Αν υπάρχει αυτό που λένε παράδεισος, το χωριό μας, ο Κιρκιντζές, ήτανε ένα δείγμα του. Κοντά στο Θεό ζούσαμε, ψηλά, ανάμεσα σε κατάφυτα βουνά και ξαγναντεύαμε ολόκληρο τον καρπερό κάμπο της Έφεσος, που ήτανε δικός μας ίσαμε τη θάλασσα, ώρες δρόμο, όλο συκομπαχτσέδες και λιόδεντρα, καπνά, μπαμπάκια, στάρια, καλαμπόκια και σουσάμια.
Μεγαλοτσιφλικάδες δεν είχαμε στον Κιρκιντζέ να ρουφούν το μεδούλι μας· δύσκολο να μας φάει εμάς, κείνη την εποχή, τ’ αμανάτι. Ο κάθε χωριανός ήτανε νοικοκύρης στη γη του. Είχε το δίπατο σπίτι του, είχε και τον εξοχικό κούλα του, με μποστάνια, καρυδιές, μυγδαλιές, μηλιές, αχλαδιές και κερασιές. Και δεν ξεχνούσε να φυτεύει κι ανθόκηπους για το κέφι του. Τι του στοίχιζε σαν είχε κείνα τα γάργαρα νερά και τα πηδηχτά ρυάκια, που κελάρυζαν χειμώνα καλοκαίρι! Όταν μέστωνε το στάρι και το κριθάρι, τα χωράφια μας μοιάζανε με χρυσαφένιες θάλασσες. Μα σαν τις ελιές μας καμαρωτές δε θ’ αντάμωνες πουθενά· ο καρπός τους άφθονος, κρουστός, γυαλιστερός, – σωστές θραψερές αραπινίτσες. Για τον τόπο μας μεγάλο έσοδο ήτανε το λάδι· μα το χωριάτικο κεμέρι γέμιζε λίρα από τα σύκα, ξακουστά όχι μονάχα στο βιλαέτι τ’ Αϊντινιού, μα σ’ ολόκληρη την Ανατολή και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ψιλόφλουδα, μεταξένια σύκα, ζαχαροπασπαλισμένα μ’ ολόχρυσο μελένιο χυμό, μ’ όλη τη θέρμη και τη γλύκα της Ανατολής.
Ο Θεός είχε ρίξει στα μέρη μας και μιαν άλλη ευλογία, τις λίμνες, που οι φουσκοθαλασσιές και οι πλημμύρες τις κάνανε να φαίνουνται ένα με τη θάλασσα. Κάθε μέρα το τρένο σταματούσε στο σταθμό του Αγιασουλούκ, για να προμηθευτούν οι ταξιδιώτες και οι έμποροι ψάρι αρμαθιές, σπαρταριστό, νόστιμο ψάρι κι η κάθε αρμαθιά δυο τρεις οκάδες πράμα. Και σειρά οι φουφούδες με τα τηγάνια, να μην προκάνουνε να τηγανίζουν οι πλανόδιοι πουλητάδες.Τούτα τα νερά φέρνανε μιαν αιώνια άνοιξη στα λιβάδια μας· τα ζώα βρίσκανε πλούσια βοσκή, κι όταν ξαπόσταιναν μοιάζανε με καλοταϊσμένους μπέηδες.
Το καλοκαιράκι ο Κιρκιντζές άδειαζε. Μένανε μονάχα κάτι λιγοστοί φύλακες. Όλος ο άλλος κόσμος σκόρπιζε στα εξοχικά του. Έτσι και ζύγωνε όμως ο Οχτώβρης, με το μεγάλο πανηγύρι του Αι-Δημητριού, όλοι γύριζαν στο χωριό. Οι Κιρκιντζώτισσες πιάνανε τ’ ασβεστώματα και τα καθαρίσματα. Αρχίζανε από τα μπακίρια τους και φτάνανε ίσαμε τους δρόμους, έτσι που να γίνεται το χωριό λαμπίκος και να ντρέπεσαι να περπατήσεις. Τα μαγαζιά, οι καφενέδες, οι δυο μας εκκλησίες και τα τρία μας σχολειά, ως κι η μοναδική τούρκικη στέγη που είχαμε, το Καρακόλι, όλα στολίζονταν με μυρτιές και δάφνες.
Τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων λάμπανε από χαρά, μιας και τα μαξούλια μοσχοπουληθήκανε. Οι φαμελιές κάνανε το κομπόδεμα και κατεβαίνανε στη Σμύρνη για τις προμήθειες του χειμώνα, ψωνίζανε προικιά, στολίδια. Τα παλικάρια ράβανε καινούργιες βράκες κι αγοράζανε μεταξωτά κεφαλομάντιλα, τα καμπανιά, για τις φέσες τους. Οι νιες όπου φτιάξει φτιάξει τ’ ατλαζένια χτυπητά φουστάνια και βίρα το χρυσό δοντωτό φλουρί, δυο και τρεις αράδες στο λαιμό – ανάλογα με τα καζάντια.
Είχαν αποτελέψει και τα κρυφομιλήματα για τα νέα συνοικέσια, γιατί τ’ Αι-Δημητριού γίνονταν όλοι οι γάμοι. Οι παπάδες ανάσα δεν παίρνανε. δεκαπέντε με είκοσι ζευγάρια περιμένανε αράδα για τα στεφανώματα.
Άλλες φέστες και χαρές είχαμε του Αι-Γιάννη του Θεολόγου. Τούτη ήταν γιορτή της αντρειάς. Λεβεντόκορμα παλικάρια, ζωσμένα πιστόλες και κάμες καβαλικεύανε τα καλογυμνασμένα άτια τους και παραβγαίνανε στ’ αλάνια. Μα όταν έφτανε το πανηγύρι της Αγια-Τριάδας και γούρμαζε το τραγανό κεράσι, ε, τότες, πάνω στ’ άτια δεν έβλεπες μονάχον άντρα. Στα καπούλια καβαλίκευαν κι οι νιόνυμφες ζωηρές, περήφανες, στολισμένες όλο φλουρί και γιορτάνι. Και ποιος τους έφτανε τότες τους Κιρκιντζώτες καβαλαρέους!
Όλη τη μέρα και τη νύχτα λαλούσανε στις εξοχές τα βιολιά, τα ούτια, τα σάζια και τα ντουμπελέκια. Κάτω απ’ τα δέντρα στήνονταν χοροί, καρσιλαμάδες, χασάπικοι, ζεϊμπέκικοι. Τα κορμιά ξελευτερωμένα από τον καθημερινό μόχτο, πηδάγανε σαν φλόγες κατά τον ουρανό και τα φυλούσε τ’ αεράκι και τα χάιδευε το φεγγάρι κι εκειδά τα ’βρισκε το σήκωμα του ήλιου. Ίσια που είχαμε καιρό να ξαναφορέσουμε τα ρούχα της δουλειάς και να πιάσουμε τσάπα.
Και μήπως αφήναμε ποτές γιορτή να πάει χαμένη δίχως να γλεντήσουμε; Τι Χριστούγεννα, τι Πρωτοχρονιά, τι Φώτα, τι Απόκριες, τι Ανάσταση! Την Καθαρή Δευτέρα τη γιορτάζανε οι νιόνυμφοι με δικό τους τρόπο. Πηγαίνανε στις εξοχές, ανάβανε φωτιές, ψήνανε κάστανα, πίνανε ρακί και ιστορούσανε τις αθώες μπερμπαντιές τους: Πώς αγαπηθήκανε με τις γυναίκες τους, πως σμίγανε κρυφά πριν έρθει ο επίσημος προξενητής και συμφωνηθεί ο γάμος, τι τεχνάσματα κάνανε για να μην τους πάρουνε μυρουδιά οι γονιοί, οι θειες, οι γειτόνοι.
Θέλεις η θέρμη της Ανατολής, θέλεις η καρπερή γη, μας έσπρωχνε στο τραγούδι. Με το τραγούδι ξυπνούσαμε, με το τραγούδι βαδίζαμε σε χαρές ή σε λύπες. Το παλικάρι που αποφάσιζε να παντρευτεί έχτιζε πρώτα σπίτι· ήτανε απαραίτητο προικιό. Ποτέ το σπίτι δεν το ’δινε η γυναίκα. Άμα λοιπόν έριχνε θεμέλιο, έπρεπε να τρέξουνε να τον βοηθήσουνε οι φίλοι και οι γειτόνοι, να φέρουνε πέτρα, να δουλέψουνε λάσπη. Κι όλα τούτα τα συνοδεύανε τα πιο παθιάρικα, σεβνταλίδικα τραγούδια.
Μα και η ρεσπέρικη δουλειά ήτανε ακατανόητη δίχως τραγούδι. Απ’ τον Οχτώβρη ίσαμε το Φλεβάρη είχαμε το μάζωμα της ελιάς· απ’ το Φλεβάρη ίσαμε το Μάρτη τα ξεβοτανίσματα. Απρίλη με Ιούλη καταπιανόμαστε με τα καπνά, ύστερα άρχιζε η σταφίδα, το σύκο. Κάμποι, βουνά, φαράγγια αντηχούσανε νότες απ’ τα τραγούδια μας. Μα πώς μπορούσε να ’ναι βαριές οι μέρες κι ανήσυχες οι νύχτες μας σαν έλειπε η έγνοια για τον επιούσιο κι ο τρόμος του θανάτου; Ίσαμε το 1914 δεν είχε ακουστεί να γίνει φονικό στον τόπο μας, παρεκτός μια και μόνη φορά που δυο παλικάρια μονομαχήσανε, ίσια και παστρικά, μπροστά σε μάρτυρες για την καρδιά μιας ομορφούλας.
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου