τα βλέπεις τα καντήλια ν’ αρμενίζουν στο άναρχο σκοτάδι, το βαθύ σα λίμνη απύθμενη. Τα εικονίσματα δεν τα ζωντάνεψε ποτέ αχτίδα ημέρας, είναι ψυχές αγίων κεκοιμημένων μέσα στο χρόνο που καθηλώθηκε. Τις νύχτες, πάλι, ένας άλλος ίσκιος θα ’ρθει να σταθεί στο στασίδι, τυλιγμένος  σε σφιχτό, άλαμπο ράσο. Ο καλόγερος δέεται σκυφτός, με πρόσωπο αφανέρωτο, αιώνες.
Όταν έμπλεκε σε τούτα τα στενά ο Παραδείσης δεν έλεγε να βγει. Πήγαινε κι’ ερχόταν, πήγαινε κι’ ερχόταν, δίχως κατεύθυνση σταθερή, ψυχή κολασμένη. Μόλις ένιωθε πως πάτησε το σύνορό τους και πάει να ξεφύγει, γύριζε βιαστικά πίσω, νιώθοντας ένοχος. Με τον καιρό, αργόπηζε μέσα του μια πεποίθηση πως είναι κι’ αυτός υπεύθυνος γι’ αυτόν εδώ τον κόσμο. «Γραφικά!» συλλογιζόταν κάποτε με πικρό σαρκασμό. «Γραφικά!» Με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του, το κεφάλι σκυμμένο, βάδιζε, χωνόταν όλο και πιο βαθειά στην ατμόσφαιρα τούτη, τη βαρειά νοτισμένη, και την ανάσαινε, την έπινε, την άφηνε να τον διαποτίζει, να κυλάει στο αίμα του, να τον κερδίζει, να τον χωνεύει, να τον αφομοιώνει σιγά-σιγά. Τον ανήφορο τραβώντας, έφτανε κάποτε σ’ ένα ξέφωτο απ’ όπου σταματημένος έβλεπε κάτω, στα πόδια του, την πολιτεία που ξεχύνεται παφλάζοντας, ένδοξη και φαρδειά. Οι μέρες είναι πάμφωτες, στον ουρανό που λάμπει πασίχαρος ανακρούεται μουσική θριάμβου. Δεξιά, ο Λυκαβητός πυργώνεται σαν τρόπαιο. Ανάλογα με τις ώρες, με την εσωτερική σου τη διάθεση, τον βλέπεις βυζί γυναίκας κορδωμένο από τον οργασμό, ή και σπυρί ομπυασμένο, έτοιμο να σπάσει.
Και γύρω, απ’ ολούθε, ο λαός από παράγκες, τρώγλες, ρημάδια, σαρίδια, ανεβαίνει. Φουσκώνει, χυμάει σαν κύμα βουρκωμένο, κυριεύει λίγο-λίγο τον αγέρωχο βράχο της Ιστορίας, τον γίγαντα. Τον τρώει σαν λέπρα, τον βρίζει σαν αμαρτία, τον σαρακώνει, πέλαγος ύπουλο, πένθιμο και δειλό.
Άγγελος Τερζάκης
«Δίχως Θεό»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου