Κωνσταντής-εφέντης


Κάθε πρωί χαράματα πάνω στην άμαξά του, κουκουλωμένος στα ζεστά έφευγε βιαστικά, πριν φέξει, να προλάβει ν’ ανοίξει την επιχείρηση προτού περάσει ο Χρυσάφης. Ο Χρυσάφης ήταν ο προπομπός μιας καλής ημέρας. Ήταν ο σαλεπιτζής που του προμήθευε το αγαπημένο του σουτλού σαλέπ. Όχι πως αν δεν τον προλάβαινε θα ’χανε το σουτλού σαλέπι του. Ο Χρυσάφης ήξερε, το ’βαζε σ’ ένα ποτήρι, το σκέπαζε μ’ ένα τσιγκάκι, στρογγυλό με τσακισμένα χείλια, ειδικά γι’ αυτή την περίσταση και τ’ άφηνε στο περβάζι του παράθυρου, ακριβώς δίπλα απ’ την πόρτα. Μόνο που τότε το σαλέπι κρύωνε και δεν ήταν πια σαλέπι. Λίγο αργότερα άνοιγε ο απέναντι καφενές και ο πρώτος, άντε ο δεύτερος καφές ερχότανε για τον παππού μου. Όλη τη μέρα το παιδί πηγαινοέφερνε καφέδες ή τσάγια για τον παππού, τους πελάτες του ή για όποιον βρισκότανε μαζί του.
Γύρω στις έντεκα, που ένιωθε πια ότι η δουλειά είχε μπει σε κάποια ρέγουλα έβγαινε από το γραφείο και πέρναγε απέναντι στον καφενέ. Έπιανε ένα τραπέζι κολλητά στον τοίχο, πάντα το ίδιο, λες και ήταν ρεζερβέ γι’ αυτόν κι άραζε από δίπλα σε μια καρέκλα κι αυτή με την πλάτη της στον τοίχο. Φώναζε πάλι για καφέ και ο μικρός, που ήξερε τις συνήθειές του, έφερνε μαζί με τον καφέ κι ένα τάβλι.
Από κείνη τη στιγμή μέχρι νωρίς τ’ απόγευμα έπαιζε τάβλι μ’ όποιον έβρισκε μπροστά του, μ’ όποιον δεν είχε δύναμη να του το αρνηθεί. Άμα δεν έβρισκε συμπαίκτη, τον πρώτο αμαξά του που πέρναγε τυχαία από κει περαστικός, μ’ ένα νεύμα μπορούσε να τον κατεβάσει και να τον σύρει, ήθελε δεν ήθελε, να παίξουνε μια παρτίδα. Ο καφετζής ευλογούσε το Θεό του που ποτέ στη ζωή του δεν είχε πιάσει ζάρι, έστω κι αν αυτό σήμαινε τη βαθιά περιφρόνηση του Κωνσταντή-εφέντη, λες και ήτανε ευνούχος.
Το πάθος του για το τάβλι ήταν γνωστό στο μεϊντάνι, στο τσαρσί και στο λιμάνι. Πολλοί άλλαζαν δρόμο μην τύχει και πέσουν απάνω του, μη κι αναγκαστούνε ν’ αρνηθούνε και χαλάσουν τις καρδιές τους. Γινότανε φορτικός κι άφηνε συχνά τον κόσμο να περιμένει στο γραφείο μέχρι να κλείσει η παρτίδα. Τις βροχερές ημέρες που ο κόσμος δεν πολυκυκλοφορούσε τον έπιανε απόγνωση. Πήγαινε τότε στο μπουγατσάδικο και έψαχνε με χωρατά συμπαίκτη ή ακόμη και στην αγορά να βρει τον πρώτο χαμάλη που ήξερε τάβλι. Τους γνώριζε όλους έναν προς έναν, τους καλούσε για παιχνίδι και σε μέρες «έλλειψης», όπως τις έλεγε, τους πλήρωνε κανονικά, λες και ξεφορτώνανε τσουβάλια. Ένας δυο που τόλμησαν να σκεφτούν πως βρήκαν ευκαιρία να βγάλουν εύκολα μεροκάματο και τον αφήσαν να κερδίσει, τους διαολόστειλε κακήν κακώς και μήτε τον ξαναείδαν. Την εντιμότητά του στο τάβλι κανείς δεν την αμφισβητούσε. Ήξερε τόσο καλό τάβλι που αποθάρρυνε όσους το γνώριζαν να παίξουνε μαζί του. Έτσι σε όσους τον ξέρανε η πρόταση ήταν: «Άμα κερδίσεις, πληρώνω τους καφέδες. Άμα κερδίσω, τους προσφέρω εγώ». Στις τελευταίες ζαριές της νίκης τα πούλια σκάγαν πάνω στο τάβλι λες και ήταν σφυριές επάνω σε πλακάκια και όλοι όσοι ήταν στα είκοσι, τριάντα μέτρα ξέρανε ότι η παρτίδα όπου να ’ναι ετελείωνε. Ξέραν ακόμα και τον νικητή. Μ’ όποιον κι αν έπαιζε, γνωστό ή άγνωστο, τον αμαξά του ή κάποιον πελάτη, τον χαμάλη ή τον περαστικό αλήτη, όλους «εφέντη», τους ανέβαζε, «εφέντη» τους κατέβαζε. «Ρίξε, εφέντη, πάρε, εφέντη», οι ζαριές κυλούσαν με το δεξί και με τ’ αριστερό το κομπολόι πέρα δώθε. Και δήθεν μετριόφρονα, αλλά βαθιά αλαζονικά, συνήθιζε να μονολογεί: «Ακόμα ψάχνω αυτόν που θα μου πάρει τρεις παρτίδες σε μια μέρα». Και πράγματι κανείς δεν υπήρχε που θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι υπήρξε έστω κι ένας.
Μια μέρα φάνηκε στο μαχαλά ο Ακαμάτης. Τον ξέραν όλοι, εμφανιζόταν και χανόταν από τα μάτια του κόσμου, ανάλογα με τις δοσοληψίες που είχε με την αστυνομία. Τον χρησιμοποιούσαν μόνο για περίεργα θελήματα και τον απόφευγαν δημόσια όλοι, μην τους χαλάσει η συναναστροφή μαζί του τ’ όνομά τους. Το «ακαμάτης» ήταν το λιγότερο. Μια χαρακιά στο πρόσωπο τον έδειχνε πιότερο θύτη παρά θύμα. Έφτυνε πιο πολύ απ’ ό,τι μιλούσε, όπου και να βρισκόταν, αδιαφορώντας για την περίσταση ή τον συνομιλητή του. Σκότωνε με εκπληκτική ταχύτητα, με μισάνοιχτα δάχτυλα, μύγες, κουνούπια, ακόμα και μέλισσες, στον τοίχο, στο τραπέζι ή και στο κούτελό του. Είχε ένα σουγιά για τον οποίο λέγανε ότι μ’ αυτόν είχε κόψει τα πάντα. Ό,τι μπορούσε να κόψει ένας σουγιάς. Λέγαν πως ήτανε γενίτσαρος που όμως τον είχανε διώξει από το στρατό γιατί χάλαγε τους άλλους. Πως κάποτε έκανε μια δυο δουλειές και για τον Κωνσταντή σε οφειλέτες που ’χαν καθυστερήσει υπέρμετρα τους τόκους, αλλά και πως κάποτε είχε ζητήσει από τον παππού να του νοικιάσει μία άμαξα κι αυτός αρνήθηκε για να μην του χαλάσει τ’ όνομα. Αυτό το απόβρασμα έπεσε πάνω στον παππού ένα πρωινό, μ’ ένα βρομόκαιρο που κράταγε συνέχεια τρεις ημέρες. Μπήκε στον καφενέ και ζήτησε από τον καφετζή έναν καφέ. Ο παππούς βρισκόταν ήδη σε απόγνωση γιατί δεν έβρισκε συμπαίκτη. Ξεπερνώντας τη γνώμη που ’χε για τον Ακαμάτη τον κάλεσε για μια παρτίδα και κείνος αποδέχτηκε.
Κάτσαν και παίξανε τη μια παρτίδα πίσω από την άλλη, μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Ο καφετζής όλη την ημέρα μέτραγε καφέδες. Δε χρειαζόταν καν να τους καταλογίσει, αφού ήξερε πως στο τέλος ο Κωνσταντής-εφέντης θα τους επλήρωνε όλους. Στη διάρκεια των παιχνιδιών οι βλαστημιές του Ακαμάτη αντιλαλούσαν όχι μόνο όταν έχανε, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές, αλλά ακόμα κι όταν έφερνε καλές ζαριές. Ο παππούς μου ωστόσο, «εφέντη» τον ανέβαζε, «εφέντη» τον κατέβαζε. Αφού του πήρε σχεδόν όλα τα παιχνίδια, γύρισε στον καφετζή και του είπε να του χρεώσει όλους τους καφέδες και τράβηξε φχαριστημένος για την πόρτα. Τότε ο καφετζής τον ρώτησε: «Κωνσταντή-εφέντη, όλα καλά, μα πώς μπορείς τον Ακαμάτη “εφέντη” να τον ανεβάζεις και “εφέντη” να τον κατεβάζεις;» και ο παππούς, σκύβοντας προς το μέρος του, απήντησε: «Όσο θα ’μαι υποχρεωμένος να λέω το Σουλτάνο Αφέντη, άλλο τόσο έχω το δικαίωμα να λέω ακόμα και αυτό το κάθαρμα εφέντη». Έριξε την τσόχινη μπέρτα που είχε στους ώμους του, φόρεσε το φέσι του, καληνύχτισε κλείνοντας την πόρτα του καφενέ πίσω του και τράβηξε για τα γραφεία απέναντι να δει μπας και ήτανε όρθια ακόμα. Με κάτι τέτοια υπονοώντας την εθνική του συνείδηση, επεδίωκε υποκριτικά την καταξίωσή του μεταξύ των ομογενών που σχολίαζαν τις σχέσεις του με την Πύλη και τη δουλικότητά του.
Νίκος Θέμελης
«Η αναζήτηση»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου