Είχα μεν το θάρρος να γίνω μαθηματικός, να το επιχειρήσω τουλάχιστον· αλλά το θάρρος μου δεν έφθασε μέχρι της μαγειρικής. Επροτίμησα να ζήσω χωρίς μαγειρικήν ή τουλάχιστον με στοιχειώδη και πρωτογενή μαγειρικήν. Μαγείρευμα έτρωγα μόνον όταν κανείς των χωρικών μ’ εκάλει εις γεύμα ή όταν, κυνηγών, έφθανα μέχρι των πανδοχείων τα οποία υπήρχαν κάτω εις την παραλιακήν οδόν. Κατά τας άλλας ημέρας, ετρεφόμην με το κυνήγι μου, ψηνόμενον προχείρως επί της πυράς, ή με αυγά και τυρί. Συνήθως δε εγευμάτιζα και εδείπνουν εις το καφενείον, αναθέτων εις τον καφεπώλην να μαδή και ψήνη τα θηράματα. Ως τραπεζομάνδηλον μου εχρησίμευον φύλλα και κλάδοι.
Τότε η προς το κυνήγι αγάπη μου έφθασεν εις αληθή μανίαν. Ενώ εδίδασκα, οι δύο μου σκύλοι εκάθηντο εκατέρωθεν της έδρας, ως σφίγγες, και το δίκαννον ήτο ανηρτημένον εις τον τοίχον δίπλα μου, δια να το έχω πρόχειρον. Διότι με κατελάμβαναν αιφνίδιοι κυνηγετικοί παροξυσμοί, όταν ήκουα ψιθύρισμα τσίχλας λ.χ. ή λάλημα μελισσουργών· και αρπάζων το δίκαννον έτρεχα έξω, αφήνων τους μαθητάς ν’ αλληλοδιδάσκωνται ή ν’ αλληλοδέρνωνται, κατά την νέαν μέθοδον πάντοτε. Το μάθημα διήρκει όσο το δυνατόν ολιγώτερον. Ούτε βροχή, ούτε καύσων με ημπόδιζεν. Έτρεχα ως μαινόμενος εις τους κάμπους και τα βουνά, πυροβολών κατά παντός πτερωτού, μεγάλου ή μικρού, φαγωσίμου ή μη, κατά των γυπών, όπως και κατά των σπουργιτιών. Και τόση ήτο η μανία μου, ώστε, επιστρέφων μετά την δύσιν του ηλίου, επυροβόλουν κατά των νυκτερίδων και των γλαυκών. Με κατέβαλε δε και μία περιέργεια να φάγω εξ όλων των θεωρουμένων μη φαγωσίμων πτηνών. Αλλά και οι χωρικοί των μερών εκείνων είχαν γίνει κατά τας επαναστάσεις παμφάγοι και ουδόλως τους εξέπληττεν η περιέργειά μου. Εσπέραν τινά καθ’ ην έτρωγα εις το καφενείον γλαύκα ψητήν με κάποιαν πρόθεσιν επιδείξεως, οι παρακαθήμενοι χωρικοί μου είπαν:
― Εμείς τρώμε και νυκτοκοράκους και γιούπηδες, δάσκαλε.
― Νυκτερίδες τρώτε;
― Σαν τυχαίνουνε, απήντησε μειδιών ο καφεπώλης.
― Τότε τι δεν τρώτε, μωρέ; ηρώτησα με πείσμα.
― Ό,τι δεν έχομε.
Απέναντι του παραθύρου μου υψούντο από τον κήπον της Φωτεινής μία μεγάλη συκαμινέα και διάφορα άλλα δένδρα. Ενίοτε δε όταν ενεφανίζετο επ’ αυτών τσίχλα ή άλλο πτηνόν, δεν ελάμβανα τον κόπον να εξέλθω· αλλά διακόπτων το μάθημα, έλεγα «μια στιγμή!» προς τους μαθητάς, ήρπαζα το δίκαννον κ’ επυροβόλουν απ’ αυτής της έδρας ή από το παράθυρον. Αι παρενθέσεις αύται ήσαν πολύ διασκεδαστικαί δια τους μαθητάς, οίτινες ημιλλώντο ποίος να πρωτοτρέξη να φέρη το θήραμα, ούτως ώστε πολλάκις εξήρχοντο όλοι με αλαλαγμόν, παρακολουθώντων των σκύλων. Τούτο όμως βαθμηδόν τους απεθράσυνεν, ώστε ήρχισαν περί τα τέλη του σχολικού έτους να καταχρώνται ολίγον την αδυναμίαν μου.
Δια να μείνουν μόνοι, ανεφώνουν αίφνης.
― Δάσκαλε, δάσκαλε, ένα πουλί, ένα μεγάλο πουλί!
― Πού;
― Επέρασε, πάει προς τα κάτω.
Ο διδάσκαλος δεν ήθελε περισσότερον δια να ορμήση έξω. Και έστιν ότε, αντί να λείψη επί μίαν στιγμήν, ως έλεγεν, απουσίαζεν επί ώραν όλην ή και ώρας. Την δε φροντίδα των μαθημάτων άφηνα εις την «νέαν μέθοδον», ήτις ηδύνατο να ονομασθή και ελευθέρα αλληλοδιδακτική η αυτοδιδακτική μέθοδος.
Ιωάννης Κονδυλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου