Στο Χριστό, στο Κάστρο (Μέρος 2ο)


 .
.

Μέρος 1ο


Μέρος 2ο
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθήμενη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή, εις το ους της μητρός της.
― Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω;… Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη… Τι να γίνω;
Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε:
― Τι λέει;… θα πάνε στο Κάστρο;… Και άρχισες τα κλάμματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θα με πάρουν κι’ εμέ μαζύ… θα με πάρετε, μα;…
― Σουτ! Λ’φάξτε! είπεν αυστηρώς η παπαδιά.
― Τι τρέχει; είπεν η θεια το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.
― Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς· ησύχασε. Πανάγο, είπε στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκό, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, να χης την ευχή, να πης του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκου, να ’ρθή από δω, τόνε θέλω να τ’ πω;…
 Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός τινάξας τα σκέλη του.
― Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κι’ εγώ να πάω να ιδώ μη μώ ’χη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ’ απόψε.
― Πήγαινε να του πης πρώτα, κι’ ύστερα γυρίζεις και τρώτε.
― Η ευχή σας! Καληνύχτα, παπαδιά.
Κι’ εξήλθε.
― Τι λέει, θα πω, είπεν η θεια το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά;
― Να ιδούμε τι θα μας πη κι’ ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος.
― Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θεια το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη.
― Κι’ ηγώ, είπεν η παπαδιά.
― Δεν είναι για να ’ρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς. Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ… Δεν πρέπει να λείψουμε κι’ οι δύο απ’ το σπίτι.
― Ηγώ τώ ’καμα του τάμα, είπεν η παπαδιά.
― Μα αν πάω εγώ το ίδιο είναι.
― Δεν είμαι ήσυχη αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ’, είπεν η παπαδιά.
― Κι’ ημάς πού θα μας αφήσετε! έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ.
― Σιώπα, καϋμένη, είπε το Βασώ. Θα με πάρ’νε κι’ εμένα μαζύ, σιώπα!
― Ναι, εσένα σ’ φαίνεται πως είσ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ’! Γιατί έτσ’ σ’ μάθανε. Δε φταις εσύ! είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζήλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις ως μικροτέρα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απείργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι και απήλαυε σχετική τινός ελευθερίας.
Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει εις τον τράχηλον της μητρός του.
― Θα με πάρετε κι’ εμένα μαζύ, μάννα; εψιθύρισε, περιπτυσσόμενος τον λαιμό της.
― Τι λες, χαδούλη μ’! Τι λες, πιδί μ’; απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιε μ’· κι’ αν απομείνω, για σένα θ’ απομείνω, γυιόκα μ’, για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παπάς σ’, μικρό μ’. Τώρα συρ’ να πης την προσευχή σ’ και να κάμης μετάνοια τ’ παπά σ’, να πλαγιάσης, για να μη μοιργώνης, κανάρι μ’!
― Ναι, θα πας· αμ δε θα πας! έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις έν ρήμα της μητρός της.
― Σιωπάτε! ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι’ εσηκώσατ’ επανάσταση, είπεν ο παπάς. Να ιδούμε τι θα μας πη κι’ ο μπαρμπα-Στεφανής.
Είτα, στραφείς προς την παπαδιά:
― Μας φέρανε τίποτε λειτουργιές, μπάριμ;
Η παπαδιά έδειξε δια του βλέμματος, σκεπασμένας με ραβδωτήν δίχρουν σινδόνα, τας ολίγας προσφοράς, όσας είχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μέλλουσαι να μεταλάβωσι την επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θεια το Μαλαμώ τας είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τας ξεσκεπάση, οιονεί με τας ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι ήσαν.
― Μας βρίσκεται και τίποτα παξιμάδι; ηρώτησεν πάλιν ο ιερεύς.
― Θα έμεινε κάτι ολίγο απ’ της Παναγιάς. Όλο τα Σαρανταήμερο ζυμώνουμε κη τρώμε απ’ τα βλογούδια, είπεν η πρεσβυτέρα.
Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτίσκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσότεραι ενορίτισσαι, κατά τους τελευταίους χρόνους, επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και δια τούτο η παπαδιά είπεν, «εζύμωναν απ’ τα βλογούδια».
.
Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδρομον. Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δύο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή ορθή, ιστάμενη παρά την θύραν. Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών, ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.
― Καπετάν-Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ’ αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ’ βάρκα, Σταβέτ;
― Από Σταβέτ;… Με τ’ βάρκα;… Στο Κάστρο;… ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ. Ήτο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευράν οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.
Αλλ’ ο μπαρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι’ εμπερδειμμένην προφοράν του ανέκραξε.
― Μπράβο! Μπράβο! Ακούς! Ακούς! Στο Κάστρο; Μετά χαράς! Όρεξη να ’χης, όρεξη να ’χης, παπά!
― Να, άνθρωπος! είπεν ο παπάς. Έτσι σε θέλω, Στεφανή! Τι λες, είναι κίνδυνος;
― Κίντυνος λέει; Ντιπ, καταντίπ, καθόλ’! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ παπά! Μονάχα πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε, τίποτε άλλο. Θα ’ρθή, κι’ η παπαδιά θα ’ρθη κι’ άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κη τριάντα νομάτοι, κη σαράντα νομάτοι, κη μ’ ούλες τις κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράματά σας. Κι’ η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσον πάει κη πέφτ’. Ταχιά θα ’χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κη καλοσ’νεύει, να τώρα καλοσύνεψε!
Ως δια να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συριγμός παγερού βορρά ηκούσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου, επί του σκεπαστού εξώστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν δια γοερού στεναγμού.
― Να! ακούς; Καλοσύνεψε! είπε, καγχάζων θριαμβευτικώς, ο μαστρο-Πανάγος.
― Σιώπα εσύ, δεν ξέρ’ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξέρ’ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είν’ αέρας που ψ’χομαχάει. Αύριο θα μαλακώσ’ ο καιρός, σας λέω εγώ! Μπορεί να ’χουμε ακόμα και καμμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.
― Και σαν τόνε γυρίση Μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός.
― Κη χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ’ λέω, πως από την Κεχριά κι’ εκεί θεν’ έχουμε θαλασσίτσα, είπε, τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είναι αποθαλασσιές και δε λείπουν, κατάλαβες, κι’ ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι’ ούλο στρίβει. Μα δε μας πειράζ’ ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ’, ο Στεφανής σας παίρνει απάν’ τ’!
― Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ’ έκαμες ν’ αποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι’ άλλο ένα, είπεν ο παπάς.
― Έχω πιει πέντ’ εξ ως τώρα, έτσι να ’χω την ευχή σ’, παπά.
― Πιε κι’ άλλο ένα να γίνουν εφτά.
Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.
― Είσαστ’ έτοιμοι; Είσαστ’ έτοιμοι; είπεν ακολούθως. Πήρες τα ιερά σ’, παπά, τα χαρτιά σ’ ούλα, τα ’χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σας κουβαλήσω, για να ’μαστ’ α-σένιος;
― Από τώρα; είπεν ο παπα-Φραγκούλης.
― Από τώρα! Τι λες; Να είμαστ’ α-πρόντο, παπά; Εγώ στες δύο θα ’ρθω να σας φωνάξω, κι’ εσείς να είσαστ’ α-λέστα. Διάβασε, τι θα διαβάσης, παπά, κη στες τρεις να μβαρκάρουμε.
― Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ’ τη μια, είπεν ο ιερεύς, γιατί έχω το ξυπνητήρι μου… κι’ έπειτα είμαι και μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρεις είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφανή, και να μπαρκάρουμε.
― Στες τρεις, στες τέσσαρες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ναριέ, να ’χουμε μέρα μπροστά μας. Από κει ως το Μανδράκι, κι’ ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά-σιγά με το κουπί. Από κει ως τις Κεχρεές κι ως την Αγία Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι-αγάλια με το πανάκι. Κι’ απ’ την Αγία Ελένη κι’ εκεί, αν δεν μπορέσουμε, να μ’ντάρουμε…
― Ε, ύστερα;
― Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με τη μπαρούμα ως τον Άη-Σώστη.
Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ου ο λόγος, παρετήρησε προς παραμυθίαν των ακροατών:
― Μα, εγώ λέω, ότι θα μπορέσουμε στεριό να τραβήξουμε στην ακρογιαλιά, τον κρεμνό τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι’ αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Στο Χριστό, στο κάστρο»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου