Στους εννιά μήνες η Άννα έκανε το πρώτο της παιδί, τον Γιώργο, απανωτά στους έντεκα, το δεύτερο, τον Κώστα και ίσα που πρόλαβε να πάρει μια ανάσα, στον τρίτο χρόνο έκανε τον Αντωνάκη. Στα μέρη μας τότες ο νονός εδιάλεγε το όνομα του παιδιού και όχι τα γονικά του. Έτσι, μόνο στον τρίτο απόσωσε προτού διαλέξουνε ποιος θα ’ναι ο νονός, να συμφωνήσουνε μαζί του από τα πριν πως το αβάπτιστο θα το ’λεγαν Αντώνη. Πριν ακόμη βαφτίσουνε τον τρίτο το μικρό, ήρθαν τα πράγματα τα πάνω κάτω. Πόσοι άραγε μας φθόνησαν, για πόσο καιρό και πόσο. Πώς μάζεψαν το φθόνο τους, τον κάναν ένα και αναποδογύρισαν τον κόσμο μας, τον κάνανε καπάκι και μας αποπλακώσαν. Ποιος τάχατες μας καταράστηκε, που εμείς κανένανε δεν είχαμε αδικήσει. Ποια αμαρτία και άραγες ποιανού είχε έρθει η στιγμή της τιμωρίας. Ιβί, ιβί, σαν σκέφτομαι το απόγευμα της Κυριακής εκείνης, που ήρθε ο ήλιος και σκοτείνιασε κι ας έλαμπε καρσί έξω απ’ τα παράθυρά μας.
Είχαμε αποφάει στου Νικολή-εφέντη το κονάκι, έτσι όπως συνηθίζαμε κάθε Κυριακή και πίναμε τον καφέ μας. Η αφεντιά του, η Άννα μας, τα δυο μικρά και από δίπλα ο Αντωνάκης να τον κρατάει η Αντώναινα και να τον νανουρίζει. Ο Νικολής είχε φωνάξει απ’ το πρωί τον Μιλτιάδη και τον Ισμαήλ για να μιλήσουνε για τις δουλειές τους και τους εκράτησε μετά να φάν’ μαζί μας. Άλλωστε κάθε τόσο κάποιον έβρισκε και τον καλούσε Κυριακή πρωί να συζητήσουνε και ανάλογα με την περίσταση τον κράταγε στο τραπέζι. Της Άννας η συνήθεια αυτή δεν της πολυάρεσε. Όχι και πως την ένοιαζε αν τραπεζώναμε και κάποιους. Αλλά ανάλογα με το ποιους κράταγε να φάνε ο Νικολής-εφέντης, εκείνη πότε έτσι πότε αλλιώς του γκρίνιαζε πως κάποιοι απ’ αυτούς δεν ήταν της σειράς τους και μια δυο φορές που ’χε τα νεύρα της έκανε μόλις φύγανε ολόκληρη φασαρία. Έτσι κι εκείνη την Κυριακή από νωρίς τα είχε κατεβάσει. Η γλώσσα της φαρμάκι. Κάθισε με το ζόρι στο τραπέζι. Και εκεί που οι άντρες χωρατεύανε, προτού ο καφές προλάβει τη ζάλη του κρασιού κομμάτι να μαζέψει, κάποιος είπε στον άλλον κάποιο χωρατό, από αυτά που λεν συνήθως όλοι οι άντρες τα γένια τους βλογώντας, κάτι απάντησε ο Νικολής, το άρπαξε η Άννα και κάτι του ’πε κι εκείνος της ανταπάντησε γελώντας και χωρατεύοντας: «Ό,τι κι αν λες, πάντα σου με ήθελες κι απόδειξη οι τρεις γιοι μας». Πού να φανταστεί ανθρώπου νους τι θα γινόταν. Ποιο στόμα, ποιας γυναίκας τόλμησε ποτές στον άνδρα της να ξεστομίσει τέτοια λόγια. Η Άννα κοκκίνισε, φούντωσε, σηκώθηκε όρθια, περίμενε να τη δουν όλοι καλά καλά, τα ζύγιασε τα λόγια της και σαν οχιά ξεχύθηκε μπροστά σε όλους: «Ήσουνα πάντα ένας άξεστος και άξεστος θα μείνεις. Κι αν θες να ξέρεις, από όρκο μόνο σε παντρεύτηκα και μάρτυρές μου η μάνα μου κι η νόνα. Και τούτα τα παιδιά είναι και τα τρία δικά μου. Γιατί ούτε μία φορά, ποτές μου μα ποτές μου δε σε θέλησα. Την πρώτη νύχτα που με χάλασες σε καταράστηκα, τη δεύτερη το ίδιο. Κάθε φορά που πλάγιαζες μαζί μου για σένα ήταν κέφι και για μένα κόλαση. Όλοι σε λένε άρχοντα, μα ένας άρχοντας ξέρει να σέβεται κι εσύ ποτές σου δε σεβάστηκες ότι ποτές μου δε σε θέλησα». Πήρε στα χέρια της το μωρό και σπρώχνοντας τις δυο ψυχοκόρες που ’χαν σταθεί στην πόρτα και άκουγαν άφωνες μαζί μ’ όλους εμάς την έκρηξη της Άννας, έφυγε και πήγε στο δωμάτιό της. Δε μίλησε κανείς. Λες και μια μαχαιριά μας είχε κόψει σύρριζα απ’ όλους τη λαλιά μας. Ο Νικολής ακούνητος στο τραπέζι κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο λες και κάτι έτρεχε στο δρόμο. Είχε κολλήσει εκεί τα μάτια του, είχε σμίξει τα φρύδια του και μες σ’ εκείνη τη σιωπή μέχρι και η ανάσα του που ’μπαινε κι έβγαινε από μια μισάνοιχτη χαραμάδα, ακουγότανε σαν να ’τανε σφύριγμα που έβγαινε ψευδά. Ήταν δίπλα μας μα δε βρισκόταν πουθενά. Χωρίς να πουν κουβέντα, φύγαν ο Ισμαήλ κι ο Μιλτιάδης, διώξαμε τις κοπέλες και μαζέψαμε με την Αντώναινα το τραπέζι χωρίς ν’ ακουστεί κιχ. Μόνο εκείνη τόλμησε, βγαίνοντας να τον πλησιάσει, ν’ ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του και να του πει: «Μην τη συνερίζεσαι, τζιέρι μου. Η Άννα μας είναι και την ξέρεις». Κλείσαμε την πόρτα πίσω μας, πήγαμε στην Άννα, βρήκαμε την κάμαρά της κλειδωμένη, δεν επιμείναμε και γυρίσαμε στο δικό μας το κονάκι.
Από τότες άλλαξε ο Νικολής-εφέντης. Όχι πως μας στέρησε τίποτις ποτές, μα μέσα σ’ ένα απόγευμα, σε μια νύχτα και σε μια αυγή δεν ήταν πια ο ίδιος.
Νίκος Θέμελης
«Η αναζήτηση»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου