Εντρυφώ να κυττάζω αντικρύ μου το μικρόν μέλαθρον – οπού αι δοκοί της στέγης του, γυμναί φατνώματος, φαίνονται όλαι καπνισμέναι και μελανωμέναι από την λαμπήν της μικράς εστίας εις την γωνίαν, της καιούσης τον χειμώνα – ταπεινόν ανώγειον, με τον εξώστην τον σκεπαστόν, όπου ο μαστρο-Κυριάκος κρημνίζεται τακτικά πάσαν Κυριακήν το βράδυ, όταν επιστρέφη αργά εις την κατοικίαν. Καθημερινή μέθη δι’ εμέ είναι να κάθωμαι το δειλινόν, επί ώρας, έως την δύσιν του ηλίου και την πρώτην αμφιλύκην, έξω από το μικρόν καπηλείον, εις την εσχατιάν του χωρίου, εις την σκιάν και την δρόσον των δύο πελωρίων βαθυφύλλων μορεών, οπόθεν βλέπω όλους τους διαβάτας χωρίς να κυττάζω κανένα, ή να προμνηστεύω την καλησπέραν κανενός, και θεωρώ μόνον το μικρόν ανώγειον καλύβι, όπου βλέπω ως δύο σμαραγδίνας φλόγας να λάμπουν, και δύο σειράς μαργαριτών να μειδιούν, και δύο χρυσαυγείς πλοκάμους να κυμαίνωνται, ως μετάφρενα περιστεράς κατά τον Ψαλμωδόν…
Έβλεπα τέως όλους αυτούς τους ονειρώδεις θησαυρούς εις τον πενιχρόν εξώστην, και εις το χάσμα των σαθρών παραθυροφύλλων, και στην πόρταν του κατωγιού, εξαρθρωμένην, και εις το στενόν το διπλανόν, το χωρίζον την οικίαν από της τού Δήμου Μποροδήμου, ίσης και ομοίας κατά την όψιν. Έμβαινε, έβγαινε, ανέβαινε, κατέβαινε, η μικρή Πούλια με τους πλοκάμους τού απέφθου χρυσού· εισέδυεν εις το κατώγι, δια να ταΐση τας όρνιθας, εισεχώρει εις το στενόν, όπου είχεν αναμμένην φωτιάν, προς την δείλην θερινής ημέρας δια να μαγειρεύση το λιτόν δείπνον δια τον πατέρα της, όστις ήρχετο κατακουρασμένος το βράδυ από το μεροκάματον. Εμάλωνε την μικράν αδελφήν της, παιδίσκην ομοίαν με σεισουρίδα, την Γαρουφαλιώ, ήτις έτρεχε κι’ έκαμνε χιλίας τρέλλας εις το πρόθυρον κι’ εις όλην την γειτονιάν, φορούσα κοκκίνην φανέλλαν αμερικάνικην, την οποίαν της είχε στείλει από την Αμερικήν ο μονάκριβος αδελφός των, και ήτο όλη μορφασμός και μειδίαμα. Τα δύο χείλη της δεν έσμιγαν ποτέ, τόσον διαρκώς εγελά. Τρία ήσαν όλα τ’ αδέρφια· ο Στράτος εις τον Νέον Κόσμον, εικοσαετής ήδη, είχε παρασυρθή από το ακράτητον ρεύμα της μεταναστεύσεως, και η Πούλια, δεκαέξ ετών, εφύλαγε το νοικοκυριό στο σπίτι, και η Γαρουφαλιώ δέκα ετών έκαμνε τρέλλας και αταξίας εις την γειτονιάν. Ο μαστρο-Κυριάκος είχε χηρεύσει προ οκταετίας ήδη, και κατώρθωνε να μη ξαναϋπανδρευθή – ίσως διότι δεν τον ήθελαν.
Είχεν εμβή το φθινόπωρον· ήτο ισημερία ήδη, κι’ εγώ ενύχτωνα ακόμη να κάθωμαι κάθε βράδυ υποκάτω εις την μορέαν. Η Πούλια, κάθε δειλινόν, εμαγείρευε το φαγί εντός του στενού, υπό τα σμίγοντα γείσα των δύο γειτονικών πενιχρών οικίσκων. Έσκυφτεν εις το πυρ, εφύσα με το στόμα της, εκοκκίνιζον ως υπό πυρετού τα μάγουλά της, κι’ οι δύο πλόκαμοί της οι χρυσοί εκρέμαντο κυμαινόμενοι εις τα νώτα της, έως την οσφύν της την λιγνήν. Όταν είχα αναχωρήσει προ τεσσάρων ετών από τον τόπον – τότε ήτο μικρή ακόμη κι’ εφόρει ωσάν φούστες, ήτοι ξενικά φορέματα. Τότε ήτο μία εντρύφησις, αδάπανος και ατίμητος, να την συναντά τις και εις τον δρόμον, και εις την βρύσην, και παντού, και ο άπεφθος χρυσός ήτον ακάλυπτος εις την κοινήν θέαν, και αυτή δεν υπώπτευε την αξίαν του και δεν τον έκρυπτε. Τώρα που είχε μεγαλώσει, ή αυτή το ηθέλησεν, ή μία θεία της, η Κρυσταλλιώ, την είχε συμβουλεύσει, κι’ εφόρεσεν η κόρη ντόπια. Η θεία της αυτή, αδελφή του πατρός της, χήρα κι’ άκληρη τώρα, είχε πηδήσει, ως έλεγαν, πολλά εις τα νειάτα της, και δια τούτο ήτο πολύ αυστηρά ως προς την ανεψιάν της. Όθεν οι πλόκαμοι του χρυσού δεν εφαίνοντο τώρα, όσον το πάλαι, μισοκρυμμένοι υπό την μανδήλαν.
Μίαν εσπέραν, παρ’ ελπίδα δεν εφάνη η ξανθή Πούλια. Εκάθισα ώρας υπό το φύλλωμα της μοριάς· τίποτε. Η πόρτα του σπιτιού ήτο ανοικτή, ομοίως και το παράθυρον. Η φωτιά δεν εκάπνιζε – ίσως ήτο σβεστή – κάτω εις το στενόν. Ίσως η κόρη έπλεκεν ή εμβάλωνε, καθήμενη κάτω εις το πάτωμα – επειδή ήτο τελεία οικοκυρά, οδηγουμένη και από την θείαν της, την Κρυστάλλω. Εκρύβη ο ήλιος εις την Πευκόρραχην αντικρύ, στο βουνόν, εμούχρωσεν, εσουρούπωσεν, ήρχισε να σκοτεινιάζη. Τότε, δια του ανοικτού παραθύρου είδα έν άστρον να λάμπη εις το εσωτερικόν της μικράς οικίας. Ήτο άστρον πραγματικόν, δεν διέφερεν από τ’ άλλα άστρα, τα οποία αρτίως είχον αρχίσει να διασπείρωνται ανά το στερέωμα. Έλαμπεν υψηλά προς την οροφήν, υπό τας καπνισμένας δοκούς του μελάθρου. Τι ήτον; Ίσως το κανδήλι το καίον εμπρός εις τα εικονίσματα της οικίας. Αλλά δεν ήτο κανδήλι, διότι το άστρον εφαίνετο πολύ ψηλά εις τον όροφον, κι’ εκτός τούτου ήτο προς το δυτικόν μέρος, ενώ τα εικονοστάσια, ως γνωστόν, τίθενται προς το ανατολικόν μέρος, ή μικρόν παρεκκλίνουν είτε προς βορράν είτε προς νότον, πάσης Ελληνικής ορθοδόξου οικίας.
Έπειτα, δια να είναι κανδήλι, κάποιος θα το είχεν ανάψει προ μικρού, και βεβαίως θα έβλεπα εις την σκιάν το εύκαμπτον, ως βλαστόν μυρσίνης, ανάστημα της Πούλιας, ίσως θα ήκουα και τον λυγμόν της τροχαλίας, τον μικρόν λείον κρότον, τον οποίον κάμνει προστριβόμενον το σχοινίον, δι’ ου αναβιβάζεται το κανδήλι προς τας ιεράς εικόνας. Θα υπέθετε πας πραγματιστής και θετικός άνθρωπος, ότι δια τινάς οπής εις την στέγην του μικρού μελάθρου έφεγγε μικρά τις γωνία ουρανού, την ώραν της δύσεως προ της αμφιλύκης, κι’ εσχηματίζετο το αστεράκι εκείνο, το οποίον εφαίνετο κρεμάμενον εις τον όροφον της οικίας. Διότι ο μαστρο-Κυριάκος έφτιανε ή εξανάσυρνε τα σπίτια των άλλων, και ίσως δεν ηυκαίρει να επισκευάση το ιδικόν του. Πλην δε μου ήρεσκεν εμέ να εκφράσω τοιαύτην υποψίαν ή να διατυπώσω τοιούτον συμπέρασμα.
.
.
Τέλος, μίαν εσπέραν Κυριακής, επειδή ήτο ψύχος κι’ ενύκτωσεν ήδη, εισήλθα εις το μικρόν καπηλείον. Εκεί ήτον ο μαστρο-Κυριάκος, κι’ ο Γιάννης της Μιχάλαινας, κι’ ο Δήμος Μποροδήμος. Ο Κυριάκος εγίνετο ελευθέριος πάσαν Κυριακήν εσπέρας, ύστερον εξεχνούσε τον λογαριασμόν κι’ εμάλωνε με τον οινοπώλην. Ο Δήμος ο Μποροδήμος έλεγε πλείστα άκαιρα, άωρα αστεία. Ο Γιάννης της Μιχάλαινας, σοβαρός, εκάθητο, έπινε κι’ εσιώπα. Και οι τρεις ήσαν μέλη της ιδίας συντεχνίας.
― Αραδιάζεις έναν τροχό, εξάδελφε; μου λέγει ο Κυριάκος, άμα με είδεν εισελθόντα.
Μ’ εκάλει εξάδελφον, επειδή ο μακαρίτης ο πατήρ του ήτο πότε ψυχογυιός ενός αειμνήστου θείου μου, έχοντος πολλά κτήματα, συγγράμβρου του πατρός μου.
― Ας είναι, αραδιάζω, είπα. Έχετε πολύ αραδιασμένο, εσείς;
― Όχι, λιγοστά, είπεν ο Κυριάκος.
Η φράσις είναι της ιδιαιτέρας συνθηματικής γλώσσης των οικοδόμων, σημαίνει δε το να πίνη τις κρασί. Συνέκρουσα τα ποτήρια μαζύ τους κι’ έπια.
― Τα ’μαθες τα νέα, κυρ-Αλέξη; μου λέγει ο Δήμος ο Μποροδήμος, εγερθείς σοβαρός και φουσκώνων το στήθος του με κωμικόν τρόπον.
― Τι τρέχει, Δήμο; είπα.
― Θα γίνω διάκος.
― Διάκος; Αλήθεια;
― Ναι, τώρα περιμένω τον Δεσπότη να έλθη. Μαζεύω αναφοράς. Δε μου λες, κυρ-Αλέξη, εσύ θα ξέρης… Ως πόσα ψιλά χρειάζεται να δώσω του Δεσπότη;
― Δεν ηξεύρω, Δήμο.
Είχεν έλθει τότε, προ ολίγου καιρού, δια πρώτην φοράν εις τον τόπον, περιοδεύων ο νεοχειροτόνητος Δεσπότης, όστις, καθώς εκακογλωσσούσαν πολλοί, είχε καταρτίσει τιμολόγιον πρι φιξ, δια τας χειροτονίας των κληρικών. Είχε δε εκφρασθή ο ίδιος, ως έλεγαν, ότι είχεν ανάγκην να πληρώσει «τα κουφέτα», όσα είχε εξοδεύσει δια τα συγχαρητήρια της αρχιερωσύνης του.
Δεν είχα καθίσει και ήμην έτοιμος να φύγω. Ο Κυριάκος, όστις εσυνήθιζεν εις τας ώρας αυτάς να φλυαρή πολλά εμπιστευτικά, εσηκώθη και με προέπεμπε, λέγων αν ήθελα να μείνω ακόμα «ν’ αραδιάσω τροχό». Είτα, καθώς με ηκολούθησεν έξω του μαγαζίου, άρχισε να μου λέγη, αν ήθελα να του κάμω αύριον ένα γράμμα προς τον υιόν του τον Στράτον, εις την Αμερικήν, να τον συμβουλεύσω να έχη τον νου του, κ.τ.λ. Είτα μου είπε δια τας δύο κόρας του, μακαρίζων τον εαυτόν του, ότι είχε ένα κορίτσι τζουβαΐρι, τεφαρίκι, την Πούλιαν, και μίαν λαίμαργον ψευδολόγον, μικράν, την Γαρουφαλιώ.
― Ξέρεις τίποτα; μου λέγει. Την Πούλια μου την γυρεύουν από τώρα, χωρίς προικιά.
― Χαρά σ’ εσένα, του είπα. Και δεν την δίνεις; Τι κάθεσαι;
― Μα… για να σ’ πω… ν’ αξίζη και το μέρος!
Και μου ωνόμασεν έν πρόσωπον.
Εγώ έσεισα τους ώμους.
― Λοιπόν, θα ’ρθής; μου λέγει. Θ’ αραδιάσουμε ένα ακόμα;
― Δεν πίνω, του λέγω, και συ μη πιης άλλο. Δευτέρα αύριο έχεις δουλειά. Σύρε να μαζωχθής στο σπιτάκι σου.
― Θα πάω, μου λέγει. Δε θυμούμαι, είπα καληνύχτα στην παρέα;
― Και να μην είπες, δεν πειράζει. Τράβα καλλίτερα να μη ξαναμπλέξης.
Μου έλαβε τον βραχίονα, μισοζαλισμένος, καθώς τον εκτύπησε τ’ αέρι του υπαίθρου, και μ’ έσυρε κατά τον δρόμον, ψιθυρίζων διάφορα ασυνάρτητα οικογενειακά. Επλησιάσαμεν προς το γωνιαίον σπίτι, το οποίον αντίκρυζε με τον οικίσκον του ιδικού του. Ο Κυριάκος μ’ έσυρε κατά τον δρόμον, εγώ τον έσυρα κατά το σπίτι. Μ’ εσταμάτησε πλησίον εις την γωνίαν του οικίσκου του προς τον δρόμον, όχι μακράν από την θύραν του κατωγείου και υπό την σκιάν του εξώστου, κι’ άρχισε να μου λέγη ατελείωτα.
Ήκουσα τριγμόν του παραθύρου. Δεν επρόλαβα να κυττάξω, και το παραθυρόφυλλον υπανοιχθέν πάλι έκλεισεν. Άλλον κρότον ήκουσα, ν’ ανοίγη η θύρα του ανωγείου, και αμυδρόν φως λυχναρίου έφεξε τον δρόμον.
Ήτον η Πούλια. Εγνώρισε την φωνήν του πατρός της, τον οποίον επερίμενεν εναγωνίως πότε να έλθη την νύκτα πάσης Κυριακής. Εσηκώθη, επήρε τον λύχνον δια να φέξη – ίσως προνοούσα, δια να μην πέση και πάλιν ο μαστρο-Κυριάκος εις την σκάλαν, και μωλωπίση το πρόσωπόν του ως άλλοτε –, ήνοιξε την θύραν, και μας έφεγγε.
Είπα μέσα μου «Κισμέτι, δια να ιδώ τ’ αστεράκι». Ηκολούθησα τον Κυριάκον – χωρίς ούτος να μου είπη να τον συνοδεύσω. Αλλά και πάλιν ούτε την χείραν μου άφηνεν, ούτε καληνύκτα μου έλεγεν. Ίσως θα επροτίμα να διανυκτερεύσωμεν εκεί εις το ύπαιθρον, παρά την γωνίαν. Εγώ, επειδή δεν με άφηνε, τον ώθησα προς την οικίαν και τον υπεστήριξα δια να αναβή. Η Πούλια μου εμειδίασε πολύ γλυκά και είπε:
― Καλησπέρα, μπάρμπα… Κόπιασε στο φτωχικό μας.
Εκράτει τον λύχνον κι’ έλαμπεν όλη, αυτή, και τα μάτια της τα βαθυγάλανα, και τα δόντια της τα μαργαριταρένια, και τα πλούσια μαλλιά της τα χρυσόξανθα. Κι’ η ελιά που είχεν εις το αριστερόν μάγουλον, οπού την ενθυμούμην από τότε που ήτον μικρή ακόμη, κι’ αυτή έλαμπεν πλησίον εις τον μικρόν λακκίσκον του μειδιάματός της.
Η μικρά Γαρουφαλιά, οπού είχε χορτάσει τα παιγνίδια ολημέρα την Κυριακήν, επειδή δεν είχε σχολείον, και είχε φάγει πολλά κυδώνια, τα οποία την εφίλευσαν οι γειτόνισσες, ερρογχάλιζεν εις μίαν γωνίαν. Εις την εστίαν είχεν ανάψει η Πούλια μικρόν πυρ, αν και δεν ήτο χειμών ακόμη, δια να ζεστάνη το φαγί του πατρός της, ό,τι είχε μείνει από το μεσημβρινόν γεύμα. Ο Κυριάκος εκάθισεν ή έπεσεν εις το πάτωμα και δεν μου έλεγε να μείνω ή να φύγω.
Εγώ δεν ενθυμήθην πλέον να κυττάξω δια να ιδώ το αστεράκι, το οποίον είχα ιδεί προ ημερών να φέγγη υπό την στέγην εντός της οικίας, αν και είχα αισθανθή μεγάλην περιέργειαν και επιθυμίαν προς λύσιν της απορίας μου. Ιστάμην ορθός, ακίνητος, και δεν εχόρταινα να βλέπω την μικρήν Πούλιαν, κι’ έλεγα μέσα μου: «Α!... χωρίς προικιά, και με προικιά… ω! μην την πωλής, είναι κρίμα…».
― Δεν κάθεσαι, μπάρμπα; Κόπιασε να καθίσης σιμά στον πατέρα μου! μ’ εξύπνησεν η φωνή της Πούλιας από τ’ όνειρον που με είχε βυθίσει η μορφή της.
― Δεν κάθομαι, κορίτσι μου. Έτσι έτυχε ν’ ανεβώ.
Είπα καληνύχτα, κι’ έφυγα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Το αστεράκι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου