Αυγές την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά. Ο κύριος Μιχαλάκης Χατζησταυρής ήτανε πρωινός. Ερχότανε πριν τους παραγιούς κι άνοιγε μοναχός το μαγαζί.
― Θα σε βάλω στο καντάρι, πλάι μου, είπε. Φαίνεσαι ανοιχτομάτης· έχεις μαμούνι μέσα σου.
Οι Τούρκοι χωριάτες φτάνανε απ’ τη νύχτα. Άκουγες τα κουδούνια των ζώων γκλιν-γκλαν. Μπαίνανε στο μαγαζί ντροπαλοί, βαλαντωμένοι απ’ τα μακρινά ταξίδια. Τ’ αφεντικό τους δεχότανε πρόσχαρα. Τέτοιες μέρες μίσθωνε δικό του ταμπή να φτιάχνει αράδα καφέδες. Ύστερα απ’ τα καλωσορίσματα και τα τραταμέντα, ο κύριος Μιχαλάκης άνοιγε τα σακιά, ψαχούλευε την ποιότητα, έψαχνε για κουσούρια, γκρίνιαζε για κεσάτια και για τα πολλά έξοδα που βαραίνουνε τους εμπόρους.
― Αν δεν σκεφτόμουνα εσάς, τη φτωχολογιά, έλεγε μισοκακόμοιρα, θα το ’κλεινα το μαγαζί. Κοντεύει να μην έχω άλλο διάφορο από τον κόπο μου…
Οι χωριάτες κάναν συνέχεια «α! α!» και τον προσέχανε στενοχωρημένοι και μπερδεμένοι. Τότες τσάκωνε τη στιγμή να τους μιλήσει για την τιμή. Άρχιζε από πολύ χαμηλά κι ανέβαινε μεταλλίκι, μεταλλίκι, ανάλογα με την αντίδραση που αντάμωνε.
― Μιχαλάκη εφέντη, βάνε τζάνεμ κατιτίς παραπάνω, του λέγανε. Έχει κόπο, ιδρώτα η δουλειά. Άιντε να ’χεις την ευκή μας απ’ τα είκοσι ανύχια μας…
Δεν άργησα να καταλάβω πως τ’ αφεντικό ήταν ένας καρμίρης, παμπόνηρος έμπορας, που γύρευε να βγάλει από τη μύγα ξίγκι. Όταν κρεμνούσε το σακί στο καντάρι κοίταζε πάντα το χωριάτη κατάματα και φώναζε τις οκάδες.
― Ντοξάν μπέες! (Ενενήντα πέντε οκάδες) τον άκουσα να φωνάζει και το καντάρι έδειχνε εκατόν δέκα οκάδες.
Θα λάθεψε, είπα μέσα μου, κι ήθελα να μιλήσω, μα μια ματιά και μια σπρωξιά του με συγκράτησε. Στο δεύτερο Τούρκο πελάτη, πάλι τ’ αφεντικό σβέλτα το χέρι στο καντάρι, πάλι τα μάτια καρφωμένα στο χωριάτη, πάλι λειψές τις έβγαλε τις οκάδες. Δε βάστηξα, τη δεύτερη μέρα, και τόνε ρώτησα, τι γίνεται με το ζύγισμα και γιατί τους κοιτάει όλους κατάματα όταν φωνάζει λαθεμένα τις οκάδες.
― Κοιτάζω, μ’ αποκρίθηκε, για να καταλάβω κατά πόσο χαμπαρίζουνε. Όταν αντιληφθώ πως κοιμούνται ορθοί, έχω το κουράγιο να τους πω και μηδέν οκάδες
Έδειχνε κατενθουσιασμένος με την καπατσοσιά του, μα τα δικά μου άντερα γυρίζανε από αηδία. Φαίνεται πως το πρόσεξε και βιάστηκε να δικαιολογηθεί:
― Το αλισβερίσι, Μανώλη, θέλει να τα ’χεις τετρακόσια. Δεν τα ’χεις; Πας κατά διαόλου. Κοίταξε οι δικοί μας ρεσπέρηδες, παίζει το μυαλό τους. Άμε γέλασε Ρωμιό αν είσαι εφτάψυχος. Η σκλαβιά σε ξυπνάει, σε κάνει πονηρό. Τι ’ναι το κατιτίς το παραπανήσιο που παίρνω από τούτους δω τους διαβόλους, μπροστά σε κείνο που μου τρώει το τούρκικο κράτος; Είδες ποτέ σου το Σελήμ εφέντη, το συνεταίρο μου; Δεν τον είδες κι ούτε θα τόνε δεις. Κι όμως μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει μ’ αρπάζει τα μισά κέρδη.
Οι δικαιολογίες του δεν κάνανε ν’ αλλάξω τη γνώμη που είχα σχηματίσει γι’ αυτόν και για το εμπόριο. Θυμήθηκα την περσινή περιπέτεια του πατέρα μου. Οι τιμές της σταφίδας είχανε κατρακυλήσει την εποχή που οι αγρότες θα πουλούσανε – αυτό γινότανε πάντα. Είχαμε στα χέρια μας χίλιες οχτακόσιες οκάδες σουλτανίνα, πρώτο πράμα. Με την τιμή που προσφέρανε οι εμπόροι μόλις που θα ξεκαθαρίζαμε πέντε λίρες κέρδος – αφού ξοφλούσαμε τα χρέη που κάναμε ώς να μπει η σταφίδα στο σακί. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να παραδώσει το μόχθο του σε τέτοια ξευτελιστική τιμή. Αποφάσισε να στείλει τη σταφίδα στη Σμύρνη, σ’ ένα μεγάλο και τρανό φατόρο, να τήνε πουλήσει για λογαριασμό μας, μόλις υψωθούν οι τιμές. Περάσανε αρκετοί μήνες και μια μέρα πήραμε από τον έμπορα ένα γράμμα που μας έλεγε να πουλήσουμε όσο όσο τη σταφίδα, γιατί ’τανε κίνδυνος να μην ξεκαθαρίσουμε ούτε τα έξοδά μας. Μπρος σε τέτοιον εκβιασμό αναγκασθήκαμε να δεχτούμε το χαρακίρι. Όταν μας έστειλε το λογαριασμό ο εντιμότατος εκείνος έμπορας, μας πληροφορούσε πως μείναμε χρέος τριάντα γρόσια, μα… μεγαλόψυχος καθώς ήταν μάς τα χάριζε.
Ήξερα, λοιπόν, καλά τον καημό του χωριάτη, για τούτο πονούσε διπλά η καρδιά μου με τα όσα βλέπανε τα μάτια μου στο εμπόριο. Μια μέρα μάς ήρθε ένας φουκαράς Τούρκος πελάτης από τα Βουρλά. Ήτανε φαμελίτης, κουρελής, με κετσέδες αντίς ποδήματα. Τα μάγουλά του ρουφηγμένα σαν αγίου, το στόμα του ξεδοντιασμένο. Τα γεμάτα αγαθοσύνη μάτια του και τ’ άσπρα, αραιά γένια του σε κάνανε να τον συμπαθήσεις. Έφερε είκοσι τσουβάλια σταφίδα. Περίμενε υπομονετικά να ’ρθει η αράδα του. Λιμπιστερή, ολόξανθη, μελένια η σταφίδα του. Τήνε χάιδευε και τήνε ξαναχάιδευε με τα κακοπαθημένα χέρια του. Πονούσε που θα τη χωριζότανε. Τόσα βάσανα και κόπους πέρασε ίσαμε να τήνε φέρει σε λογαριασμό.
― Άιντε, ξανθούλα, της γλυκομίλαγε. Άιντε, μαλιματού! Μ’ έκαψες και με τσίρισες. Κι από χρόνου, ιστέ!
Την ώρα που ο κύριος Μιχαλάκης έπιασε να ζυγιάσει, ήρθε τρεχάλα ο γιος του Τούρκου χωριάτη. Έφερε ένα δισάκι με σαράντα οκάδες πράμα. Κάτι είπε στον πατέρα του κι έφυγε.
― Βάλε και τουτονά το χεϊμπέ στο ζύγι, έκανε ο χωριάτης και λάμψανε τα μάτια του. Έχω καλό γιο, Μιχαλάκη εφέντη. Του ’δωκα τη σταφίδα να την πάει σπίτι του να περάσουνε καλό χειμώνα τα παιδάκια του, μ’ αυτός φιλότιμος έμαθε απ’ το θείο του πως έχω χρέος στο κεφάλι μου κι ήρθε τρεχάλα να μου φέρει οπίσω τη σταφίδα να τήνε πουλήσω!
Ο έμπορας βρήκε όμορφα λόγια να παινέψει το γιο του Τούρκου, μα τις σαράντα οκάδες τις έφαγε στο ζύγι, δίχως να ντραπεί. Αντίς να κρεμάσει το δισάκι στο καντάρι, το κρέμασε στη μανέλα!
Αμούστακο παιδάριο ήμουνα τότες, όμως μέσα μου ξύπνησε η οργή για την αδικία. Κοίτα κάτι παράξενα πράματα που γίνονται στον ντουνιά, σκεφτόμουνα με αηδία. Ο χωριάτης λιώνει ώσπου ν’ αναγκάσει τη γης να του δώκει καρπό, και τούτοι δω οι εμπόροι, κιμπάρηδες άνθρώποι, μ’ όλα τα καλά και τ’ αγαθά του Θεού, να ’χουνε ένα καντάρι και να το θεωρούνε δουλειά τους να κλέφτουνε το φτωχό! Αργότερα γνώρισα εμπόρους τρανούς που δεν καταδεχόντανε να κάνουνε τις μικροκατεργαριές του Χατζησταυρή. Όμως, τι τα θες, το μυαλό μου δεν το χώραγε, πώς γινότανε ν’ αγοράζουνε ένα το δικό μας μόχτο και να τον πουλάνε πενήντα κι εκατό!
Τι ξέρουνε τούτοι απ’ τη δουλειά στ’ αμπέλια; Το κύλισμα, το μπόλιασμα, το κλάδεμα, το σουλάντισμα, την αγωνία της φυλλοξέρας, τις λαχτάρες ως να ’ρθει να γουρμάσει η αγουρίδα, να μαζωχτεί το σταφύλι, να μπει στα κελετήρια, να στρωθεί στους ταμπλάδες, να φτάσει στα σεργιά! Να βλέπεις συγνεφάκι στον ουρανό και να το κατασκοπεύεις μέρα νύχτα, μη σου κουβαλήσει καμιά βροχή. Κι ύστερα άλλα χτυποκάρδια με το τρίψιμο, το λίχνισμα – να διαλέγεις ρώγα ρώγα, να βγάλεις την ξεζουμισμένη, τα τσόπια, τα φρόκαλα. Και τη νύχτα να τρέχεις με τα τσούλια, να σκεπάζεις τη σταφίδα, σαν μωρό, μήπως και σου τήνε βλάψει τ’ αγιάζι!
Πάνω στη βδομάδα όταν πήγα να πλερωθώ, είπα στον κύριο Μιχαλάκη Χατζησταυρή:
― Αφεντικό, βάλε με σ’ άλλη δουλειά. Εγώ δεν κάνω για ζυγιάσματα. Δε θα σ’ ευχαριστήσω…
Ο έμπορας κατάλαβε. Γύρισε και με κοίταξε μ’ έκπληξη και περιφρόνηση μαζί:
― Κρίμας! έκανε. Και σε πέρασα για ξύπνιον…
Κατέβασα το κεφάλι, έσφιξα τα δόντια μην πάει και γλωσσέψω, μα δεν κρατήθηκα:
― Ε, τι να γίνει, κυρ Μιχαλάκη, του αποκρίθηκα περιπαιχτικά. Δε με ζύγιασες ως φαίνεται καλά… κατά τη συνήθειά σου!
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου